Είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα ότι σπουδαίες υποδομές του Ρεθύμνου καταπολεμήθηκαν και ότι πολλές από αυτές ματαιώθηκαν, ενώ άλλες καθυστέρησαν απαράδεκτα και με υψηλό κόστος. Εδώ έχουν θέση δύο παρατηρήσεις:
Η μία είναι ότι το Ρέθυμνο θα ήταν άλλο, πολύ καλύτερο, αν είχε και τις υποδομές που χάθηκαν. Και η ποιότητα ζωής των κατοίκων θα ήταν καλύτερη και η ελκτικότητα της πόλης στον τουρισμό θα ήταν ισχυρότερη. Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι οι πιστώσεις, τα δισεκατομμύρια που χάθηκαν ή κινδύνευσαν να χαθούν από τορπιλισμούς έργων, είναι σχεδόν συγκρίσιμες με αυτές που επενδύθηκαν για την ανάπτυξη του Ρεθύμνου. Αυτός είναι ο τελικός απολογισμός. Και η κατάσταση αυτή δεν διαπιστώνεται μόνο στο Ρέθυμνο, είναι συνηθισμένη σε όλη την Ελλάδα και ασφαλώς αποτελεί ένα από τους σοβαρούς λόγους της μόνιμης κακοδαιμονίας μας. Ο προηγμένος κόσμος προχωρεί μπροστά κι εμείς πάμε με την «όπισθεν».
Ποια είναι λοιπόν τα γενεσιουργά αίτια αυτής της αποτυχημένης διαδρομής; Ας προσπαθήσουμε να τα προσδιορίσουμε αναλυτικότερα.
Επί επταετίας αιτία των απωλειών αυτών ήταν αφ’ ενός η επίμονη προώθηση εκ μέρους του ξένου Νομάρχη και του ξένου Νομομηχανικού ενός λανθασμένου και βλαπτικού σχεδίου (να κατεδαφιστεί το μνημειακό Νομαρχιακό Μέγαρο και να χτιστεί στη θέση του νέο Διοικητήριο) και αφ’ ετέρου η άκαμπτη εμμονή των στρατιωτικών στην τήρηση της διοικητικής ιεραρχίας. Η Νομαρχία είχε τότε απείρως μεγαλύτερη βαρύτητα από τον Δήμο και κατά την αντίληψή τους δεν μπορούσε να παρακαμφθεί.
Είναι προφανές ότι το θέμα κρίθηκε λανθασμένα, με το εξωτερικό κριτήριο της διοικητικής δομής και όχι με το δικό του εσωτερικό κριτήριο, αν είναι θετικό για το κοινωνικό σύνολο, αν συμβάλλει στην ανάπτυξη του Ρεθύμνου ή όχι.
Επί Δημοκρατίας πάλι εφαρμόστηκε η ίδια αυτοκαταστροφική τακτική. Συγκεκριμένα:
Η διάσωση της Παλιάς Πόλης πολεμήθηκε από άγνοια των κατοίκων, που δεν ήξεραν ότι τα προβλήματά της δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν παρά μόνο μέσα από τα ίδια τα δεδομένα της, την ιστορική, αρχαιολογική και τουριστική αξία της. Και δεν με πίστευαν όταν το υποστήριζα, αλλά κι εγώ δεν υποχώρησα και επέβαλα τη διάσωσή της, παρά τη δυσφορία και τους φόβους και των δικών μου Δημοτικών Συμβούλων, («θα μας κάψουν τα σπίτια μας»).
Όλα τα άλλα θέματα, που ανέφερα, ζωτικής σημασίας για το Ρέθυμνο, η Ύδρευση από την περιοχή Αργυρούπολης, το Συνεδριακό Κέντρο με το υπόγειο Γκαράζ, το Δημοτικό Θέατρο – Ωδείο, το Πρόγραμμα Διαχείρισης Επισκεπτών της Παλιάς Πόλης, το Μουσείο της Μάχης της Κρήτης στο κτήριο της Στρατολογίας, το νερό των Κούμων και πολλά άλλα, όλα πολεμήθηκαν για αβάσιμους οπισθοδρομικούς λόγους. Η Πρόοδος του Κοινωνικού Συνόλου υποτάχθηκε συντριπτικά σε άλλες σκοπιμότητες μη αναπτυξιακές.
