Επιμέλεια: ΝΙΚΟΛΕΩΝ .Ι. ΤΣΟΥΠΑΚΗΣ*
Παρίσι της Ανατολής αποκαλούσαν την αρχοντική Σμύρνη, την ομορφότερη και πιο εξελιγμένη πόλη της καθ’ ημάς Ανατολής, την πόλη σύμβολο και λίκνον του μικρασιατικού ελληνισμού. Οι Τούρκοι κάποτε την έλεγαν Γκιαούρ Ισμίρ, που σημαίνει η «Σμύρνη των Απίστων» επειδή οι Έλληνες που αποτελούσαν την πλειοψηφία ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ενώ σήμερα την αποκαλούν Ιζμίρ, που δεν είναι άλλο από παραφθορά της ελληνικής φράσης «εις Σμύρνην» κατά τον ίδιο τρόπο, που η Πόλη έγινε Ισταμπούλ από την ελληνική φράση «εις την Πόλιν», η Νίκαια της Βιθυνίας «Ισνίκ» από τη φράση «εις Νίκαιαν», και η Νικομήδεια «Ισμίτ» από το «εις Νικομήδειαν».
Η περιοχή της Σμύρνης υπήρξε ένα από τα παλαιότερα σημεία κατοίκησης της Μεσογείου, με τα πρώτα ίχνη να ανάγονται στα μέσα της 7ης χιλιετίας π.Χ. Η εξαιρετικής σημασίας θέση της ανάμεσα στο Αιγαίο και την Ανατολία, το μεγάλο φυσικό λιμάνι της και οι γύρω χερσαίοι δρόμοι, που ενώνουν την παράλια περιοχή με το εσωτερικό της Μικράς Ασίας την ανέδειξαν σε σημαντικό εμπορικό κέντρο καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, πριν ακόμη από την κλασική αρχαιότητα.
Αρχαία Σμύρνη
Οι παλαιότερες φάσεις της πόλης, ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ., οπότε και τα πρώτα αρχαιολογικά κατάλοιπα), μέχρι και την Κλασική περίοδο εντοπίζονται στο βορειοανατολικό μέρος του κόλπου της Σμύρνης, όπου σήμερα ευρίσκεται το προάστιο Μπαϊρακλί. Οι κάτοικοι της προϊστορικής Σμύρνης ήταν οι Λέλεγες, που ήσαν εγκατεστημένοι σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικού και νησιωτικού ελλαδικού χώρου. Η Σμύρνη της Εποχής του Χαλκού ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και ο πολιτισμός της θύμιζε αυτόν της σύγχρονης γειτονικής Τροίας, με την οποία πρέπει να διατηρούσε στενές σχέσεις. Στα μέσα της 2ης χιλιετίας η Σμύρνη ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία των Χετταίων. Στα μέσα του 11ου αι. π.Χ., κατά τον Α’ Ελληνικό Αποικισμό, αποικίζεται από Αιολείς. Τα αρχαιότερα κατάλοιπα της ελληνικής Σμύρνης χρονολογούνται στις αρχές του 9ου αι. π.Χ. Τότε σχηματίζεται η πόλη-κράτος Σμύρνη, που περιλαμβάνει το άστυ εντός των τειχών και οικισμούς στη γειτονική ύπαιθρο χώρα. Στις αρχές του 7ου αι. η Σμύρνη κατελήφθη από Κολοφωνίους και Εφεσίους. Ανακαταλήφθηκε για λίγο από Αιολείς (2ο μισό 7ου αι.) για να περάσει οριστικά στους Ίωνες και να ενταχθεί στην Ιωνική Δωδεκάπολη.
Η μυθολογική παράδοση ήθελε την ίδρυση της Σμύρνης από την Αμαζόνα Σμύρνα από την Έφεσο, στην οποία κατά την επικρατέστερη εκδοχή οφείλει και το όνομά της. Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. κατακτήθηκε από τους Λυδούς ύστερα από σθεναρή αντίσταση, η οποία διήρκεσε χρόνια και απέδωσε στους κατοίκους της εύσημα ιδιαίτερης ανδρείας, καθώς γίνεται λόγος σε αρχαία κείμενα για «Σμυρναίων τολμήματα» και «Σμυρναίον τρόπον». Οι αγώνες των Σμυρναίων εναντίον των Λυδών υπήρξαν έμπνευση και του λυρικού ποιητή Μίμνερμου. Στα μέσα του 6ου αι. η πόλη υπέστη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή από τους Πέρσες. Από τότε και σε όλη την κλασική περίοδο περιέπεσε σε αφάνεια, αποτελώντας ένα σύνολο μάλλον ασήμαντων οικισμών.
