Η συστηματική ανασκαφή στην ευρύτερη περιοχή των Αρμένων τα τελευταία 30 χρόνια έχει φέρει στο φως σημαντικά ευρήματα όχι μόνο για τον νομό Ρεθύμνου αλλά για ολόκληρη την Κρήτη, αφού είναι η μοναδική περίπτωση όπου εντοπίστηκε ένα ολόκληρο νεκροταφείο που χρονολογείται στην υστερομιωνική περίοδο δηλαδή από το 1400-1200 π.Χ. Στο υστερομινωικό νεκροταφείο έχουν εντοπιστεί συνολικά 232 τάφοι ενώ οι αρχαιολόγοι έχουν σχηματίσει μια πλήρη εικόνα για τα χαρακτηριστικά του χώρου. Παράλληλα, όμως έχει προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα το οποίο αφορά στη δεύτερη φάση της αρχαιολογικής έρευνας για εντοπισμό του οικισμού-πόλης. Η έρευνα η οποία επίσης ξεκίνησε αρχικά το 1995 με την παραδοσιακή μέθοδο και στη συνέχεια αυτή ενισχύθηκε με την ηλεκτρομαγνητική, βάσει των στοιχείων που έχουν συλλέξει μέχρι στιγμής οι επιστήμονες δείχνουν ότι ο Κάστελλος φαίνεται να είναι η πόλη αυτή και μάλιστα μινωική που αποτελούσε εμπορικό κόμβο για τη μεταφορά υλικών στην Κνωσό.
Στο πλαίσιο του επιστημονικού συνεδρίου για το αρχαιολογικό έργο της Κρήτης που πραγματοποιήθηκε στο Ρέθυμνο οι αρχαιολόγοι Γιάννης Τζεδάκις και Βίκυ Κολυβάκη παρουσίασαν τα νεώτερα δεδομένα της ανασκαφικής έρευνας.
Ο υπεύθυνος της ανασκαφής Γιάννης Τζεδάκις σε σχετικές δηλώσεις του στους δημοσιογράφους σε ότι αφορά την ταυτότητα της πόλης υποστηρίζει πως αν και φαίνεται να καταλήγουν στον Κάστελλο, εν τούτοις ανέφερε ότι χρειάζεται ακόμα να γίνει περαιτέρω έρευνα η οποία ωστόσο «σκοντάφτει» στην αγορά ιδιοκτησιών αφού δεν υπάρχουν χρήματα από το κεντρικό κράτος.
Ειδικότερα ανέφερε: «Για την πόλη άρχισε η επιφανειακή έρευνα από το 1995, παραδοσιακή -που σημαίνει περπατάω, βλέπω, αξιολογώ. Αυτό είναι το παλιό μοντέλο. Το καινούριο μοντέλο είναι η ηλεκτρομαγνητική. Έγινε και αυτό και εντοπίστηκε τελικά ότι η πόλη είναι στον Κάστελλο και έχουμε κάνει δυο δοκιμαστικές έρευνες. Μια εκτός του πολεοδομικού ιστού του σημερινού του χωριού και φαίνεται ότι εκεί ήταν η σειρά των αγροικιών. Έχουμε σκάψει σχεδόν μια αγροικία και μετά στον πολεοδομικό ιστό του σημερινού χωριού που πιθανότατα ήταν και ο ιστός της πόλης τη μινωικής με ένα ερωτηματικό αυτό. Έχουμε σκάψει τμήμα ενός σπιτιού. Άρα έχουμε την πόλη στο λοφάκι, το νεκροταφείο σε απόσταση 500 μέτρων» και πρόσθεσε ότι με βάση τις πινακίδες της Κνωσού όπου αναφέρονται δυο πόλεις στο Ρέθυμνο εκ των οποίων μια στο Χαμαλεύρι και η άλλη στους Αρμένους-Κάστελλο φαίνεται πως η δεύτερη είναι και η μεγαλύτερη: «Οι πινακίδες Κνωσού που είναι του 1.300 περίπου αναφέρουν πόλεις στην περιοχή του Ρεθύμνου και οι δύο από αυτές είναι στον βόρειο άξονα, δηλαδή βλέπουν θάλασσα. Από τους Αρμένους δεν ξέρω αν φαίνεται η θάλασσα αλλά στον Κάστελλο φαίνεται η θάλασσα από ψηλά. Η άλλη πόλη είναι το Χαμαλεύρι. Οι πινακίδες τους δίδουν ονόματα. Λέμε εμείς ότι πρέπει να είναι οι Αρμένοι η μεγαλύτερη πόλη σε έκταση, διότι στους Αρμένους