I. Καθημερινά, όλοι οι άνθρωποι έχουνε ν’ αντιμετωπίσουνε κάθε λογής Σειρήνες και Λωτοφάγους, που «εισβάλλουνε» στην ψυχή τους και επιδιώκουνε να παρεκκλίνουνε, χάριν πρόσκαιρων «πειρασμών» (αρχομανία, φιλοχρηματία, «φήμη», φιλαυτία), τους θνητούς απ’ το δρόμο και τον προορισμό τους.
II. Το ανθρώπινο σώμα και η ζωή, που σχετίζεται μ’ αυτό, είναι εφήμερα, φθαρτά και «δανεικά» απ’ τον Πλάστη προς τους γήινους. Η ψυχή μας είναι άφθαρτη και αθάνατη, δοσμένη κι αυτή απ’ το Θεό· κάποιοι λένε ότι η ψυχή των ανθρώπων είναι ο αιώνιος, ο αρραγής και αληθινός καθρέφτης της ζωής. Ό,τι μας περιβάλλει είναι πρόσκαιρο, ψεύτικο και φθαρτό. Άρα, όποιος έχει την ψυχή του ως οδηγό στην καθημερινή ζωή δεν έχει να φοβάται ποτέ τίποτα.
III. Όλοι το ξέρουνε και τρέχουνε, για να ικανοποιήσουνε τις ανάγκες του σώματος, να προλάβουνε να ζήσουνε, να κερδίσουνε χρήματα και δόξα, να αγαπήσουνε και ν’ αγαπηθούν. Ο άνθρωπος είναι, στην ψυχή, «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» του Θεού Δημιουργού του δεν γίνεται, όμως, ποτέ θεός, αν και ένθεος, γιατί εξαρτάται από τον ίδιο το κατά πόσο, στο καθημερινό του τρέξιμο, λαβαίνει ή όχι φροντίδα για την ψυχική και την πνευματική του καλλιέργεια, για το εάν αφήνει χώρο μέσα του για την Αγάπη, την Αρετή και τη Σύνεση. Από τον ίδιο, όπως λέει κι ο Επίκουρος, εξαρτάται αν δυστυχεί και παγιδεύεται στη μιζέρια ή αν βρει το νόημα της ζωής και τη Χαρά όταν ο άνθρωπος δεν νοιάζεται για την Εγκράτεια, τη Λιτότητα και την Αυτάρκεια, δεν φτάνει στην Αρετή και, νομίζω, δε ζει μια χαρούμενη ζωή, όση Ελευθερία κι αν έχει.
IV. Στα οργανωμένα κοινωνικά σύνολα, ο μεμονωμένος άνθρωπος δεν πρέπει, φρονώ, να υποτάσσει αναντίρρητα την προσωπική του Βούληση στη συλλογική επιθυμία, για να κερδίζει ως αντάλλαγμα την προάσπιση της Ελευθερίας του. Η Δικαιοσύνη και η Φιλανθρωπία, κατά τους Στωικούς, είναι οι δύο βασικοί όροι του κοινωνικού βίου. Μάλλον σαν το Σολομώντα των Ιουδαίων, αντί για πλούτη και δόξα, ο άνθρωπος , ως Αριστοτελικό κοινωνικό ον, οφείλει να ζητά απ’ το Θεό τη Σοφία, επειδή θα τον βοηθήσει να βρει το μέτρο, να ‘ναι λεύτερος και να καταλάβει καλύτερα – πέραν των βασικών κανόνων της βιογενετικής – και «[…] αρχικά ότι η ψυχή είναι το πιο αρχαίο από τα όντα που συμμετέχουνε στη γέννηση, ότι είναι αθάνατη και ότι κυβερνά όλα τα σώματα, επομένως, ότι υπάρχει στ’ άστρα μια Διάνοια που κυβερνά τα όντα» (Πλάτωνος, «Νόμοι»).
V. Πολύς λόγος, καθημερινά, στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή των ανθρώπων γίνεται για περηφάνια και υποκρισία. Περηφάνια, θαρρώ, είναι να κλαις χωρίς δάκρυ και δίχως όλοι να σε βλέπουνε, μα λίγοι να σε καταλαβαίνουνε. Υποκρισία και μάλιστα ανείπωτη είναι να γελάς μπροστά είτε σε λίγους, είτε σε πολλούς μα βροντόφωνα και όλοι να καταλαβαίνουμε ότι κάτι έχεις πίσω από τον πάταγο να κρύψεις, επηρεασμένος από μιαν τύχη ή ατυχία.
