«Γλυκειά μου πατριδούλα. Νιώθω τόση
χαρά κι αγάπη όπως σ’ αντικρίζω
που και τα δύο μου χέρια τα ‘χω απλώσει
να σε χαϊδεύουν κι άθελα δακρύζω»
«Κι ευλαβικός προσκυνητής για σε φερμένος
ώρες σε καμαρώνω, θέλω ακόμα
απ’ τ’ όραμα σου απόψε μαγεμένος
να σου φιλήσω τ’ άγιο σου το χώμα»
(Από την ποιητική συλλογή
«Τα τραγούδια του παλιού Ρεθέμνου»
του αλησμόνητου, αισθαντικού συμπολίτη
Γιώργη Καλομενόπουλου).
Από τις πρώτες σελίδες του νέου πονήματος της Άννας Φιλιώτου «Δύο θάλασσες που σμίγουν» εντυπωσιάζεται ο αναγνώστης από την αισθητική καλλιέπεια λόγου και από την εκλεπτυσμένη ευαισθησία. Ότι πρόκειται όχι απλά και μόνο για ένα βιβλίο ποιοτικό, περίτεχνο και πνευματώδες, αλλά για ένα ρεσιτάλ ακριβούς και αρίστης αποδόσεως της ελληνικής γλώσσας και των καταλλήλων και δυσκόλων χειρισμών αυτής.
Από την σαφήνεια, την ζωντάνια, την εκφραστικότητα της ελληνικής γλώσσας και τη γλαφυρότητα του ύφους στο απολαυστικό κείμενο διαφαίνεται η λογοτεχνική παιδεία και γνώση της συγγραφέως, προσελκύεται δε και παρακινείται ο αναγνώστης, για να συνεχίσει μετά τον πρόλογο, με αδιάπτωτο ενδιαφέρον, την περαιτέρω εντρύφηση στην εξαίσια αυτή ιχνηλασία του παρελθόντος.
Η συγγραφέας προδήλως διαπνέεται από νοσταλγική αναπόληση για την πόλη που έζησε, ούτω πως εκδηλώνει πολλαπλώς τον άπειρο σεβασμό της στις προγονικές ρίζες και στη φιλόξενη, αγαπημένη, γενέθλια γη και αποτίει φόρο τιμής στους γεννήτορες.
Στο αισθαντικό έργο του Παλαμά απηχεί ένας ύμνος διάχυτος για τα παιδιά, που αναβλύζει σαν αγίασμα, τόσο στο ποιητικό όσο και στο πεζό. Αυτή η παιδική αθωότητα, αγνότητα και ευαισθησία ξεδιαλύνουν το μυστήριο ενός μεγάλου έρωτα του Παλαμά, ο οποίος συγκλόνισε τον ίδιο και ενέπνευσε τα μεγαλύτερα αριστουργήματα στο έργο του.
Όταν τα χρόνια πέρασαν και «πέταξαν τα μύρα» ο ποιητής αναπολεί πάντοτε την παιδικήν αθωότητα. Πιστεύει ο Παλαμάς, ότι ο προορισμός του κόσμου είναι να ξαναγίνομε όλοι οι άνθρωποι, όπως είμαστε μια φορά «σαν τα παιδιά και σαν τα λουλούδια, αγνοί και μοσχομύριστοι μέσα σ’ έναν παράδεισο δικαιοσύνης (Άπαντα τ. 10, 14).
Το ίδιο κωδικοποιημένο μήνυμα αυτής της παιδικής αθωότητας μας μεταφέρει ο αγνός έρωτας της Δανάης Σταυρουλάκη και του Σπύρου Φιλιώτη και από αυτό το σημείο αναφοράς διαπνέεται η όλη αφήγηση με το συναισθηματικό περιεχόμενο, το οποίο αποδίδεται παραστατικά και εμφατικά στο εξαίσιο έργο της Άννας Φιλιώτου «Δύο θάλασσες σμίγουν».
– Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο Οδυσσέας Ελύτης εξαίρει με ιδιαίτερη έμφαση την παιδική αθωότητα στο έργο του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και του ζωγράφου Θεόφιλου.
Αθήνα, Οκτώβρης του 1924. Η Δανάη Φιλιώτου κάθεται με την φίλη της Μαριάνθη στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής και κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται μια ομάδα φοιτητών, να θορυβεί και να χει πιάσει καθίσματα στα ψηλά.
«Δεν είναι δικοί μας αυτοί» θα της πει η Μαριάνθη «παρακολουθούν εμάς. Στις σχολές των θετικών επιστημών κορίτσια δεν υπάρχουν κι έχουν βάλει στο μάτι τη Φιλοσοφική».
Όταν τελειώνει η ώρα της διδασκαλίας η Δανάη σχολίασε: «Αυτοί εκεί ψηλά έκαναν φασαρία».
«Και βέβαια» είπε η Μαριάνθη «Ήταν εκεί και ο Φιλιώτης».
«Εστί δε Φιλιώτης;» τη ρωτά η Δανάη.
«Είναι ας πούμε ο αρχηγός της… συμμορίας. Αυτός κάνει τη μεγαλύτερη φασαρία. Είναι Ζακυνθινός».
Η Δανάη γύρισε, σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε προς τη «γαλαρία». Τον ξεχώρισε αμέσως… Ήταν ένας ωραίος νέος… Όρθιος ανασκουμπωμένος, ιδρωμένος… Φωτεινό, έξυπνο πρόσωπο… Μόλις αντιλήφθηκε το βαθύ εκφραστικό βλέμμα της Δανάης τα μάτια τους συναντήθηκαν. Σαν ένα ηλεκτρικό ρεύμα πέρασε από τη ματιά του ενός στη ματιά του άλλου. Της χαμογέλασε.
Η ΧΕΝ μετά από λίγες μέρες θα πραγματοποιούσε ημερίδα. Ανάμεσα στους ομιλητές περιλαμβανόταν και η Δανάη. Ο Σπύρος θα τη συναντήσει προφανώς όχι τυχαία, στο Αμφιθέατρο.
«Με συγχωρείτε. Είστε η δεσποινίς Δανάη Σταυρουλάκη;».
«Ναι. Εγώ είμαι».
«Θέλω να σας ρωτήσω κάτι».
«Ορίστε».
«Είστε η ομιλήτρια που θα πραγματευτεί στη ΧΕΝ το θέμα της λαογραφίας της Κρήτης;».
«Μάλιστα».
«Θα ήθελα λόγο του προσωπικού μου ενδιαφέροντος να παρακολουθήσω τη διάλεξή σας».
«Βέβαια. Η είσοδος είναι ελεύθερη στο κοινό».
«Δεν θα τολμούσα αν πρώτα δεν ζητούσα τη δική σας άδεια».
«Θα ήταν μεγάλη μου τιμή κύριε».
«Σπύρο. Σπύρος Φιλιώτης εκ Ζακύνθου».
Αυτός ο λιτός, αξιοπρεπής και ευπρεπής διάλογος σηματοδοτεί το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, το κρυφό καρδιοχτύπι, τη σύγκορμη ταραχή που συγκλονίζει σαν ένα δυνατό συναίσθημα έλξεως και επιθυμίας της δύο ψυχές.
Ρέθυμνο Μάρτιος 1931. Καθώς η σχολική χρονιά προχωρούσε και ο χειμώνας βάδιζε προς το τέλος του η Δανάη καθηγήτρια του Γυμνασίου Θηλέων Ρεθύμνης περνούσε τις μέρες της αφοσιωμένη στις εκπαιδευτικές της δραστηριότητες, απολαμβάνοντας την απόλυτη αποδοχή από την κοινωνία της μικρής πόλης. Βαθιά όμως στην ψυχή της τα συναισθήματά της βρισκόταν σε πόλεμο…
Έμοιαζε στρωμένη η ζωή της Δανάης αλλά η ίδια αισθανόταν ένα κενό μέσα της. Κάτω από την επιφάνεια της ξεγνοιασιάς υπήρχε το αίσθημα της θλίψης, της αποστέρησης, της αβεβαιότητας… Γύριζε πίσω στο χρόνο. Τι άλλο να κάνει τις μέρες εκείνες που η ψυχή της ήταν βουτηγμένη στην ανυπόφορη, μοναξιά.