έχουμε βρει αγγεία με γραμμική β, έχουμε παραγωγή τέτοιων αγγείων τα οποία έχουν βρεθεί στην Κνωσό και την Πελοπόννησο, δηλαδή διακινούν κρασί μάλλον αυτά και όχι λάδι. Από αυτούς λοιπόν, τους μεγάλους αμφορείς έχουμε έναν από Ελευσίνα που λέει το όνομα της πόλης. Μέχρι τελευταία ήταν το Χαμαλεύρι όπου όμως δεν έχει δώσει γραμμική β’ που σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν ξέρανε να γράφουνε, ενώ στους Αρμένους ξέρανε. Είναι πολύ σημαντικό γιατί οι γραφείς καταγράφανε τα αντικείμενα -ήταν λίγοι οι γραφείς-καταγραφόταν όλα που πήγαιναν στον ανάκτορο. Η πόλη που εμείς λέμε λέγεται «Da 22 ΤΟ», τρία συλλαβογράμματα. Η άλλη είναι «ΚΟΥΤΑΤΟ». Εμείς λέμε λοιπόν ότι αυτή η πόλη είναι η «Da 22 ΤΟ» η οποία παράγει γραφή και εξάγει τα προϊόντα. Για να έχουμε όμως νεώτερα στην ανασκαφική έρευνα πρέπει να αγοραστούν τα οικόπεδα βάσει του νέου αρχαιολογικού νόμου και δεν υπάρχουν σήμερα χρήματα» είπε.
Η μινωική πόλις και η Νεκρόπολις
Ο αρχαιολόγοι Γιάννης Τζεδάκις και Βίκη Κολυβάκη στη διάρκεια της εισήγησης τους με θέμα «η μινωική πόλις και η Νεκροπολις» αναφέρθηκαν στα ευρήματα των ανασκαφών τονίζοντας μεταξύ άλλων:
«Η περιοχή των Αρμένων είναι γνωστή για την εξαιρετική σε μέγεθος και ευρήματα Νεκρόπολη. Η ανάγκη εύρεσης του χώρου κατοίκησης των μινωιτών μας οδήγησε σε έρευνες σε πολλά επίπεδα. Ήδη από το 1995 είχε ξεκινήσει συστηματική επιφανειακή έρευνα γύρω από τη Νεκρόπολη και κάλυψε έκταση από το Αμπελάκι έως το Γαλλιανό φαράγγι και από τους πρόποδες του όρους Βρύσινα έως το Βαλσαμόνερο στους άξονες βορρά-νότου και ανατολής-δύσης αντίστοιχα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν πολλά: ελάχιστα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της μινωικής περιόδου εντοπίστηκαν εξαίροντας την ΥΜΙ θέση Σκλαβογιανός και περισσότερα ευρήματα της Ρωμαϊκής-θέση Συκολάκκοι- Ενετικής και Οθωμανικής περιόδου με διάσπαρτη κεραμεική στην ευρύτερη περιοχή.
Από το 2001 είχε ξεκινήσει ερευνητικό πρόγραμμα γεωσκοπήσεων-Geoscanning- με χρηματοδότηση από το INSTAP και των αντιστοίχων πανεπιστημίων και του H. Martlew Archaeological Foundation που στόχο είχε ακριβώς της εύρεση της μινωικής πόλης. Το πρόγραμμα διήρκησε έως το 2010 και οι συνθήκες δεν ήταν πάντα εύκολες λαμβάνοντας υπ’ όψιν αρνητικούς παράγοντες όπως η υγρασία και το βραχώδες υπέδαφος. Από το 2001-2006 η έρευνα για την εύρεση της πόλης κινήθηκε σε δύο πόλους με την επιφανειακή έρευνα να λαμβάνει ταυτόχρονα και στοιχεία του προγράμματος. Έτσι, μινωική κεραμική, κυρίως από χρηστικά αγγεία, συλλέχθηκε νότιο-δυτικά της Νεκρόπολης καλύπτοντας την ευρύτερη περιοχή του οικισμού Κάστελλος έως τον ναό του Αγίου Φανουρίου».
Η ανασκαφή στον Κάστελο
Σε ότι αφορά την ανασκαφή στην περιοχή του Καστέλου όπως είπαν ξεκίνησε το 2007, στη θέση «Λέσκα», νοτιοδυτικά της Νεκρόπολης, όπου ανασκάφτηκε τετράγωνο δωμάτιο διαστ.4*4 μ του οποίου οι τοίχοι ήταν εμφανείς.
