Του ΓΙΑΝΝΗ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗ*
Δεν είναι απλή υποχρέωση η τιμή κάθε επετείου στα μαρτυρικά μας χωριά. Είναι η οφειλόμενη τιμή στον «άνθρωπο».
Κάτω όμως και πέρα από τα ηρωικά προσωπεία, τους τίτλους τιμής, τα παράσημα, πέρα από τη λάμψη των κατορθωμάτων, υπήρχε και θα υπάρχει πάντα ο άνθρωπος!!!
Πίσω από κάθε ηρωική πράξη που αναγράφεται στα ιστορικά κιτάπια, κρύβεται ο ανθρώπινος μόχθος, η ανθρώπινη αγωνία, η ανθρώπινη ψυχή και η γενναία καρδιά που παλεύει για τα ιδανικά, για τα ιδεώδη, για την πατρίδα, για την ελευθερία, χωρίς να ζητά ανταλλάγματα και εξαργύρωση της θυσίας.
Δεν θα κάνω λοιπόν λόγο για ηρωισμό αλλά για ανθρωπιά και μεγαλοψυχία.
Δεν θα μιλήσω για ήρωες που κέρδισαν μια θέση στα γραπτά της πρόσφατης ιστορίας αλλά για απλούς, καθημερινούς ανθρώπους που δίκαια κατέκτησαν μια θέση στην καρδιά μας και με την πράξη τους κρατούν ασίγαστο να καίει το φυτίλι στο λυχνάρι της μνήμης μας!!!!
Με την ευκαιρία της σημερινής μας συνάντησης θα ήθελα να σας πω κι εγώ το συναξάρι του χωριού μου. Σαχτούρια 80 ολάκερα χρόνια μας χωρίζουν από τη φθινοπωρινή εκείνη μέρα ενός μελαγχολικού Σεπτέμβρη που βάφτηκε κόκκινος από το αίμα των 15 εκτελεσθέντων, υπό τους Γερμανούς κατακτητές, Σακτουριανών προγόνων μας, στις φυλακές της Αγυιάς στα Χανιά.
Ήταν η συμβολή σε αίμα και η θυσία των Σακτουριανών στον απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Κρήτης εναντίον της γερμανικής κατοχής.
Παρά τη σθεναρή και ομόψυχη αντίσταση του Κρητικού λαού και των συμμάχων μας Άγγλων, Καναδών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών και παρά τα πενιχρά μέσα που διέθεταν και την παντελή έλλειψη αεροπορικής κάλυψης, οι Γερμανοί μετά από δεκαήμερο σκληρό αγώνα, ο οποίος τους στοίχισε πολλούς νεκρούς και τραυματίες και τον ουσιαστικό αποδεκατισμό του σώματος των αλεξιπτωτιστών που ήταν ένα από τα καλύτερα σώματα του γερμανικού στρατού κατέλαβαν τελικά την Κρήτη.
Την Κρήτη που τους ήταν απαραίτητη γιατί θα αποτελούσε το βασικότερο κέντρο ανεφοδιασμού του στρατάρχη Ρόμελ στην Αφρική.
Σε τούτο τον αγώνα και οι Σακτουριανοι βοήθησαν με όλες τους τις δυνάμεις και με όλους τους τρόπους από τις πρώτες μέρες της αντίστασης.
Διατηρούσαν κρυφά ασύρματο και παρείχαν πληροφορίες στον συμμαχικό στρατό της Μέσης Ανατολής, για τις κινήσεις των γερμανικών στρατευμάτων στη νότια Κρήτη.
Ομάδες ανταρτών έμειναν και τροφοδοτήθηκαν με τρόφιμα και εφόδια στο χωριό μας.
Οι πρόγονοί μας φυγάδευσαν μεγάλο αριθμό συμμάχων στη Μέση Ανατολή από τον όρμο του Αγίου Παύλου.
Πολλοί δε κατέβηκαν τον Μάη του 41 και πολέμησαν του αλεξιπτωτιστές στο Ρέθυμνο.
Με το ξημέρωμα της 3 του Μάη του 44 βρέθηκαν τα Σακτούρια ασφυκτικά κυκλωμένα από τους Γερμανούς που έδρασαν με απευθείας εντολή του στρατηγού Μπρόγερ.
Στους κατοίκους οι Γερμανοί επικαλέστηκαν δύο λόγους για την καταστροφή του χωριού.
Ότι η συνοδεία του στρατηγού Κράιπε διήλθε παρά το χωρίον, πληροφορία η οποία ήταν λαθεμένη και ότι προ είκοσι περίπου ημερών αγγλικό πλοίο είχε αποβιβάσει εις την πλησίον ακτή πολεμοφόδια.
Πράγματι στις 20 του Απρίλη του 44 προσέγγισε συμμαχικό πλοίο στην ακτή του Άγιου Παύλου, αποβίβασε όπλα και πολεμοφόδια και δημιουργήθηκαν επεισόδια μεταξύ των ορισμένων αγωνιστών και τους αρχηγούς της αγγλικής
αποστολής Τομ για τον τρόπο διανομής τους.