Η πόλη επανιδρύθηκε γύρω στο 300 π.Χ. από τον Μέγα Αλέξανδρο, στο νοτιοανατολικό τώρα άκρο του κόλπου, στην πλαγιά πλέον του όρους Πάγος, όπου και η μεσαιωνική και νεότερη πόλη. Η ελληνιστική περίοδος της Σμύρνης χαρακτηρίζεται από ακμή. Η πόλη επεκτείνεται, οχυρώνεται και κοσμείται με εντυπωσιακά δημόσια κτίρια και μνημειώδεις ναούς. Τον 2ο π.Χ. περνά στην κυριαρχία των Ρωμαίων και συνεχίζει την ακμάζουσα πορεία της. Ο Στράβων θα την χαρακτηρίσει την πιο όμορφη πόλη της Ιωνίας.
Υπήρξε από τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες της Μικράς Ασίας. Η ίδρυση της εκκλησίας της, μίας από τις αρχαιότερες (αναφέρεται στις «επτά εκκλησίες της Ασίας» στην Αποκάλυψη του Ευαγγελιστή Ιωάννη), αποδίδεται στον Απόστολο Παύλο. Στο στάδιο του Πάγου μαρτύρησε ο άγιος Πολύκαρπος (69-155 μ.Χ.), επίσκοπος της πόλης. Αρχικά ήταν επισκοπή υπαγόμενη στη μητρόπολη της Εφέσου, αλλά σύντομα αποσπάστηκε για να αποτελέσει τη μητρόπολη Σμύρνης.
Βυζαντινή Σμύρνη
Στη βυζαντινή περίοδο υπήρξε προπύργιο των Βυζαντινών εναντίον Περσών, Αράβων, Τούρκων. Μετά την άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους, η Σμύρνη περιήλθε στους Ναΐτες ιππότες. Ακολούθησαν προσπάθειες ανακατάληψής της από τους Βυζαντινούς, ενώ πολιορκήθηκε επανειλημμένως από Τούρκους. Στις αρχές του 15ου αι. η επίθεση του Ταμερλάνου επέφερε μεγάλη καταστροφή και εκτεταμένη σφαγή των κατοίκων της. Τελικά το 1425, επί σουλτάνου Μουράτ Β’, πέρασε στους Οθωμανούς και αποτέλεσε στο εξής ένα από τα σαντζάκια του βιλαετίου του Αϊδινίου.
Περίοδος Τουρκοκρατίας
Στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου αναδείχθηκε σε σημαντικό εμπορικό σταθμό, προσελκύοντας Τούρκους, Έλληνες, Αρμένιους, Δυτικοευρωπαίους, που σταδιακά εγκαταστάθηκαν στην Σμύρνη, αυξάνοντας τον πληθυσμό της. Στις αρχές του 17ου αι. αριθμούσε περίπου 30.000 κατοίκους, ενώ στις αρχές του 19ου ξεπερνούσε τους 100.000. Από αυτούς το ένα τρίτο και πλέον ήταν Έλληνες.
Ο 18ος αι. ήταν ο αιώνας που ανέδειξε τη Σμύρνη στο πιο σημαντικό διεθνές λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου. Ένας συνδυασμός παραγόντων έκαναν τη Σμύρνη κέντρο του εξαγωγικού και εισαγωγικού εμπορίου μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Ευρώπης, μεταξύ της Δύσης, της Περσίας και της Άπω Ανατολής. Βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τα μεγάλα κέντρα του Λονδίνου, της Μασσαλίας και του Άμστερνταμ. Ευρωπαίοι έμποροι εγκαταστάθηκαν στον λεγόμενο γαλλικό τομέα της Σμύρνης, συνεργαζόμενοι με Έλληνες και Αρμένιους εμπόρους για τις υποθέσεις τους στο εσωτερικό της Ανατολίας. Με άλλα λόγια η Σμύρνη είχε κεντρικό ρόλο στην ενσωμάτωση της ανατολικής Μεσογείου στη διεθνή αγορά.
