«Εσένα Καπετάν Σκουντρή, πώς να σου τραγουδήσω,
τη λιονταρίσια σου ψυχή να την ευχαριστήσω;»
Μεγάλη η συμμετοχή των Κρητικών και ιδιαίτερα των Σφακιανών στον Μακεδονικό Αγώνα. Παραπάνω από το μισό στρατό, περίπου 3.000 άντρες, ήταν από την Κρήτη. Από αυτούς σκοτώθηκαν περίπου οι 1.000.Από τις ομάδες τους αναδείχτηκαν πολλοί Ρεθεμνιώτες Μακεδονομάχοι, που οι περισσότεροι είναι άγνωστοι στους νεότερους.
Όπως για παράδειγμα ο Εμμανουήλ Σκουντρής, ταγματάρχης, που είχε οργανώσει και δικό του σώμα.
Γεννήθηκε στο Άδελε, τη γενέτειρα του πυρπολητή Αρκαδίου Κωστή Γιαμπουδάκη πιθανότατα το 1870 (Η ακριβής χρονολογία ερευνάται). Σύμφωνα με κάποιες πηγές καταγόταν από την οικογένεια των Σκουντριδάκηδων. Από μικρός έδειχνε υψηλό πατριωτικό αίσθημα να τον διακατέχει.
Ο ιστορικός Παναγιώτης Παρασκευάς σε μια πληρέστατη στοιχείων μελέτη του στο περιοδικό «Εν Χανίοις» τον περιγράφει, ως ένα απλό χωρικό ζυμωμένο στη σκληρή βιοπάλη.
Βρίσκουμε τον Εμμ. Σκουντρή, να πολεμά γενναία κατά την επανάσταση του 1896-1897. Πήρε επίσης μέρος ως οπλαρχηγός στις επιχειρήσεις της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ήταν κι αυτός ένας από τους φλογερούς εθελοντές.
Σύμφωνα πάντα με τον ιστορικό Παναγιώτη Παρασκευά, που βασίζεται σε μια αξιόπιστη μαρτυρία, ο Σκουντρής μετά την εμπλοκή του σε υπόθεση βεντέτας, αναγκάστηκε να καταφύγει στη Μακεδονία, όπου και πολέμησε.
Διαβάζουμε σχετικά με τη δράση του ήρωα σε άλλες πηγές και συγκεκριμένα στα σχετικά κεφάλαια του Μακεδονικού Αγώνα.
Πρώτη φορά ανέβηκε στη Μακεδονία, ως μέλος του νέου (14μελούς) σώματος του Καούδη στις 18 Αυγούστου 1904. Το σώμα αυτό σκοπό είχε την ανύψωση του ηθικού των καταπιεσμένων Ελλήνων, την εύρεση πληροφοριών για τις κινήσεις των Βούλγαρων κομιτατζήδων, καθώς επίσης και την εξόντωση των αρχηγών των κομιτατζήδων και των οργάνων προπαγάνδας τους. Το σώμα αυτό ήταν τόσο επιτυχημένο, που συγκέντρωσε το σύνολο των Βουλγάρων τσετών της περιοχής Κορεστίων εναντίον τους, με επικεφαλής τους Κορσάκωφ και Μήτρο Βλάχο. Την 21η Σεπτεμβρίου 1904 ενώ οι κομιτατζήδες βρίσκονταν εντός του χωριού Όστιμα (Τρίγωνο), το σώμα του Καούδη αν και μειονεκτούσε σημαντικά, επιτέθηκε εναντίον τους. Κατά τη συμπλοκή αυτή τραυματίστηκαν δύο Έλληνες αντάρτες (ο Σκουντρής και άλλος ένας), οι Βούλγαροι όμως είχαν μεγάλες απώλειες με αποκορύφωμα την εξόντωση του υπαρχηγού του Κορσάκωφ, Χρίστου Γκουσώφ. Τη συμπλοκή διέκοψε η επέμβαση του Τούρκικου στρατού.
