Αυξητική τάση παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα τα περιστατικά βίας κατά των γυναικών, λαμβάνοντας όλο και πιο ανησυχητικές διαστάσεις. Πρόκειται για ένα διαδεδομένο κοινωνικό πρόβλημα στο οποίο λύση θα δοθεί μονάχα όταν οι γυναίκες – θύματα, ξεπεράσουν τον φόβο τους και βρουν το θάρρος να καταγγείλουν τον δράστη και τα περιστατικά βίας. «Σπάσε την σιωπή» είναι και το σύνθημα του Κέντρου Συμβουλευτικής Υποστήριξης Γυναικών του Δήμου Ρεθύμνου, που στα δύο χρόνια λειτουργίας του έχει προσφέρει ομπρέλα προστασίας σε όσες γυναίκες έχουν απευθυνθεί σε αυτό ζητώντας συμβουλευτική, ψυχολογική και νομική βοήθεια.
Σκοπός του Κέντρου είναι η πρόληψη και η καταπολέμηση όλων των μορφών βίας κατά των γυναικών, από όποιο περιβάλλον και αν αυτές προέρχονται και όποιες μορφές και αν έχουν. Αν και συνήθως η βία ταυτίζεται στη συνείδηση των γυναικών με τη σωματική βία, εντούτοις η προϊσταμένη του Κέντρου Συμβουλευτικής Γυναικών και της Κοινωνικής υπηρεσίας του Δήμου, Αλεξία Βαονάκη, επεσήμανε μιλώντας στην εφημερίδα, ότι εξίσου καταστροφικές συνέπειες έχει για τη ζωή των θυμάτων και η ψυχολογική βία. Αυτή η μορφή τόνισε δεν είναι τόσο ευδιάκριτη, δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή και επομένως αφήνει τα θύματα απροστάτευτα. Ειδικότερα η κα. Βαονάκη δήλωσε στα «Ρ.Ν.»: «Η βία κατά των γυναικών εκδηλώνεται σε πολλές πλευρές και ρόλους της ζωής των. Η συχνότερη μορφή βίας είναι η ενδοοικογενειακή βία. Αν και παρουσιάζεται με πολλές μορφές συνήθως ταυτίζουμε την κακοποίηση με την σωματική βία. Οι περισσότερες γυναίκες που απευθύνονται στο Κέντρο αντιμετωπίζουν σωματική και παράλληλα ψυχολογική βία, αφού η ψυχολογική βία αναπόφευκτα συνυπάρχει με κάθε άλλη μορφή βίας. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που αφορούν αποκλειστικά την άσκηση ψυχολογικής και συναισθηματικής βίας και εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι οι γυναίκες που κακοποιούνται σωματικά, γνωρίζουν ότι η σωματική βία έχει σκοπό να τις βλάψει, αντιλαμβάνονται την απειλή που δέχονται για την ζωή τους, ενώ οι γυναίκες θύματα ψυχολογικής βίας έχουν μεγαλύτερη δυσκολία να την αναγνωρίσουν ως κακοποίηση και συνεπώς είναι και λιγότερο ικανές να προστατέψουν τον εαυτό τους και να συνέλθουν από τις επιθέσεις τους. Επειδή η ψυχολογική βία δεν είναι χειροπιαστή όπως η φυσική και για αυτό είναι και δύσκολο να την διακρίνουμε. Είναι μια ύπουλη μορφή βίας που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή, έχει όμως καταστροφικές συνέπειες για την γυναίκα. Συνήθως εκφράζεται με απειλές, εκφοβισμό, ταπείνωση, υποτίμηση, περιφρόνηση, συνεχή κριτική, υπερβολικό έλεγχο και κτητικότητα».
Ο ρόλος του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος στην υποστήριξη των θυμάτων
Το δόγμα της ελληνικής οικογένειας, «τα εν οίκω μη εν δήμω», είναι αυτό που σύμφωνα με τους ειδικούς συγκαλύπτει το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας, κρύβοντας τις πραγματικές του διαστάσεις. Ουσιαστικά, τα περιστατικά κακοποίησης είναι πολύ περισσότερα από αυτά που καταγράφονται επίσημα ύστερα από καταγγελίες και αναφορές, είτε στην αστυνομία είτε σε άλλες αρμόδιες υπηρεσίες, επισημαίνουν.
Σύμφωνα με την προϊσταμένη του Κέντρου, το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας παραμένει ένα καλά κρυμμένο μυστικό, ενώ μονάχα η μειοψηφία των θυμάτων προτρέπονται από το φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον να προχωρήσουν στην αποκάλυψη και την καταγγελία της βλαπτικής εναντίον τους συμπεριφοράς. Το σύνηθες, σύμφωνα με την εμπειρία της κυρίας Βαονάκη, είναι ότι τα θύματα βίας στερούνται υποστήριξης από το περιβάλλον τους και αποτρέπονται από το να γνωστοποιήσουν το πρόβλημά τους, με το επιχείρημα του κοινωνικού στιγματισμού και της κοινωνικής απομόνωσης.