Ειδικότερα, όπως ανέφεραν οι αρχαιολόγοι: «Το δάπεδο και τμήμα των τοίχων εσωτερικά καλυπτόταν με κονίαμα και συλλέχθηκε κεραμική νεωτέρων χρόνων.
Νοτιοδυτικά του γεωτεμαχίου αγροτικός δρόμος που έχει διανοιχθεί παρουσιάζει πληθώρα μινωικών οστράκων στην παρειά του και δοκιμαστική τομή που ακολούθησε απέδωσε μεγάλη ποσότητα ΥΜ κεραμικής.
Ταυτόχρονα στη γύρω περιοχή κάποιες από τις αποκατεστημένες παραδοσιακές κατοικίες χρησιμοποιούν οικοδομικό υλικό της μινωικής περιόδου στο κατώτερο σημείο τους. Αυτό είναι έκδηλο και στο μονοπάτι που συνδέει τις προαναφερθείσες τομές με σύγχρονο οικισμό.
Η ανασκαφή στον Κάστελο επικεντρώθηκε σε δύο θέσεις: στη θέση «Αρμιά» ιδιοκτησίας Ζανιδάκη και στη θέση «Μελισσόκηπος» ιδιοκτησίας Bedford και διήρκησε από το 2007-2011.
Νότια του σύγχρονου οικισμού και στη θέση «Αρμιά» ανασκάφτηκε μινωική αγροικία σε μία στάθμη, αποτελούμενη από τρία σωζόμενα δωμάτια: ένα επιμήκη διάδρομο σε προσανατολισμό ανατολής-δύσης, ένα δωμάτιο με πληθώρα κεραμικής και τμήμα χαλικόστρωτου δαπέδου που εικάζεται ότι είναι ο χώρος της κουζίνας και ένα ανοικτό ή ημιυπαίθριο χώρο με «βυθισμένα πιθάρια» μέσα σε λάκκους και ασβεστολιθικές πλάκες πιθανόν από την οροφή. Οι εξωτερικά σωζόμενοι τοίχοι είναι από ασβεστολιθικούς ογκολίθους. Πλησίον του κτιρίου εντοπίζεται αποθέτης με κεραμική και ένα λίθινο αγγείο.
Από τα ευρήματα η χρήση της αγροικίας έγινε από την ΥΜΙΙΙΑ έως και την ΥΜΙΙΙΒ2 περίοδο. Είναι πιθανόν ότι η πρώτη χρήση του κτιρίου είχε τα αρχιτεκτονικά στοιχεία μιας αγροικίας με όροφο. Στη δεύτερη φάση έγινε μια σειρά αλλαγών και προσαρμογών με καταστροφή τοίχων και κατάργηση του ορόφου. Περισσότερο ολοκληρωμένη εικόνα για το χώρο θα δώσει η περαιτέρω έρευνα στα δυτικά και βόρεια.
Αφορμή για την ανασκαφή στη θέση «Μελισσόκηπος» βόρεια του οικισμού αποτέλεσαν οι μινωικοί δόμοι που αποτελούν τμήμα του νότιου τοίχου του οικοπέδου προς το μονοπάτι που οδηγεί στον ναό του Αγίου Γεωργίου. Αρχικά έγινε μερική αποχωμάτωση του χώρου, αφού είχε μπαζωθεί από υλικά της ανακαίνισης του γειτονικού κτιρίου.
Οι τομές στο ανατολικό άκρο του οικοπέδου εμφάνισαν κτίριο ΥΜΙΙΙ περιόδου- η κεραμική στο ανώτερο στρώμα ήταν ανάμεικτη- κατασκευασμένο από ασβεστόλιθο λευκού και ροζ χρώματος. Πλησίον του βρίσκεται υπαίθριος πιθανόν χώρος με λειασμένο το βράχο με λάκκο. Η παρουσία χρωστικών ουσιών εκεί και η εύρεση λίθινων πελέκεων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ίσως πρόκειται για χώρο εργαστηρίου.
Η τομή στο δυτικό άκρο του οικοπέδου παρουσιάζει μια αλληλουχία οικοδομικών φάσεων. Διακρίνονται μικρά δωμάτια, τμήμα επιμήκους διαδρόμου με σωζόμενο δάπεδο από μικρές πέτρες με προσανατολισμό βορρά-νότου, με τμήμα σκάλας από πλακοειδείς λίθους για τον όροφο και βόρειά τους χώρος, πιθανόν αποθηκευτικός, με χρωστικές ουσίες-pigments και συνδέεται με τον εργαστηριακό χώρο που προαναφέρθηκε.