Αυτός που διακρίθηκε ιδιαίτερα σε αυτή τη μάχη ήταν ο Σκουντρής, ο οποίος μαζί με τον Ντίνα και τον Σιούλη είχαν μπει μέσα στο χωριό και μάχονταν εναντίον των κομιτατζήδων. Γράφει ο Καούδης: «…τα πυρά εξαφνικά έπαυσαν. Όμως ακούονταν συνεχείς πυροβολισμοί μέσα στο χωριό Όστιμα. Αυτό μας έκανε εντύπωσι. Ο Σκουντρής άφοβος σαν λιοντάρι, ο Ντίνας και ο Σταύρος Σιούλης. Τότε καταλάβαμε ότι αυτοί οι τρεις είχαν κλεισθή μέσα στο χωριό και αμύνονταν κατά των κομιτατζήδων … Σκοτώνονταν αλύπητα οι Βούλγαροι, οι οποίοι δεν μπορούσαν να φαντασθούν, ότι μια φούχτα ανδρών θα έκαναν την παραφροσύνη να προσβάλουν ένα χωριό όπου ευρίσκοντο διακόσιοι περίπου κομιτατζήδες και ωπλισμένοι χωρικοί.»
Ελευθερωτής της Φλώρινας
Μετά τον τραυματισμό του στη μάχη του Τριγώνου Φλώρινας (Όστιμα), ο Σκουντρής μεταφέρθηκε στο Πισοδέρι. Επειδή όμως ήταν σοβαρά τραυματισμένος τον έστειλαν στην Αθήνα, όπου και θεραπεύτηκε. Επέστρεψε το 1905 στο μέτωπο με δικό του σώμα και ανέπτυξε δράση στη Δυτική Μακεδονία έως το 1908. Στη διάρκεια της δράσης αυτής ο Σκουντρής τραυματίστηκε ξανά, κοντά στη Κολισάνη. Τον Ιούλιο του 1908 εισήλθε στη Φλώρινα ως ελευθερωτής της.
Έφτασε κάποια στιγμή και το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα. Κάποιοι Μακεδονομάχοι γύρισαν στα σπίτια τους, αλλά ορισμένοι έμειναν στην Αθήνα.
Ανάμεσά τους και ο Ιωάννης Πούλακας που καταγόταν από το Θέρισσο των Χανίων. Ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς αγωνιστές. Έφθασε στη Μακεδονία τον Οκτώβριο του 1904 για να ενισχύσει τον Παύλο Μελά. Δολοφονήθηκε σε μια χαρτοπαικτική λέσχη στις 25 Οκτωβρίου του 1908, γεγονός που αναστάτωσε την Αθήνα της εποχής.
Ο θάνατός του προκάλεσε την οργή των συμπολεμιστών του όταν το έμαθαν. Πολλοί αρχηγοί όπως Γαλλιανός, Γύπαρης, Δοξογιάννης, Καούδης, Κλειδής, Κουκουράκης, Μακρής, Παπαμαλέκος, ανάμεσά τους και ο Σκουντρής, κινήθηκαν να εκδικηθούν τον θάνατο του. Τα πράγματα ηρέμησαν μετά την παρέμβαση του Ελ. Βενιζέλου.
Να σημειώσουμε με την ευκαιρία ότι την προτομή του Πούλακα στην Αθήνα φιλοτέχνησε ο σπουδαίος Ρεθεμνιώτης γλύπτης Γιάννης Κανακάκης.
Αυτός σε γενικές γραμμές ήταν ο καπετάν Σκουντρής που έμεινε ως το τέλος της ζωής του ένας περήφανος άνθρωπος. Από πλευράς διακρίσεων μόλις το 1936 με τον Α.Ν. 76/1936 αναγνωρίστηκε η δράση του από την Ελληνική Πολιτεία ως Αρχηγού Σώματος.
Επίσης τιμήθηκε με προτομή στη Φλώρινα για τη δράση του ενάντια σε Τούρκους και Βούλγαρους.
Έζησε στην Αθήνα, όπου και παντρεύτηκε. Απέκτησε 11 παιδιά. Ως χρονολογία θανάτου αλλού αναφέρεται το 1940 και αλλού το 1959. Μένει στους ιστορικούς ερευνητές να δώσουν την οριστική χρονολογία.