VI. Η (πρόσκαιρη) τύχη ή ατυχία, η (εφήμερη) επιτυχία ή αποτυχία, που σχετίζουνται άρρηκτα με το βαθμό εκπλήρωσης των σωματικών αναγκών, δεν (πρέπει να) «στιγματίζουνε», νομίζω, με «ανεξίτηλο μελάνι» τη ζωή των ανθρώπων, αντιπαραβαλλόμενα με την εσώψυχή τους σύσταση. Ο κόσμος που βλέπομε και αγγίζομε είναι μια «εικόνα» (Πλάτωνος «Τίμαιος»), «απομίμηση» της Αλήθειας και των Ένδον μας και η γνώση και η μάθηση είναι ανάμνηση της ψυχής από το αποθεματικό της, μα ποτέ το αντίγραφο δεν είναι της ίδιας αξίας με το πρωτότυπο. Έτσι, οι ανθρώπινες ψυχές – ρυθμιστές του τρόπου ζωής και σκέψης μας, καθώς συγγενεύουνε στενά και με το νοητό και με τον ορατό κι απτό κόσμο – επηρεάζουνται, βεβαίως, από τα έξωθεν «ερεθίσματα» και από το πώς τα προσλαμβάνουνε σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά αυτές κατευθύνουνε τη ζωή μας. Συνεπώς, ας αρνηθούμε πως η επίγεια σωτηρία της ανθρώπινης ύπαρξης και η καταδίκη της στην αφάνεια σχετίζουνται αποκλειστικά με ανέκκλητες πράξεις, εφόσον όλα τα γύρωθέ μας, πλην της ψυχής, είναι ολιγόζωα και ευμετάβολα.
VII. Η ανάγκη να συνεννοηθεί και να επικοινωνήσει με τους όμοιούς του και συνανθρώπους του οδήγησε τον άνθρωπο να δημιουργήσει τις γλώσσες και τη γραφή με τα γράμματα και τους αριθμούς·η ανάγκη να μετακινήσει τον εαυτό του και τα υλικά αγαθά τον έσπρωξαν να βρει τον τροχό και η ανάγκη να ζήσει καλύτερα και να ξεχωρίσει του γέννησε την ιδέα της χρήσης της κατοικίας, της φωτιάς, του νερού, του ξύλου και των μετάλλων στο πέρασμα των χρόνων και τον έφερε να δρέπει τις «δάφνες» ενός ανεξάρτητου σ’ ό,τι αφορά την ψυχική καλλιέργεια και την εκπλήρωση των σωματικών – βιολογικών του αναγκών απ’ τα υπόλοιπα ζώα δρόμου και … πνευματικού και τεχνολογικού πολιτισμού. Σήμερα, ποια, ψυχική ή σωματική, ανάγκη, τάχα, θα σπρώξει το ανθρώπινο είδος σ’ ένα ακόμη βήμα πιο μπροστά;
VIII. Πολλοί άνθρωποι, καθημερινά, μολονότι τρέφουνται κανονικά από τη βρεφική τους ηλικία και δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα ανίατα με τη σωματική τους υγεία, είναι βραχύσωμοι, κοντύτεροι έναντι των αποδέλοιπων συνανθρώπων τους. Και τούτο δεν αλλάζει, παρά μόνον με τη λήψη παραφυσικών βιταμινών και ανθυγιεινών, κατά τα λοιπά, δυναμωτικών θεραπειών.
IX. Κάποιοι άλλοι, λιγότεροι, ευτυχώς, από τους προηγουμένους, αποδεικνύονται, με τα λόγια και με τις πράξεις τους, καθημερινά πιο κοντοί ηθικά, ακόμη κι από το φυσικό τους ανάστημα. Και τούτο δεν αλλάζει ποτέ, όσα δυναμωτικά και «ανυψωτικά» κι αν πάρουν!
X. Και το φυσικό ανάστημα δεν είναι ενδεικτικό του χαραχτήρα αντρών ή γυναικών, εάν ανατρέξουμε στην παγκόσμια και την ελληνική ιστορία, στο πέρασμα των αιώνων. Το ηθικό, όμως, ύψος είναι ό,τι οφείλεται να ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα και το νοήμονα άνθρωπο απ’ τους άμυαλους συνανθρώπους του.
