Τεράστιες είναι οι απώλειες στην τοπική οικονομία της Κρήτης από την περιορισμένη ελαιοπαραγωγή και τη χαμηλή ποιότητα του ελαιολάδου, οδηγώντας σε απόγνωση τους παραγωγούς αλλά και το σύνολο της κοινωνίας, με δεδομένο ότι τα χρήματα αυτά θα τα στερηθεί η τοπική αγορά.
Η ελαιοπαραγωγή -η οποία φέτος στην Κρήτη αναμενόταν γύρω στους 90.000 τόνους- σύμφωνα με δηλώσεις παραγωγών και παραγόντων, που επικαλείται ο Σύνδεσμος Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης, εκτιμάται πλέον μειωμένη κατά 30% (30.000 τόνους) και η αξία της αποτιμάται συνολικά σε περίπου 80.εκατ.€.
Οι δακοπροσβολές τη φετινή χρονιά ήταν και εκτεταμένες, αφού παρουσιάστηκαν σε όλους σχεδόν τους δήμους της Κρήτης, αλλά και έντονες, αφού φαίνεται να κυμαίνονται σε ποσοστά από 20-60% κατά περιοχές. Παράλληλα βέβαια παρουσιάζονται κατά περιοχές και προσβολές του ελαιοκάρπου από μυκητολογικές ασθένειες πιθανότατη συνέπεια και συνακόλουθο των δακοπροσβολών, όπως είχε τονίσει σε πρόσφατο υπόμνημα του προς το υπουργείο ο ΣΕΔΗΚ.
Συνολικά εκτιμάται ότι υπάρχει αύξηση του μέσου επίπεδου οξύτητας του λαδιού κατά 2,0ο και πλέον, η οποία, σύμφωνα με τα ισχύοντα στην αγορά (μείωση τιμής κατά -0,03€/κ ανά αύξηση οξύτητας κατά 0,01%), προκαλεί μείωση των τιμών τουλάχιστον κατά 0,50€ ανά κιλό. Συνέπεια της υποβάθμισης αυτής αποτελεί η μείωση της αξίας της παραγωγής κατά 30 εκατ. € οικονομικές απώλειες λόγω δακοπροσβολής εκτιμώνται σε 110 εκ.
Ήδη, όπως είχαν πρόσφατα αναφέρει τα «Ρ.Ν.», έχει συσταθεί με πρωτοβουλία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης επταμελής ομάδα εργασίας, η οποία καλείται να συγκεντρώσει τα στοιχεία και το πόρισμα της για τα έκτακτα καιρικά φαινόμενα που έπληξαν το νησί, ώστε να κατατεθεί στη συνέχεια αίτημα για αποζημίωση των παραγωγών από την ευρωπαϊκή επιτροπή.
Η κακή ελαιοκομική περίοδος και οι επιπτώσεις της στην τοπική οικονομία απασχόλησε και την τελευταία συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του Επιμελητηρίου Ρεθύμνου, τα μέλη του οποίου ζητούν τη λήψη μέτρων για τη στήριξη των ελαιοπαραγωγών.
Το επιμελητήριο χαρακτηρίζει απαραίτητο και αναγκαίο την παροχή διευκολύνσεων προς ελαιουργούς, εμπόρους και μεταποιητές, την εξεύρεση τρόπου διάθεσης των αδιάθετων ποσοτήτων ελαιόλαδου χαμηλής ποιότητας και αποζημίωσης των παραγωγών.
Όσον αφορά στις μεσομακροπρόθεσμες επιπτώσεις, επισημαίνει την ανάγκη επανασχεδιασμού και επικαιροποίησης του προγράμματος δακοκτονίας στα νέα δεδομένα της κλιματικής αλλαγής, με στόχο τόσο την προστασία του brand name του κρητικού ελαιολάδου και την αύξηση του μεριδίου του στην εσωτερική και εξωτερική αγορά, όσο και την επιβίωση της βιολογικής καλλιέργειας του προϊόντος, η οποία δεν μπορεί να αναπτυχθεί ούτε σε περιβάλλον γεμάτο δακοπληθυσμούς, ούτε σε περιβάλλον δηλητηριασμένο από φυτοφάρμακα.
Συγχρόνως, τονίζει ότι οι παραγωγοί ελαιόκαρπου θα πρέπει να ευαισθητοποιηθούν και να επιμορφωθούν για την καταπολέμηση του δάκου, χωρίς την ταυτόχρονη καταστροφή του προϊόντος από τα χημικά, με την ορθή εφαρμογή των δολωματικών ψεκασμών.
Στόχος όλων, όπως αναφέρει το επιμελητήριο, θα πρέπει να είναι η κήρυξη της Κρήτης ως οικολογικό νησί και η αναγνώριση στις διεθνείς αγορές του κρητικού ελαιολάδου, του «υγρού χρυσαφιού της ελιάς». Αξίζει να σημειωθεί ότι για την επόμενη ελαιοκομική περίοδο το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης προχώρησε σε αύξηση του προϋπολογισμού για τη δακοκτονία στο νησί κατά 2 εκ. ευρώ.