Η αντίληψη αυτή, που κυριαρχεί στο Ρέθυμνο και στην Ελλάδα ολόκληρη σε όλα τα πολιτικά χρώματα, κάθε άλλο παρά σύγχρονη και προοδευτική είναι. Αντίθετα, είναι οπισθοδρομική, σαφώς Μεσαιωνική, ακόμη και αρχαία. Δεν είχε διαφορετική αντίληψη ο Τιβέριος, που ανέφερα σε προηγούμενο Σημείωμα, ούτε ο Βεσπασιανός ούτε η Ελισάβετ Α’ ούτε ο Ιάκωβος ούτε ο Φραγκίσκος κλπ. Αντέκρουσαν μια δημιουργική καινοτομία, τροχοπεδώντας την Τεχνολογική και την Κοινωνική Πρόοδο, με σκοπό να μη θιγεί η ατομική εξουσία τους.
Ξέρω ότι δεν θα αρέσει στους αναγνώστες αυτό που θα πω, αλλά πρέπει να σκεφτόμαστε την οδυνηρή πραγματικότητα: Μήπως από πλευράς πολιτικής ωριμότητας έχουμε μείνει κάπως πίσω; Μήπως ο εκσυγχρονισμός μας είναι περιορισμένος μόνο στην κατανάλωση σύγχρονων αγαθών και υπηρεσιών, ενώ το πνεύμα μας και η όλη διαδικασία της συλλογικής ζωής μας ανήκει σε περασμένες εποχές; Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η σημερινή κατάπτωση της χώρας μας και η καθοδική πορεία της παρά ως αδυναμία να συντονίσει το βήμα της με τον βηματισμό των προηγμένων λαών;
Άλλοι λαοί έχουν εγκαταλείψει προ πολλού αυτές τις αρχέγονες αντιλήψεις και τραβούν μπροστά χωρίς τροχοπεδήσεις. Εμείς είμαστε 200 χρόνια ελεύθεροι, αλλά ακόμη δεν το συνειδητοποιήσαμε, ακόμη θεωρούμε το Κράτος και το παρακλάδι του την Τοπική Αυτοδιοίκηση εχθρό, ακόμη τα πολεμούμε και μπλοκάρουμε τις πρωτοβουλίες τους, όταν μπορούμε. Πρέπει άραγε να υποθέσομε ότι η αντικρατική αυτή αντίληψη είναι επιβίωμα της μακροχρόνιας τουρκικής κατοχής, ότι το «βαλκανοοθωμανικό» αυτό πνεύμα, που γράφει ο Γ. Μαλούχος, έχει εντυπωθεί βαθιά στο συλλογικό υποσυνείδητό μας και επικρατεί της λογικής και ρυθμίζει τις επιλογές μας; Και ότι ο «homo balcanicus» του συμπολίτη Γιώργου Πρεβελάκη, καθηγητή στη Σορβόννη, αναφέρεται σε μας με όλο το καθόλου κολακευτικό νόημά του;
Όποια και αν είναι η προέλευσή του, γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι ότι ο Κανόνας Ζωής που ακολουθούμε είναι οπισθοδρομικός και αυτοκαταστροφικός. Προσπαθούμε να επιβιώσουμε στον σύγχρονο άκρως ανταγωνιστικό κόσμο με μεσαιωνικές μεθόδους, είναι σαν να αντιμετωπίζομε τον πονόδοντο με τη Δοντάγρα αντί να πάμε στον οδοντίατρο.
Όλα δείχνουν ότι με τις αντιλήψεις με τις οποίες βαδίζομε διολισθαίνομε καθημερινά και πιο κάτω. Επομένως, αν υπάρχει μια πιθανότητα να ανακοπεί η καθοδική πορεία μας, οφείλουμε να ακολουθήσουμε τις αρχές και τις αξίες του ανεπτυγμένου κόσμου, δηλαδή των Δυτικών Δημοκρατιών, ακολουθώντας τις κοινές πολιτισμικές καταβολές μας. Έχει αποδειχτεί έμπρακτα ότι με την τακτική που ακολουθούμε δεν μπορούμε να χαρακτηριστούμε «πετυχημένος λαός». Και το διεθνές περιβάλλον είναι σκληρό.