Ακολούθως, στη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ού αι. η Σμύρνη γνώρισε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη και αναδείχθηκε σε πολυεθνική, κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη. Η δημογραφική της ανάπτυξη, τα λιμενικά έργα (κατασκευή προκυμαίας), η αρμονική συνύπαρξη στοιχείων της Ανατολής και της Δύσης την κατέστησαν μία εύπορη, ευτυχισμένη, κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της ανατολικής Μεσογείου. Στις αρχές του 20ού αι. ήταν το δεύτερο, μετά την Κωνσταντινούπολη, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της αυτοκρατορίας
Το ελληνικό στοιχείο της πόλης, ενισχυμένο ιδιαίτερα και από μετανάστες από την κυρίως Ελλάδα, οι οποίοι από τα μέσα του αιώνα εγκαθίσταντο στη Σμύρνη, αναζητώντας μία καλύτερη τύχη, προόδευσε ιδιαίτερα. Οι Έλληνες διακρίθηκαν στις οικονομικές δραστηριότητες, ενώ αναπτύχθηκαν και πνευματικά. Η ελληνική κοινότητα διέθετε αξιόλογα σχολεία, εκδοτικούς οίκους, εφημερίδες, θέατρα, αθλητικούς ομίλους και άλλα. Η παρουσία τους ήταν τόσο έντονη, που όπως προαναφέραμε η Σμύρνη πήρε το προσωνύμιο «Γκιαούρ Ιζμίρ», δηλαδή «Άπιστη Σμύρνη».
Το 1919 η Σμύρνη βρέθηκε υπό προσωρινή ελληνική διοίκηση. Η Συνθήκη των Σεβρών (Ιούλιος 1920) καθόριζε ότι μία ζώνη γύρω από την περιοχή της Σμύρνης θα έμενε για πέντε χρόνια υπό ελληνική διοίκηση και στο τέλος της πενταετίας οι κάτοικοι με δημοψήφισμα θα αποφάσιζαν την ενσωμάτωσή τους ή μη στο ελληνικό κράτος. Κατά την διάρκεια της ελληνικής διοίκησης πολλά έργα έγιναν στη Σμύρνη, ανάμεσά τους και η ίδρυση πανεπιστημίου.
Η εγκατάλειψη της Ελλάδας από τους συμμάχους της, η κατάρρευση του μετώπου και η ήττα άλλαξαν την πορεία αυτή. Τον Σεπτέμβριο του 1922, τουρκικός στρατός και άτακτοι (Τσέτες) του Κεμάλ εισέβαλαν στην πόλη. Η Σμύρνη αποτεφρώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της από πυρκαγιά που ξεκίνησε από την αρμένικη συνοικία και κατέκαψε και την ελληνική, ενώ ο πληθυσμός της κατέφυγε στο λιμάνι ζητώντας απεγνωσμένα διαφυγή. Όσοι διεσώθησαν κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο αλλά και στη διάρκεια του 1923 και του 1924 κατέφθασαν στην Ελλάδα όλοι οι ελληνικοί πληθυσμοί της Τουρκίας, όπως όριζε η Συνθήκη της Ανταλλαγής, που υπεγράφη στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λοζάνης. Ο μικρασιατικός ελληνισμός εγκατέλειψε τις εστίες του. Οι αλήσμόνητες και αλύτρωτες πατρίδες έγιναν οδυνηρή νοσταλγία για την πρώτη γενιά, ανάμνηση και ταυτότητα για τις επόμενες.
Η Σμύρνη του 19ου αι. και του 20ού αι. ανεδείχθη σε σύμβολο του μικρασιατικού ελληνισμού, της οικονομικής και πολιτισμικής ακμής του. Πέρασε στη σφαίρα του μύθου. Το οδυνηρό της τέλος συμβόλισε τον αφανισμό του ελληνισμού από τη Μικρά Ασία και την τραγική κατάληξη της Μεγάλης Ιδέας. Η Σμύρνη επιβίωσε στη συλλογική εθνική μας συνείδηση, αλλά και στο συλλογικό μας ασυνείδητο, Μικρασιατών και μη, ως το απόλυτο σύμβολο του μείζονος ελληνισμού, ο χαμένος παράδεισος, η τραυματική εθνική απώλεια, η Καταστροφή.
Η Ελληνίδα Σμύρνη, η Γκιαούρ Ισμίρ, το άλλοτε Παρίσι της Ανατολής όσες φορές κι αν βιάστηκε, κάηκε, εσφαγιάσθη, δολοφονήθηκε και προδόθηκε, θα μείνει στην καρδιά μας ως η παλαιά αρχοντική και συνάμα σπλαχνική μάνα που ενώ έδωσε τα πάντα στα παιδιά της, εμαρτύρησε, εσταυρώθη, και αδικήθηκε παράφορα δίχως να λάβει τη δικαίωση από την Ιστορία. Θα την θυμόμαστε πάντα με αγάπη, σεβασμό και δέος, ενώ θα αποτελεί το σύμβολο της αξιοπρέπειας, του πολιτισμού, της ομορφιάς, της αρχοντιάς και της Ρωμιοσύνης.
Για τον Σύλλογο Ρεθυμνίων Μικρασιατών
* Ο Νικολέων Ι. Τσουπάκης είναι δημοσιογράφος, φιλόλογος, δάσκαλος