Το πόσο σημαντικός ήταν το εκφράζουν και οι παρακάτω στίχοι από τη λαϊκή μούσα:
«Εσένα Καπετάν Σκουντρή, πώς να σου τραγουδήσω,
την λιονταρίσια σου ψυχή να την ευχαριστήσω;
Στην τρικυμία εχαιρουσου, αυτή ‘ναι η αλήθεια,
γιατί είχες την παλληκαριά εις τα ανδρικά σου στήθεια.
Λάμπει η αλήθεια, θα την ‘πω, ήσουνε πολεμάρχος,
και εκεί όπου πολέμησες, εστέκουσουν σαν βράχος.
Σ’ όσες συρράξεις σ’ είδα εγώ, με Τούρκους και Βουλγάρους,
δεν εφοβήθηκες ποτέ ξεσπαθωμένους χάρους.
Οι φίλοι σου και οι συγγενείς σ’ έχαν κρυφό καμάρι
και την ευχή του ανδρισμού, αδέλφι μου, έχεις πάρει».
Ο καπετάν Σκουντρής αναφέρεται και σε ένα άλλο τραγούδι, το γνωστό που υμνεί και άλλους Μακεδονομάχους
«…Ελάτε σεις ηρωικοί τση Κρήτης πολεμάρχοι,
τσ’ Ηπείρου οι σταυραετοί και Μακεδονομάχοι,
Ρούβα και Βάρδα και Κλειδή και Θύμιε Καούδη,
Κατσίγαρη και Πούλακα, Σκουντρή και Νικολούδη
και Καραβίτη και Μακρή, Σκαλίδη, Μαυρογένη,
Μπολάνη και Καλογερή, Γαλάνη, Σεϊμένη…
ψυχές μεγάλες με τιμή σ’ αγώνες, αγιασμένες
τση Μάνας Κρήτης οι γενιές οι χιλιοδοξασμένες…»
Από τα ένδοξα παλικάρια του καπετάν Σκουντρή
Από τα παλικάρια του καπετάν Σκουντρή ήταν και ο Ευάγγελος Χριστοδουλάκης (Σπουργίτης).
Γεννήθηκε το 1884 στα Ρούστικα Ρεθύμνης από γονείς αγρότες.
Αυτός όταν μεγάλωσε ασχολήθηκε με την ξυλουργική.
Το 1905-1906, κατατάχτηκε ως εθελοντής στο σώμα του Εμμανουήλ Σκουντρή. Πολέμησε στη Νάουσα, εναντίον των Τούρκων. Από ατυχία σε μια αποστολή του ενώ μετέφερε φαινικό οξύ, έσπασε στο δρόμο η φιάλη που το περιείχε με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά στο μηρό. Κανένας τραυματισμός όμως δεν ανέκοψε την πορεία του.
Πήρε μέρος ως οπλαρχηγός στη μάχη των Ιωαννίνων και σε πολλές άλλες του πολέμου 1912-1913.
Για τις ηρωικές του πράξεις του απονεμήθηκε το αναμνηστικό μετάλλιο από το υπουργείο Στρατιωτικών στις 25 Μαρτίου 1914.
Έδωσε 14 χρόνια από τη ζωή του στο μέτωπο συμμετέχοντας σε απελευθερωτικούς αγώνες.
Στα 1914 αποφάσισε να κάνει οικογένεια. Παντρεύτηκε από το χωριό του τα Ρούστικα την Ευαγγελία Πετράκη και απέκτησαν 18 παιδιά, από τα οποία έζησαν έξι κορίτσια και πέντε αγόρια.
Ευάγγελος Φραγκιαδάκης : Ο θρυλικός καπετάν Γαλλιανός
Ήταν Σάββατο 27 Οκτωβρίου 1951 όταν μια είδηση προκάλεσε ρίγη συγκίνησης στην τοπική κοινωνία.
Είχε πάρει το δρόμο για το αιώνιο ταξίδι ένας ακόμα θρύλος του Μακεδονικού Αγώνα. Ο καπετάν Ευάγγελος Φραγκιαδάκης, ο φημισμένος «Γαλλιανός».
Γεννήθηκε στο Ατσιπόπουλο στις 10 Μαρτίου 1869, αλλά ανατράφηκε στου Γάλλου εξ ου και το προσωνύμιο «Καπετάν Γαλλιανός».