XI. Πριν προχωρήσει η αφήγησή μας, να διευκρινιστεί ένα καίριο σημείο: Το φυσικό ανάστημα μπορεί να κληρονομείται από τη μια γενιά στην επόμενη ή, έστω, στη μεθεπόμενη και να χαρακτηρίζει πολλούς ανθρώπους , ενώ το ηθικό ύψος είναι ίδιον του κάθε ανθρώπου χωριστά και δεν κληροδοτείται ποτέ, μήτε θεωρείται δεδομένο για κάποιον, που προέρχεται από συγκεκριμένο «τζάκι ή σόι».
XII. Πέρα απ’ το ηθικό ανάστημα, ένα άλλο, εξίσου σημαντικό, διακριτικό γνώρισμα είναι η χρήση της καρδιάς η καρδιά, όχι μόνο ως βασικός τροφοδότης της ζωής, αλλά και ως πομπός και δέκτης αληθινής αγάπης, βοηθά τον άνθρωπο να έρθει κοντά στους συνανθρώπους του και να ξεχωρίσει στον καθημερινό αγώνα της συμβίωσης και της επιβίωσης. Μα ας ξαναγραφεί, το μέγεθος της καρδιάς δεν εξαρτιέται απ’ το μπόι ενός ανθρώπου ποτέ…
XIII. Λένε συχνά ότι τα άψυχα, τα σταθερού και κάποτε διά ανθρώπινου χεριού μεταβληθέντος ύψους, δεν επηρεάζονται από άλλους εξωγενείς παράγοντες ή το χρόνο, αλλά μένουν άκαμπτα και ανέκφραστα. Αποδίδουνε τούτη τη δοξασία τους στο ότι κάθε ον χωρίς ψυχή δεν συγκινείται, δεν χαίρεται, δεν λυπάται, δεν συμπάσχει και δεν φθείρει τον εσωτερικό του κόσμο σε εφήμερες σκοτούρες, που, συνήθως, «κατατρώγουνε» τον άνθρωπο και όλα τα έμψυχα έχουν, όπως αποδεικνύεται από την αδέκαστη καθημερινότητα, δίκιο.
XIV. Κάποιοι άλλοι λένε ότι κι όλα τα έμψυχα όντα δεν εκφράζονται ή δεν αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο. Επηρεάζεται από το χώρο και το χρόνο και το ανθρώπινο «περιβάλλον» και τις «περιρρέουσες» ιδέες μιας κοινωνίας. Σωστό κι αυτό.
XV. Αλλά η αγάπη, όμως, ως κινητήριος δύναμη, ωθεί τον άνθρωπο, ανεξάρτητα απ’ το ύψος του, ν’ αγωνίζεται, καθημερινά ως άτομο, να προσφέρει σαν αρχαίος «υποκριτής» (: ηθοποιός), ανιδιοτελώς όλα εκείνα, που – αν και, κάποια στιγμή, τον πληγώνουνε και τον κάνουνε να δακρύζει κρυφά ή να «ξεγυμνώνεται» δημοσίως – δίδουνε χαρά στο περιβάλλον του. Απ’ την άλλη, όταν αναφερόμαστε στο κοινωνικό σύνολο, η – χωρίς να «κρεμόμαστε» από το φυσικό ανάστημα το δικό μας ή των συνανθρώπων και συναγωνιστών μας – αγάπη για το συνάνθρωπο και την πατρίδα, η πίστη στις αρχές και τις αξίες της κοινωνικής συμβίωσης, η προς αναζήτηση της αλήθειας και της ηθικής κριτική αμφισβήτηση της πατροπαράδοτης παιδείας πρέπει να ‘ναι οι στόχοι του διαρκούς αγώνα όλων μας, δίχως να μας καταντούν, για «ευνόητους λόγους», τυφλούς από φανατισμό, από φιλαργυρία και εφήμερη θεσιθηρία τα κάθε λογής ιερατεία και οι κοινωνικοπολιτικοί κρατούντες…
Από την ανέκδοτη συλλογή δοκιμίων μου, υπό το γενικό τίτλο «Νόμοι και Όροι (Δυνατές Σκέψεις)», τόμος Α’
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.