Εκτός από το θόρυβο που δημιουργήθηκε από τις προσωπικές αντεγκλήσεις και τους διαπληκτισμούς, κανένα συνωμοτικό μέτρο δεν πάρθηκε για να τηρηθεί μυστική η άφιξη του συμμαχικού μέσου, ούτε και οι οφειλόμενες προφυλάξεις κατά τη διακίνηση των όπλων, με επακόλουθο εύκολα οι «καλοθελητές» (αν δεν ήτανε και παρόντες) να μάθουν και να μεταφέρουν κάποιες ή και συγκεκριμένες πληροφορίες στους Γερμανούς.
Έτσι λοιπόν οι Γερμανοί μάζεψαν τους κατοίκους στην πλατεία του χωριού και τα μεν γυναικόπαιδα τα έκλεισαν στο σχολείο και την εκκλησία ενώ τους άνδρες τους οδήγησαν στην αγροτική περιοχή του Αγίου Κυρίλλου με σκοπό να τους εκτελέσουν αν έβρισκαν τα πολεμοφόδια του πλοίου ….. τελικά οι έρευνες στα σπίτια που έκαναν ήταν άκαρπες και για αυτό η νέα εντολή που δόθηκε ήταν να μεταφερθούν στις φυλακές της Φορτέτζας στο Ρέθυμνο.
Τα γυναικόπαιδα τη δεύτερη μέρα και αφού τους ζήτησαν να πάρουν ρούχα και ότι άλλο είδος πρώτης ανάγκης τους χρειαζόταν τα οδήγησαν με τα πόδια από τις Μέλαμπες προς το Ρέθυμνο και φιλοξενήθηκαν στη Μονή Αρσανίου και στα χωριά Άδελε, Πηγή, Λούτρα και Μέση.
Την ώρα που έβγαιναν τα γυναικόπαιδα από το χωριό άρχισαν οι ανατινάξεις των σπιτιών και στους δύο οικισμούς εκτός από μερικά που είχαν στην λίστα να μην τα γκρεμίσουν και χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού ανατίναξαν και τις δύο εκκλησίες των οικισμών αλλά και το δημοτικό σχολείο.
Τα γυναικόπαιδα και όσοι από τους άνδρες είχαν απελευθερωθεί επέστρεψαν στον τόπο τους και αντίκρισαν ερείπια και συντρίμμια.
Τους μόχθους μιας ζωής ισοπεδωμένους κάτω από τις στάχτες και καπνούς.
Πείνα, εξαθλίωση αλλά και ο αγώνας για το αύριο, η ελπίδα για την ελευθερία, φώλιαζε στις ψυχές τους.
Σε διάστημα ογδόντα ημερών είχαν αποφυλακιστεί οι περισσότεροι από τους αιχμαλώτους συγχωριανούς μας και οι τελευταίοι που κρατήθηκαν, 28, τους μετέφεραν στις φυλακές της Αγυιάς Χανίων.
Εκεί διέμειναν έως την 16 Σεπτεμβρίου όπου επέλεξαν 15 και μαζί με άλλους Κρητικούς τους εκτέλεσαν και αντί χαριστικής βολής τους αποκεφάλισαν έχοντας στην ψυχή τους χαραγμένη την εικόνα του όμορφου τόπου τους, της γης όπου μεγάλωσαν και που η μοίρα δεν τους επέτρεψε να τον δουν κατεστραμμένο από τα εχθρικά πυρά.
Ξεψύχησαν με την ελπίδα πως τα παιδιά τους θα ζήσουν σε μια Κρήτη ελεύθερη και δυνατή, μια ελπίδα που λίγες μέρες αργότερα, άρχισε αχνά να παίρνει σάρκα και οστά, καθώς οι Γερμανοί εγκατέλειπαν την Κρήτη και την Ελλάδα.
Αρχής γενομένης από τη σημερινή μας συνάθροιση και με αφορμή την εκδήλωση φόρου τιμής στη μνήμη των ένδοξων πατριωτών μας, που πριν 80 χρόνια θυσιάστηκαν για να ζούμε εμείς σήμερα σε μια χώρα ελεύθερη, ας αναλογιστούμε το μέγεθος της θυσίας τους και ας μετουσιώσουμε τα υψηλά ιδανικά τους και στους σύγχρονους αγώνες!
Ας κάνουμε κτήμα μας τα ιδεώδη της ενότητας και της ελευθερίας που μας κληρονόμησαν και ας μην γυρίσουμε τις πλάτες μας στο παρελθόν, γιατί λαός χωρίς παρελθόν δεν έχει μέλλον.
*Από την εισήγηση στο πανελλήνιο συνέδριο «Ολοκαυτώματα 80 χρόνια μετά…».