Στην επανάσταση του 1889, εικοσάχρονος τότε, εντάχθηκε στην ομάδα του χωριού του, υπό τας διαταγάς του Γ. Βόλακα. Ήταν μια πολύτιμη εμπειρία, αφού του επέτρεψε να αξιολογήσει τις δυνάμεις του και να καταλάβει ότι η συμμετοχή σε κάθε ξεσηκωμό δεν ήταν ηθική υποχρέωση, αλλά ανάγκη ψυχής για κάθε Κρητικό.
Ο καπετάν Γαλλιανός ήταν από τους ανθρώπους που έβαζε την τιμή πάνω από όλα. Για την αξιοπρέπεια του ιδίου και της οικογενείας του δεν υπολόγιζε καμιά συνέπεια. Το 1890 σκότωσε σε οικογενειακή βεντέτα ένα Τούρκο συγχωριανό του τον Αλή Μουσαδάκη. Αμέσως φρόντισε να εξαφανιστεί καταφεύγοντας στην ελεύθερη Ελλάδα. Κι ήταν καιρός γιατί δικάστηκε ερήμην και καταδικάστηκε τρις εις θάνατον.
Εκεί στην ελεύθερη Ελλάδα που βρισκόταν μάθαινε για τις ωμότητες των Τούρκων κατά των χριστιανών στο νησί του. Έβραζε το αίμα του από την οργή. Κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο. Αποφάσισε να γυρίσει και να αγωνιστεί για να σταματήσει ο εφιάλτης των Χριστιανών.
Όπως το περίμενε δεν άργησε να πέσει στα χέρια των Τούρκων. Έμεινε στις φυλακές από το 1892 μέχρι το 1896. Κατάφερε όμως να δράσει κατά την τελευταία επαναστατική περίοδο μέχρι και το 1897.
Λίγο αργότερα ο καπετάν Γαλλιανός βρίσκεται σε άλλο αγωνιστικό μετερίζι.Επαναστάτησε και αυτός στην ιδέα ότι η Μακεδονία θα γινόταν τμήμα της Βουλγαρίας, κάτι που επιδίωκαν οι Βούλγαροι προκαλώντας μεγάλα δεινά στον άμαχο πληθυσμό που προτιμούσε τον θάνατο, μαρτυρικό τις περισσότερες φορές, από το να προδώσει τη γη του.
Όταν ένεκα της αντίδρασης των ελληνικών πληθυσμών απέτυχαν του σκοπού τους, σκηνοθέτησαν τη επανάσταση, δήθεν, όλων των χριστιανικών πληθυσμών, την επανάσταση που οι Βούλγαροι αποκαλούσαν Ιλί Ντεν, επανάσταση την ημέρα του Προφήτου Ηλιού και δήθεν αμυνόμενοι άρχισαν να μεθοδεύουν τον αφανισμό κληρικών, διανοουμένων, εμπόρων και γενικά κάθε επιφανούς Έλληνα. Η διετία 1900-1902 σημαδεύτηκε με πολλά τραγικά γεγονότα.
Οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση αλλά με μεγάλο κόπο έπεισαν την Ελληνική Κυβέρνηση να βοηθήσει, διαθέτοντας χρήματα και όπλα για την οργάνωση ένοπλων τμημάτων. Όλοι οι αριστούχοι της Σχολής Ευελπίδων τέθηκαν επικεφαλής των σωμάτων αυτών και κατά το 1904, πρώτος ο Παύλος Μελάς έμπαινε στη Μακεδονία επικεφαλής 80 εκλεκτών πολεμιστών από Μακεδονία, Λακωνία και Κρήτη.
Το Μελά ακολούθησαν και άλλοι γενναίοι όπως τα Σώματα των Βάρδα, Ρούβα, Ρήγα, Φαληρέα κ.ά.
Από το Ρέθυμνο ήταν ο καπετάν Κλειδής, ο Παύλος Γύπαρης, ο Σκουντής, ο Βαγγέλης Αγγελάκης, ο Μανόλης Γύπαρης, ο Θεόδωρος Βόλακας, ο Σαριδάκης, οι αδελφοί Χατζηδάκηδες, ο Ευάγγελος Βαλασάκης, ο Μανόλης Σαράφης και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείψει ο καπετάν Γαλλιανός.