Από τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα εικάζεται ότι έχουμε δύο οικοδομικές φάσεις την ΥΜΙΙΙΑ περίοδο: στην πρώτη ανήκουν οι κατώτεροι τοίχοι από μικρές πέτρες και τα άωτα κύπελλα που βρέθηκαν μέσα στον διάδρομο, ενώ στη δεύτερη ανήκουν ο διάδρομος και οι τοίχοι με δομικό υλικό μεγάλες πέτρες και ογκολίθους, το κλιμακοστάσιο και τα άωτα κύπελλα κάτω από αυτό.
Η παρουσία τρίτης οικοδομικής φάσης την ΥΜΙΙΙΒ περίοδο ενισχύεται από την εύρεση άλλου δαπέδου στην ανατολική πλευρά της τομής και τοίχου διαφορετικής τεχνοτροπίας.
Η παραπάνω αναφορά στην ανασκαφή της μινωικής πόλης δείχνει από την αρχιτεκτονική και τα ευρήματά της τη σχέση που είχε με τη Νεκρόπολη.
Οι Μινωίτες χρησιμοποιούν το γεωλογικό ασβεστολιθικό υπόβαθρο το οποίο είναι εύκολο στην κατεργασία: από τη λάξευση των τάφων και την κοπή των λίθων είτε αυτοί πρόκειται για πλάκες εισόδου των τάφων ή τα ταφικά σήματά τους είτε η επεξεργασία λίθων για τους τοίχους κατοικιών. Ακόμα και στη θέση «Αρμιά», όπου το γεωλογικό υπόβαθρο είναι φυλλιτικό-χαλαζιακό, αυτοί χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη τον ασβεστόλιθο με συνδετικό υλικό το κοκκινόχωμα του υπεδάφους.
Από τη μελέτη της κεραμικής της πόλης που άρχισε το 2014 είναι προφανές ότι αυτή αποτελεί προϊόν του τοπικού εργαστηρίου με ήδη εντοπισμένες πηγές του πηλού και με περιορισμένη τυπολογία: χρηστική κεραμική που έχει αποκαλυφθεί και στους δρόμους των τάφων.
Έντονη είναι η παρουσία οστράκων του πιο κοινού σχήματος του τοπικού εργαστηρίου, του αλαβαστροειδούς καθώς και άωτων κωνικών κυπέλλων. Αξίζει να σημειωθούν μερικά σφραγίσματα με σύμβολα που παραπέμπουν σε φυτικό διάκοσμο είτε σε γραφή, αλλά χρήζουν περαιτέρω έρευνας στο μέλλον.
Οστά ζώων έχουν περισυλλεγεί σε μεγάλη ποσότητα, ενώ λιγοστά έχουν βρεθεί στη Νεκρόπολη.
Οι χρωστικές ουσίες που βρέθηκαν στη θέση «Μελισσόκηπος» και ο πιθανός εργαστηριακός χώρος επεξεργασίας τους είναι σημαντικός για την πόλη και τη Νεκρόπολη. Χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση της κεραμικής και των λαρνάκων και προέρχονται από ορυκτά οι πηγές των οποίων έχουν βρεθεί πλησίον ή στην ευρύτερη περιοχή. Σημειώνονται οι πηγές του χαλαζία και ασβεστίτη στην περιοχή του Καστέλου, αιματίτη, λεμονίτη, μολύβδου και θειούχων στο Άνω Βαλσαμόνερο τα οποία με την κατάλληλη κατεργασία αποδίδουν χρώματα αναλλοίωτα στην πάροδο των αιώνων.
Σε μία περιοχή όπου τις προηγούμενες χρονικές περιόδους δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής κατοίκηση, ξαφνικά την ΥΜΙΙΙ περίοδο υπάρχει μια μεγάλη εγκατάσταση, αφού υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις στον άξονα βορρά-νότου. Ήδη από τη ΜΜ περίοδο η περιοχή «προστατεύεται» από τα ιερά κορυφής του Βρύσινα του Κάτω Βαλσαμόνερο και των Ατσιπάδων-χωρίς να έχει βρεθεί μέχρι στιγμής ΥΜ κατοίκηση».