Ζάκυνθος Δεκέμβριος 1931. Στο εργοστάσιο Βισβάρδη η ζωή περνούσε πληκτικά, μίζερα… Ο χωρισμός του Σπύρου ήταν ένας απέραντος ωκεανός, χωρίς θέα στεριάς σε κανένα σημείο του ορίζοντα… Η αγάπη, ο έρωτας είχαν παραμείνει ζωντανά. Δεν είχαν σβήσει από την πίεση του χρόνου και της απόστασης. Από την πλούσια αλληλογραφία με τα γράμματα που διασώθηκαν αποτυπώνονται η πίστη και η θέληση των δύο νέων.
Τους κυριεύει ένα παράφορο πάθος. Δεν μπορούν να πειθαρχήσουν τον εαυτό τους, να κυριαρχήσουν πάνω στο συναίσθημά τους. Ο έρωτάς τους γίνεται αδυσώπητος νόμος, γίνεται η τροφή και το μάννα. Μέσα από χίλιες αποχρώσεις συναισθημάτων με σθένος, διαύγεια και ειλικρίνεια, ειλικρίνεια που καταπλήσσει ο Σπύρος κι η Δανάη εκφράζουν ακατάπαυστα τον ενδόμυχο στοχασμό τους. Δεν κρατούν τα προσχήματα και τις αποστάσεις εντός ενός επαρχιακού, συντηρητικού περιβάλλοντος. Ότι και αν βρίσκεται κρυμμένο μέσα τους και τους βασανίζει, το εκδηλώνουν θαρρετά και το αποκαλύπτουν με παρρησία.
Πιστεύουν στο αίσθημά τους, είναι απολύτως βέβαιοι γι’ αυτό και προχωρούν, χωρίς να δειλιάσουν μπροστά σε τυχόν ανασταλτικούς παράγοντες και απροσπέλαστα εμπόδια και όλα αυτά με μιαν αφέλεια και αθωότητα παιδιού τον συναρπάζει.
Ο Σπύρος γράφει με μια κάρτα της εποχής:
«Γλυκιά μου Δανάη. Ένα μικρό ενθύμιο της άπειρης λατρείας και αφοσίωσης που τρέφω για σένα». Και σε μια άλλη: «Ο μόνος προορισμός της ζωής μου, λατρευτή μου Δανάη είναι να σου χαρίσω την ευτυχία. Η καρδιά μου, η ζωή μου, η ψυχή μου σου ανήκουν αποκλειστικά». Και σε άλλη «Γλυκέ μου άγγελε, είσαι η μοναδική μου ελπίδα. Μου φωτίζεις τη ζωή και μου εμπνέεις τα πιο ευγενή αισθήματα». Ζάκυνθος.
Όπως φαίνεται από τα γράμματα της Δανάης που όλα διασώθηκαν κι εκείνη εκδήλωνε και φανέρωνε τα ίδια ακριβώς αισθήματα. Η αλληλογραφία τους αυτή λιτή και απέριττη αποκαλύπτει δύο νέους που «παρασύρονται» και παραδίδονται ολότελα στην έξαρση του ερωτικού τους οίστρου, που τους συναρπάζει και τον ανεβάζει κατακόρυφα σε παραδείσια ύψη.
