Ο τουρισμός, είναι «εθνικός πρωταθλητής» στον αγώνα για μια εξωστρεφή ελληνική οικονομία, αφού περισσότερο από 90% των εσόδων του προέρχονται από το εξωτερικό, και μάλιστα σε ένα παγκόσμιο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Ο κλάδος, συμβάλλει καίρια στην απασχόληση, στο ΑΕΠ και στην ανταγωνιστικότητα της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, στην αιχμή του ο τουρισμός απασχολεί περισσότερο από το 10% του εργατικού δυναμικού της χώρας και είναι πλέον ο 3ος μεγαλύτερος τομέας σε αριθμό απασχολούμενων, μετά το εμπόριο και το σύνολο του πρωτογενούς τομέα και μπροστά από την μεταποίηση και τον δημόσιο τομέα.
Ωστόσο, η εξαιρετικά υψηλή φορολογική επιβάρυνση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, ενός κατ’ εξοχήν εξαγωγικού προϊόντος, αποτελεί σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα, επιβαρύνοντας υπέρμετρα την ανταγωνιστικότητα και τα κίνητρα για επιχειρείν, καθώς και το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, ενώ ταυτόχρονα οδηγεί σε όξυνση της εποχικότητας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την μελέτη «Ελληνικός Τουρισμός – Εξελίξεις και Προοπτικές», του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, η υπερφορολόγηση του κλάδου οδηγεί σε:
• Επιχειρήσεις που λειτουργούν για να εισφέρουν στο κράτος και όχι να αμείβουν τους εργαζόμενους και τους επιχειρηματίες, με επακόλουθο πολύ μειωμένα κίνητρα για επιχειρείν και εργασία. Μόνο στην Ελλάδα το άθροισμα καθαρών αμοιβών εργαζομένων και κερδών είναι σχεδόν ισόποσο με το άθροισμα φόρων και εισφορών – €37,6 έναντι €33,4.
Αντίθετα στην Ισπανία (€46,8 / €24,3), στην Τουρκία (€47,6 / €23,5) και στην Κύπρο (€55,0 / €16,1) οι επιχειρήσεις λειτουργούν κυρίως για τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους και όχι για τα κρατικά / ασφαλιστικά έσοδα. Σε μικρότερο βαθμό το ίδιο ισχύει και για Ιταλία (€42,3 / €28,8) και Κροατία (€43,0 / €28,1).
• Μειωμένες απολαβές για τους εργαζόμενους. Αν στην Ελλάδα ίσχυαν οι φορολογικοί συντελεστές της Κύπρου, το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων θα ήταν υψηλότερο κατά 50%.
• Μικρότερη σεζόν λόγω των φορολογικών επιβαρύνσεων. Η τιμή με την οποία θα ανοίξει για να λειτουργήσει (ή δεν θα κλείσει) ένα ξενοδοχείο στην Ελλάδα είναι 16% υψηλότερη από αυτήν που θα ίσχυε αν οι φορολογικοί συντελεστές ήταν οι ίδιοι με της Κύπρου. Προφανώς, σε μια αγορά με έντονες εποχιακές διακυμάνσεις, με τους ισχύοντες συντελεστές το ελληνικό ξενοδοχείο μπαίνει στην αγορά πολύ αργότερα και βγαίνει πολύ νωρίτερα, λειτουργώντας μόνο όταν οι τιμές είναι υψηλές (high season).
• Μειωμένη ανταγωνιστικότητα. Προκειμένου οι εργαζόμενοι στα ελληνικά ξενοδοχεία να έχουν τις ίδιες αμοιβές με τους συναδέλφους τους στα κυπριακά και το λειτουργικό κέρδος στα ξενοδοχεία στην Ελλάδα να είναι το ίδιο με της Κύπρου, η τιμή δωματίου για τον πελάτη πρέπει να είναι 34% υψηλότερη.
• Μειωμένες ή καθόλου επενδύσεις. Τα λειτουργικά κέρδη δεν επαρκούν για την αποπληρωμή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων των δανείων. Αυτό οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο με μειωμένη ανταγωνιστικότητα στο μέλλον και άρα μειωμένη απασχόληση και οικονομική δραστηριότητα, καθώς και μειωμένα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα.
Όπως επισημαίνεται στην μελέτη του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ, αν και οι παραπάνω επιπτώσεις διατρέχουν το σύνολο των τουριστικών επιχειρήσεων, πλήττουν ιδιαίτερα τις πλέον αδύναμες: αυτές που δεν διαθέτουν κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, είτε με μορφή ίδιου brand name, είτε με μορφή brand name προορισμού, που θα τους επιτρέψει να μετακυλήσουν (μέρος ή όλη) την υψηλότερη φορολόγηση στον τελικό πελάτη και που θα διευκολύνει την προσαρμογή τους σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.