Η πόλη αποτελούσε εμπορικό άξονα υλικών βορρά νότου
Η μινωική πόλη στον Κάστελο με τη συνολική προστασία, αλλά και εποπτεία του ευρύτερου χώρου και η μεγαλειώδης Νεκρόπολη σε θέση που επέτρεπαν οι γεωλογικοί παράγοντες ενισχύει τον έλεγχο του οδικού άξονα βορρά-νότου ανέφερε κατά την εισήγηση του ο κ. Τζεδάκις εξηγώντας ότι η διακίνηση αγαθών (αγροτικά, κτηνοτροφικά) και πρώτων υλών από και προς τα επίνεια που βρίσκονται στην ακτογραμμή του Γερανίου-Κουμπέ μέσω της κοιλάδας του Αγίου Βασιλείου προς τον νότο.
«Ο άξονας που συνδέει τον βορρά-νότο μέσω της ΥΜΙΙΙ εγκατάστασης των Αρμένων τη μινωική περίοδο χαρακτηρίζεται από πληθώρα κοιτασμάτων πρώτων υλών: η διαδρομή νότια αποκαλύπτει οφιολίτες (σερπεντίτης, στεατίτης) στο Σπήλι, ίασπη στην Κρύα Βρύση, μαγγάνιο στους Μέλαμπες, χαλκό στους Καλούς Λιμένες. Υλικά που με μικρή απώλεια σε χρόνο και κόπο χρησιμοποιούνται αφενός ως ημιπολύτιμοι λίθοι για τα κτερίσματα των νεκρών και αφετέρου ως όπλα, εργαλεία και κοσμήματα τα οποία σε πληθώρα εμφανίζονται στη Νεκρόπολη.
Τα τοπωνύμια ku-ta-to και da-22-to που εμφανίζονται σε σειρά πινακίδων γραμμικής Β της Κνωσού τοποθετούνται από τους μελετητές στο βόρειο τμήμα του νομού. Η παρουσία γραφής σε ευρήματα τόσο στη Νεκρόπολη όσο και στην Ελευσίνα και η εντατική διακίνηση πρώτων υλών, όπως ήδη σημειώθηκε, που πιστοποιείται και από την ανάγνωση των πινακίδων, μας οδηγεί στην παραδοχή ότι η πόλη αυτή είναι η μινωική da-22-to, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα» κατέληξε στην εισήγηση του.
Ο κ. Τζεδάκις σε δηλώσεις του αιτιολόγησε ότι η πόλη αποτελούσε εμπορικό κόμβο διασύνδεσης του βορρά με τον νότο εξυπηρετώντας τη μεταφορά των υλικών, ορυκτών, αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων αλλά και μαλλιού προς τη μεγάλη μινωική πόλη την Κνωσό». Έχουμε την πόλη στο λοφάκι, το νεκροταφείο σε απόσταση 500μ και η πόλη πήγε εκεί, γιατί οι άνθρωποι ήρθαν εκεί. Γιατί ελάγχανε τον εμπορικό άξονα βορρά-νότου, τη διακίνηση των προϊόντων. Δηλαδή έπρεπε να ελέγχουν για να μπορούν να στέλνουν και τους φόρους -γιατί ένα τμήμα του προϊόντος πήγαινε στον άρχοντα όχι του χωριού αλλά της μεγάλης μινωικής πόλης που ήταν ας πούμε η Κνωσός. Η Κνωσός είχε εκπροσώπους της που μένανε εκεί, ελέγχανε τα εμπορεύματα, παίρνανε το ποσοστό και το στέλνανε. Τα εμπορεύματα ήταν ορυκτά για να γίνονται ημιπολύτιμοι λίθοι για χάντρες, κοσμήματα κ.λπ., χαλκός που έρχεται από τους Καλούς Λιμένες, αγροτικά, κτηνοτροφικά, μαλλί. Ήταν στον άξονα, γιατί σήμερα στον χάρτη φαίνονται οι δυο δρόμοι του Αγ. Βασιλείου και του Αμαρίου. Στο Αμάρι έχουμε πάλι τα ίδια αλλά σε πρωιμότερη φάση. Φαίνεται ότι στην υστερομινωική αλλάζει το δρομολόγιο και έτσι έχουμε εκεί που ήταν το παλιό ΚΤΕΟ μια άλλη εγκατάσταση, που είναι 150 χρόνια πρωιμότερη, η οποία εγκαταλείφθηκε κάποια στιγμή και ήρθαν προς τα πάνω στους Αρμένους» τόνισε ο κ. Τζεδάκις.