Τα γράμματα του Σπύρου και της Δανάης πλημμυρίζουν την καρδιά με συγκίνηση, γιατί αποπνέουν όχι μόνο ένα ψυχικό, αξεπέραστο μεγαλείο, αλλά και μια πρωτόγνωρη πνευματική έξαρση. Έχεις την αίσθηση ότι μεταφέρεσαι σ’ ένα κόσμο υπέροχο και υπέρλαμπρο μακριά από όσα ευτελή και ρηχά του μας τριγυρίζουν.
«Γλυκέ μου Πίπη. Σ’ αγαπώ και σε λατρεύω με όλη τη δύναμη της ψυχής και της καρδιάς μου, που είναι κι ολόκληρη δική σου. Δική σου και στο θάνατο». Δαναΐτσα Ρέθυμνο 30/5/30.
«Να ‘σαι βέβαιος γλυκέ μου Πίπη, έως και στη ζωή και στο θάνατο θα ‘μαι δική σου». Δανάη Ρέθυμνο 2/5/31.
«Αγαπημένε μου Πίπη. Πίστεψε πως ένας είναι της ζωής μου ο προορισμός και μία η σκέψη μου. Να σου χαρίζω την ευτυχία… Πάντα σε λατρεύω και πάντα σ’ αγαπώ. Δανάη Ρέθυμνο 26/8/31».
Προφανώς ο επαΐων αναγνώστης θα αναγνωρίσει ότι αυτά τα γράμματα με τη συναισθηματική τους φόρτιση και υπέρβαση έχουν μεγάλο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Κάθε τους λέξη, κάθε φράση τους, κάθε σκέψη, καίει σαν φωτιά και φωτίζει σαν ολοκάθαρη φλόγα, γιατί είναι γραμμένα με το άλικο αίμα της καρδιάς τους.
Ο έρωτας της Δανάης και του Σπύρου εκφράζεται πεντακάθαρα απ’ αυτό το απαύγασμα ενός παράφορου έρωτα, ενός μυστηρίου που εμφαίνεται με διαύγεια μέσα από αυτά τα δείγματα της αλληλογραφίας τους σαν ένας μυστικός υμέναιος, όπως το γαμήλιο άσμα των Αρχαίων μας προγόνων.
«Πίπη μου, φως μου, ούτε ο θάνατος δε θα με χωρίσει από εσένα. Και στον τάφο θα είμαι δική σου. Μόνο για σένα ζω» Δανάη, Ρέθυμνο 26/8/31.
«Λατρεία μου, με την ψυχή σπαραγμένη από τον πόνο, σου φωνάζω να με πιστέψεις πως για έναν και μοναδικό σκοπό ζω, να σε κάνω τρισευτυχισμένο. Και στη ζωή και στο θάνατο δική σου. Δανάη Ρέθυμνο 30/8/31.
«Η μοναδική ελπίδα της ζωής μου είσαι εσύ γλυκέ μου Πίπη» Δανάη Ρέθυμνο 3/3/32.
Αυτός ο έρωτας οδήγησε τη Δανάη μέσω του Σπύρου αλλά και τον Σπύρο μέσω της Δανάης στη σύλληψη του Απόλυτα Καλού και του Απόλυτα Ωραίου σε μια υπερβατική διάσταση, που δεν είναι δυνατόν να νοηθεί, ούτε να κριθεί με την κοινή λογική. Έρωτας φυσικός και μεταφυσικός, ανθρώπινος και θείος, γήινος και ουράνιος, σαν εκείνα τα άνθη που βλασταίνουν σε υπερφυσικούς ευλογημένους λειμώνες.
Άκουσα ηθικολόγους, ευτυχώς ελάχιστους, που δεν έχουν κατανοήσει την αισθητική αξία των επιστολών να τις κριτικάρουν αβασάνιστα και επιπόλαια, αλλά και με πικρόχολα σχόλια να λένε: «Γιατί ν’ ανασυρθεί μια πτυχή του ιδιωτικού βίου των δύο καθηγητών και να μειωθεί η προσωπικότητά τους. Όμως στην Άννα Φιλιώτου αξίζει κάθε τιμή και κάθε έπαινος, γιατί αναγνώρισε την αναμφισβήτητη υπεροχή τους.