Αυτός βρέθηκε το 1904 με δικό του σώμα στο Μοναστήρι αποτελούμενο από 84 άνδρες.
Η δράση του μνημονεύεται από πολλούς ιστορικούς αλλά έμεινε στην ιστορία για την παρακάτω γενναία πράξη του.
Μια ριψοκίνδυνη επιχείρηση
Ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα από την αρχή.
Με υπόδειξη του σπουδαίου Ιεράρχη Γερμανού Καραβαγγέλη, που ήταν η «ψυχή» του αγώνα, έπρεπε να εξοντωθεί ο επικίνδυνος αρχικομιτατζής Κωνστάντοφ, από τον οποίο δεινοπαθούσαν οι Καστανοχωρίτες. Πράγματι, ο καπετάν Βάρδας και οι άνδρες του στις 2-12-1904 έφτασαν στο Βιντελούστι, όπου μετά από δυο μέρες έλαβε γράμμα από τον εφημέριο Λιμπισόβου παπα-Στέργιο Κυράδη, σταλμένο με τον συγχωριανό του Αθανάσιο Μπορόζη, με το οποίο τον πληροφορούσε ότι ο Κωστάντοφ βρίσκεται στο χωριό του και τον παρακαλούσε να σπεύσει με τα παλληκάρια του να τον εξοντώσει.
Αμέσως ο Βάρδας ανέθεσε τη σοβαρή όσο και επικίνδυνη αυτή επιχείρηση σε μια ομάδα επίλεκτων ανδρών του με επικεφαλής τους Γ. Δικώνυμο-Μακρή και τον Ευάγγελο Φραγκιαδάκη ή Γαλλιανό, οι οποίοι, αφού έλαβαν τις αναγκαίες οδηγίες έχοντας μαζί τους τον Αθανάσιο Μπορόζη, μετέβηκαν με κάθε μυστικότητα και προφύλαξη στο Λιμπίσοβο, περικυκλώνοντας το σπίτι στο οποίο βρισκόταν ο Κωστάντοφ και τον κάλεσαν να παραδοθεί.
Εκείνος όμως και οι συνοδοί του απάντησαν με πυκνά πυρά, από τα οποία τραυματίστηκε στην παλάμη του αριστερού χεριού του ο καπετάν Ευάγγελος Γαλλιανός. Έξαλλοι οι άνδρες του καπετάν Βάρδα για τον τραυματισμό του γενναίου συναγωνιστή τους, έβαλαν φωτιά στο σπίτι, το οποίο σε λίγα λεπτά έγινε παρανάλωμα του πυρός.
Ο Κωστάντοφ για να σωθεί κατέφυγε τελικά στην κρυψώνα που είχε κατασκευάσει κάτω από το τζάκι της κουζίνας.
Και εκεί όμως δεν κατόρθωσε να σωθεί.
Τον βρήκαν μετά από μερικές μέρες τυμπανιαίο.
Είχε πεθάνει από ασφυξία.
Κατά τα μεσάνυχτα (της 4η προς 5η Δεκεμβρίου) οι άνδρες του καπετάν Βάρδα περιχαρείς επέστρεψαν στο Βιντελούστι. Είχαν σημειώσει την πρώτη μεγάλη επιτυχία.
Οι Βούλγαροι, μένεα πνέοντες κατά των Λιμπισοβιτών, που είχαν διευκολύνει αφάνταστα τους άνδρες του καπετάν Βάρδα στην τολμηρή, όσο και επικίνδυνη, εκείνη νυχτερινή επιχείρηση, μετά από λίγο καιρό κατακρεούργησαν τον Αθανάσιο Μπορόζη και τον συγγενή του Γ. Φωτιάδη.
Και επειδή δεν κατόρθωσαν να ανακαλύψουν τον παπα-Στέργιο Κυράδη που είχε στείλει το γράμμα στον Βάρδα, πυρπόλησαν την πλησιόχωρη Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Ζηκοβίστης, που πολλές φορές χρησίμευσε ως καταφύγιο και ορμητήριο ανταρτικών σωμάτων.