Αυτού του είδους κοινωνικές προκαταλήψεις οδηγούν τις κακοποιημένες γυναίκες να ζουν εγκλωβισμένες σε μια προβληματική κατάσταση θυματοποίησης, δημιουργώντας μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογία τους, που σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγούν, πέρα από κοινωνική απομόνωση και κατάθλιψη, ακόμα και σε απόπειρες αυτοκτονίας. «Το πρόβλημα της βίας συνήθως υπάρχει χρόνια πριν οι γυναίκες αποφασίσουν να απευθυνθούν στο Κέντρο Συμβουλευτικής Υποστήριξης Γυναικών Θυμάτων Βίας. Οι γυναίκες δεν μιλούν εύκολα για τις δυσκολίες που υπομένουν και ακόμα δυσκολότερα απευθύνονται στις υπηρεσίες για την καταγγελία τους. Κάνουν κάποιες προσπάθειες να ξεφύγουν, μιλώντας σε κάποια κοντινά τους πρόσωπα αρχικά, όμως σπανιότερα εμπιστεύονται κάποια υπηρεσία. Ακόμα, όμως και αν το αποφασίσουν, είναι πολύ εύκολο να πισωγυρίσουν και να ξανακλειστούν στο σπίτι και στο εαυτό τους. Θα πρέπει να κατανοήσουμε και την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι γυναίκες που ο θύτης τις έχει κάνει πιστέψουν πως οι ίδιες ευθύνονται για την κακοποίησή τους. Οι ενοχές δηλαδή που νιώθουν από την μια πλευρά, η ντροπή που βιώνουν, ο φόβος των αντιποίνων από την πλευρά του θύτη και η έλλειψη οικονομικής ανεξαρτησίας, γίνονται δεσμά για τις γυναίκες, οι οποίες με αυτό τον τρόπο παραμένουν εγκλωβισμένες, μπαίνουν σε ένα φαύλο κύκλο και είναι πολύ δύσκολο να λύσουν τη σιωπή τους. Συνήθως υπομένουν για χρόνια αυτές τις βίαιες συμπεριφορές πριν απευθυνθούν στο Κέντρο. Είναι θυματοποιημένες για χρόνια και δεν τους είναι εύκολο να κινητοποιηθούν. Ένα μεγάλο ποσοστό, περίπου 60% πληροί τα διαγνωστικά κριτήρια για κατάθλιψη, αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο για απόπειρα αυτοκτονίας, βιώνει άγχος και φόβο και είναι επίσης πιθανό να υποφέρει και από διαταραχή μετατραυματικού στρες, που σημαίνει ότι έχει συνεχή αναβίωση των τραυματικών σκηνών. Υπό το βάρος αυτής της ψυχολογικής κατάστασης οδηγούνται σε απομόνωση και απομακρύνονται από το φιλικό και συγγενικό περιβάλλον, ενώ ο θύτης εκμεταλλεύεται αυτή την κατάσταση, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται ο φαύλος κύκλος. Εξάλλου, όσο αυξάνει την ισχύ του ο θύτης, τόσο αποδυναμώνεται η ίδια η γυναίκα» δήλωσε ειδικότερα η κ. Βαονάκη.
Υπηρεσίες που προσφέρει το Κέντρο Συμβουλευτικής Υποστήριξης Γυναικών Θυμάτων Βίας
Σημαντική αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα λόγω της κρίσης, παρατηρούν οι επιστήμονες το τελευταίο διάστημα. Ο αυξητικός αυτός ρυθμός έρχεται να προστεθεί στα ήδη ανησυχητικά ποσοστά της τελευταίας ευρωπαϊκής έρευνας, που κατατάσσει την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών στην κακοποίηση των γυναικών από το οικογενειακό και ιδιαίτερα το συζυγικό περιβάλλον, επεσήμανε στα «Ρ.Ν.» η κοινωνική λειτουργός του Κέντρου, Έλια Αεράκη, υπογραμμίζοντας τον προβληματισμό της.
Προκειμένου να συμβάλλει στην προσπάθεια των γυναικών να βγουν από τον φαύλο κύκλο της κακοποίησης και να ξανασταθούν στα πόδια τους, ανοίγοντας μια νέα σελίδα στη ζωή τους, το Κέντρο Συμβουλευτικής έχει αναπτύξει ένα δίκτυο υπηρεσιών στήριξης των γυναικών αυτών.