Περιορίζομαι σ’ αυτό και μόνο το ουσιώδες κεφάλαιο μιας εκρηκτικής, θυελλώδους και φλογερής σχέσης, λόγω των πεπερασμένων, προκαθορισμένων ορίων μιας εφημερίδας, όμως στις 380 σελίδες το εμπεριστατωμένο, περιεκτικό και ποιοτικό πόνημα εμπερικλείει και πολλά άλλα προσφιλή θέματα για ένα ευχάριστο «ταξίδι» του αναγνώστη.
Κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο ξενοδοχείο ανωτέρας κλάσεως Kreta Pallas, ρεθεμνιώτικης ιδιοκτησίας και διαχείρισης, η αισθαντική Άννα προσέφερε στους πολυπληθείς φιλαναγνώστες συμπολίτες μια βραδιά κοσμοπολίτικη, λαμπερή και αλησμόνητη.
Η ηγεμονική γενναιόδωρη και ανιδιοτελής προσφορά της, αφενός της δωρεάς ενός δαπανηρού βιβλίου και αφετέρου ενός πλούσιου δείπνου, αποκαλύπτουν αν μη τι άλλο αισθήματα εκλεπτυσμένα, σπάνια μιας πατροπαράδοτης φιλοξενίας, βασικής κρητικιάς αρετής, κληρονομημένης από τους προγόνους. Περιποιούν δε την ανάλογη τιμή στη συμπολίτισσα συγγραφέα. Όμως πέραν όλων αυτών η απλόχερη, αφειδώλευτη φιλοξενία της Άννας, η οποία δεν συναντάται συνήθως στην εποχή μας, μας μεταφέρει μιαν ακόμα πτυχή του άμεμπτου χαρακτήρα της. Ότι έχει ενστερνιστεί σε βάθος τη Χριστιανική διδασκαλία σύμφωνα με τη γνωστή ρήση.
«Μη θησαυρίζεται υμίν θησαυρούς επί της γης όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσουσι και κλέπτουσι» Ματθ. 6, 19.
Κατά την παρουσίαση του βιβλίου ο κ. Διονύσης Φιλιώτης υποδέχτηκε το κοινό μ’ ένα εγκάρδιο καλωσόρισμα. Εν συνεχεία η καλλικέλαδη συμπολίτισσα αγαπητή Φέφη μας με το μοναδικό ταλέντο της, την εξαίσια χαρισματική κοντράλτα φωνή, που επισήμανε και ανέδειξε ένας Μάνος Χατζηδάκης τώρα και με τη κρυστάλλινη διαύγεια του λόγου της, μίλησε περιεκτικά για το βιβλίο και τη συγγραφέα.
Η λαμπερή, σεμνή και τιμητική παρουσία του πολυφίλητου, προσηνούς και ευπροσήγορου Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη μας κ. Ευγενίου προσέδωσε στη βραδιά ένα υψηλό prestige (κύρος, βαρύτητα).
Απέριττη και σεμνή η παρουσία της τ. Υπουργού κ. Όλγας Κεφαλογιάννη, του δημάρχου κ. Γ. Μαρινάκη, του βουλευτή και διευθυντή του Αττικού Νοσοκομείου Ηλία Λαμπίρη και του τ. δήμαρχου κ. Δημ. Αρχοντάκη.
Το panel των ομιλητριών συμπληρώθηκε επαξίως από τις κυρίες Α. Ραγιά και Ξένια Πλαστήρα.
Το clou της βραδιάς υπήρξε η απαγγελία αποσπασμάτων του βιβλίου από την ταλαντούχο νεαρή ηθοποιό κ. Δανάη Καλοχώρα, ενώ η Άννα Φιλιώτου μας έδωσε άλλο ένα ακόμα ρεσιτάλ όπως εκείνο μιας ορθοφωνίας και ενός περιεκτικού λόγου.