Τη βέβηλη και αποτρόπαια αυτή πράξη κατήγγειλε αμέσως με αναφορά του ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.
Οι περιπέτειες του καπετάν Γαλλιανού συνεχίστηκαν, καθώς και οι ταλαιπωρίες. Συνελήφθη από Τούρκους αιχμάλωτος και κλείστηκε στις φυλακές Μοναστηρίου από όπου απολύθηκε μετά από τρία χρόνια το 1908, με τη νεοτουρκική επανάσταση.
Γενικά η δράση του δεν μπορεί να συνοψιστεί γιατί μέχρι και το 1912 ξεπέρασε τον εαυτό του σε ανδρεία έχοντας γίνει πρότυπο φιλοπατρίας.
Κι ήρθε ο καιρός να ξεκουραστεί ο καπετάν Γαλλιανός, καθώς δεν χρειάζονταν πια οι υπηρεσίες του. Είχε κάνει και με το παραπάνω το χρέος του στην πατρίδα του.
Στα χρόνια της ειρήνης υπήρξε ένας άριστος οικογενειάρχης, ένας άξιος άνθρωπος για την κοινωνία που ζούσε.
Από τότε που κρέμασε τα όπλα του δεν επέτρεψε στον εαυτό του ούτε μια προσωπική αναφορά στα χρόνια που μεγαλούργησε πολεμώντας τον εχθρό.
Χωρίς να το επιδιώξει μάλιστα το 1936 αναγνωρίστηκε και ως οπλαρχηγός Α’ τάξης για την όλη προσφορά του.
Στα τελευταία του πέρασε μια μεγάλη δοκιμασία με την υγεία του που αντιμετώπιζε με μεγάλη αξιοπρέπεια.
Ήταν κοντά του για να του απαλύνουν τη δοκιμασία στο κρεβάτι του πόνου οι καλύτεροι γιατροί της πόλης (Ηλίας Μοσχάκης, Εμμ. Λίτινας, Ανδρέας Σφηνιάς και Γεώργιος Τσουδερός).
Πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 1951 και κηδεύτηκε την επομένη.
Στην κηδεία του, που έγινε με τη επισημότητα που του άξιζε παρέστη ο νομάρχης Χατζηγάκις, οι διοικητές των μονάδων Μοιρών Πυροβολικού, Σχολείου Χωροφυλακής και Διοίκησης Χωροφυλακής.
Στεφάνια στη σορό του κατέθεσαν ο δήμος Ρεθύμνου, η κοινότητα Γάλλου και ο σύλλογος αποστράτων αξιωματικών.
Και τον αποχαιρέτησε με το γνωστό του δωρικό τρόπο ο συνταγματάρχης ε.α. Χριστόφορος Σταυρουλάκης.
Αυτός ήταν ο καπετάν Ευάγγελος Φραγκιαδάκης ή Γαλλιανό,ς που με τη γενναιότητά του κατέλαβε επάξια μια θέση στο πάνθεον των ηρώων που έκαναν περήφανο το Ρέθυμνο.
Πηγές:
Παναγιώτη Παρασκευά : Εμμ. Σκουντρής ο Αδελιανός Μακεδονομάχος (περιοδικό Εν Χανίοις).
Ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1908).
Κρήτες Μακεδονομάχοι (14 από 20).
Οπλαρχηγός Εμμανουήλ Σκουντρής εκ Άδελε Ρεθύμνου.
Παγκρήτιο Δίκτυο Δυνάμεων Αντίστασης και Αλληλοβοήθειας
Γιώργη Εκκεκάκη: Ρεθεμνιώτες (τόμος Β).
Κρήτη Αφιέρωμα.
Κρητική Επιθεώρηση: Πένθη Ευάγγελος Φραγκιαδάκης Καπετάν Γαλλιανός.
Γιάννη Δαλέντζα: Καπετάν Βαγγέλης Γαλλιανός (Οι αληθινοί που φεύγουν).
Αλέξανδρου Μπαϊκάμη, επίτιμου καθηγητή Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης: Φυλλάδιο γιορτής προς τιμήν των Μακεδονομάχων.
Εύας Λαδιά: Ευάγγελος Φραγκιαδάκης Ο θρυλικός καπετάν Γαλλιανός.