Πέρα από τις συμβουλευτικές υπηρεσίες το προσωπικό του Κέντρου, που αποτελείται από εξειδικευμένους, έμπειρους επιστήμονες, επιδιώκει να γίνεται αρωγός στην προσπάθεια των κακοποιημένων γυναικών για εύρεση εργασίας, στην πληροφόρησή τους για την ενασχόληση με τον εθελοντισμό, στην ενημέρωση για τα δικαιώματά τους αναφορικά με κοινωνικές παροχές που δικαιούνται, ενώ τέλος τους παρέχεται η απαραίτητη πληροφόρηση για εκπαιδευτικά ή επιμορφωτικά σεμινάρια.
Ένας από τους βασικότερους πυλώνες των υπηρεσιών που παρέχονται από το Κέντρο είναι επίσης και η παραπομπή και συνοδεία των θυμάτων σε ξενώνες, στις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές, στο δικαστήριο, σε νοσοκομεία και σε φορείς προστασίας και στήριξης παιδιών, αν αυτό ζητηθεί από τα θύματα.
Από τον Απρίλιο το Κέντρο Συμβουλευτικής Υποστήριξης διαθέτει μόνιμη νομική σύμβουλο, η οποία ενημερώνει τις κακοποιημένες γυναίκες για τα δικαιώματά τους σχετικά με τους νόμους και τις απαιτούμενες διαδικασίες για υποβολή μήνυσης και διεκδίκηση επιμέλειας ανηλίκων. Όλες αυτές οι υπηρεσίες δημιουργούν για τα θύματα βίας το απαραίτητο έδαφος για να αναθεωρήσουν τη στάση τους βρίσκοντας στήριγμα στην προσπάθειά τους για ένα πιο αισιόδοξο μέλλον μακριά από βίαιες, υποτιμητικές και επικίνδυνες συμπεριφορές.
«Κάθε κακοποιημένη γυναίκα που έχει δεχτεί, σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, συναισθηματική ή λεκτική βία, μπορεί να απευθυνθεί στην υπηρεσία μας ξεκινώντας τη συνεργασία της με την κοινωνιολόγο, η οποία θα καταγράψει τα βασικά της στοιχεία και το βασικό της αίτημα. Στη συνέχεια θα δουλέψει με την κοινωνική λειτουργό, έτσι ώστε να δεχτεί κοινωνική στήριξη ή ακόμα και την ψυχολογική στήριξη από την ψυχολόγο, ανάλογα με τις ανάγκες της, προκειμένου να μπορέσει να υπάρξει ολοκληρωμένη και εξειδικευμένη αντιμετώπιση του κάθε θέματος. Περά όμως από αυτό πολύ σημαντική κρίνεται και η συνεργασία με τους άλλους φορείς, μιας και φυσικά το Κέντρο μόνο του δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στο σοβαρό του έργο. Θα ήθελα να αναφέρω μερικές από αυτές τις υπηρεσίες του Δήμου, όπως την Κοινωνική Υπηρεσία, το Κέντρο Ψυχικής Υγείας, το Νοσοκομείο, το αστυνομικό τμήμα, τον Δικηγορικό Σύλλογο, τους ξενώνες που βρίσκονται σε Ηράκλειο και Χανιά αλλά και ανά την Ελλάδα» ανέφερε στην εφημερίδα η κ. Αεράκη, σχολιάζοντας τις διαδικασίες που ακολουθούνται όταν ένα θύμα βίας απευθυνθεί στο Κέντρο.
Τέλος, τόσο η προϊσταμένη του Κέντρου όσο και η κοινωνική λειτουργός, προσκάλεσαν τις γυναίκες που υφίστανται βία να απευθυνθούν στην κοινωνική αυτή δομή του Δήμου, διαβεβαιώνοντας τις ότι τηρείται το απόρρητο και ο σεβασμός στην προσωπικότητα της κάθε γυναίκας. «Δεν παίρνουμε αποφάσεις για εκείνες. Οι ίδιες λαμβάνουν τις αποφάσεις, αφού πρώτα δεχτούν την υποστήριξή μας και την ενθάρρυνση. Τις καλούμε να κάνουν την αρχή και να σπάσουν τη σιωπή. Από αυτό το καθοριστικό βήμα και μετά ανοίγει μια νέα σελίδα στη ζωή τους» επεσήμανε η κ. Βαονάκη, στέλνοντας ένα μήνυμα σε όσες γυναίκες πέφτουν θύματα κακοποίησης και διστάζουν να το γνωστοποιήσουν.
Το Κέντρο Συμβουλευτικής Υποστήριξης Γυναικών Θυμάτων Βίας, βρίσκεται στην Λ. Κουντουριώτου 98. Το τηλέφωνο επικοινωνίας του Κέντρου είναι το 28310 56607.