Από τους πρόσφυγες που έγραψαν ιστορία στον τόπο μας ο αξέχαστος Στέλιος Κανταρτζής. Όποιος δεν τον γνώριζε πίστευε πως θα κατέχει τουλάχιστον πτυχίο φιλολογίας. Όλα τα κείμενα ήταν σε άψογα ελληνικά και το πόσο καλά ήξερε να μιλά και να γράφει το αντιλαμβανόσουν και από την ποιότητα του στον στίχο. Ήταν πάντα αψεγάδιαστος και σε νόημα και σε τεχνική.
Κι όμως ο Στέλιος Κανταρτζής ήταν ένα βασανισμένο προσφυγόπουλο, που βρήκε στο Ρέθυμνο δεύτερη πατρίδα και με σκληρή δουλειά και αγώνα κατάφερε να δημιουργήσει μια περιουσία και να γίνει άρχοντας στον Πλατανιά.
Από τις βασικές του αρετές ήταν το πλατύ του χαμόγελο και στο αστείρευτο χιούμορ του, με το οποίο μας χάρισε σπαρταριστό σατιρικό στίχο.
Μα όσο γενναιόδωρος ήταν σε αισθήματα τόσο φειδωλός ήταν σε αναφορές γύρω από τον εαυτό του. Πίστευε ότι έκανε αυτό που τον ευχαριστούσε και του ήταν αρκετή μια καλή κουβέντα. Σε μια τέτοια λογοτεχνική αξία όμως δεν μπορούσες να περιορίζεσαι σε κοινοτυπίες. Και εκφράζαμε τον εαυτό μας σε κάθε ευκαιρία.
Κάθε μας συνάντηση ήταν και μια πηγή γνώσης για μένα. Έτσι είχα την ευκαιρία να μάθω για το ΜΕΓΑΛΟ ΟΧΙ και άλλα ποιήματα που γράφτηκαν σε μεγάλες ιστορικές στιγμές.
Ήταν σπουδαίος πατριώτης ο Στέλιος Κανταρτζής. Το καταλάβαινες από τη δυναμική του στίχου του γιατί ο ίδιος ήταν πάντα χαμηλών τόνων. Ένας άνθρωπος με σπάνια ψυχή που ήθελε πάντα με πολιτισμένο τρόπο να διαχειρίζεται κάθε στιγμή της καθημερινότητάς του.
Ένα βασανισμένο προσφυγόπουλο
Γεννήθηκε το 1921 στις Νέες Φώκιες της Μικράς Ασίας. Το 1923 μετά από πολλά βάσανα οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στον Πλατανέ κι ασχολήθηκαν με γεωργικές εργασίες.
Δύσκολα χρόνια και κάθε οικογένεια χρειαζόταν γερά χέρια να φέρνουν ψωμί. Έτσι κι ο μικρός Στέλιος τι να κάνει; Υποχρεώθηκε να αφήσει το σχολείο μόλις τέλειωσε το δημοτικό και ν’ ασχοληθεί με την καλλιέργεια της γης. Δεν άφησε όμως τη μελέτη. Πάντα εύρισκε χρόνο να της αφιερώσει χωρίς να παραπονεθεί για τη στέρηση της γνώσης που του επέβαλαν οι σκληρές συνθήκες της εποχής.
Αμούστακο παλικαράκι ακόμα ένοιωσε την ανάγκη να γράψει. Κι έτσι χωρίς συγκεκριμένη αφορμή ασχολήθηκε με την ποίηση και την πεζογραφία. Τα θέματά του αντλούσε από την καθημερινότητα και ποτέ δεν θέλησε να παραδεχτεί πως ήταν ένας φτασμένος λογοτέχνης και μάλιστα με πολλές προοπτικές.
Άριστη η τεχνική του
Η άριστη τεχνική στη δομή του στίχου του, φαίνεται από την επιτυχημένη επίδοση στην ακροστιχίδα που είναι από τα δυσκολότερα είδη του έντεχνου λόγου. Μικρό παράδειγμα το «Ρέθυμνο»:
Ρ-έθυμνο ονομάζεται η πόλη όπου μένω
Ε-κ Μικρασίας πρόσφυγα με έχουνε φερμένο
Θ-ύμισες που αγγίζουνε τα φύλλα της καρδιάς μου
Υ-πομονή!!συστέγαση μετά της συμφοράς μου!
Μ-όνο αυτός που έπαθε μπορεί να καταλάβει
Ν-α αισθανθεί τον πόνο μου και τη δική μου βλάβη!
Ο- χρόνος ο αλύπητος που βρίσκεται μπροστά μου
Ν-α μου γλυκαίνει τις πληγές ως τα γεράματά μου
Πάντα όμως είχε κι έντονη τη σκωπτική διάθεση.
«Εις το δικό μου Σόχωρο φυτεύω εγώ κρομμύδια
και …στην αυλή μου τα πετά εις άλλος τα σκουπίδια».
Φύση ανυπόταχτη κι αυτός δεν μπορούσε να ανεχτεί το ναζιστικό ζυγό. Έτσι εντάχθηκε μόλις βρήκε ευκαιρία στην Εθνική Αντίσταση με αξιόλογη δράση. Εξ αιτίας αυτής συνελήφθη και μετά από φρικτά βασανιστήρια, πεπεισμένοι οι δήμιοί του ότι δεν πρόκειται να του αποσπάσουν λέξη τον έστειλαν στις φυλακές Αγυιάς στα Χανιά, που ήταν κολαστήριο εκατοντάδων πατριωτών.
Αρχή δημιουργίας με το «Μεγάλο όχι»
Από τις εμπειρίες του αυτές εμπνεύστηκε το βιβλίο του το «Μεγάλο όχι». Πρόκειται για ένα επικό αριστούργημα που ξεκινά από τον πόλεμο του ’40 και συνεχίζει στην αντίσταση του περήφανου λαού μας μέχρι τη λευτεριά.
Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Ρεθεμνιώτικοι Σφυγμοί», είναι μια συλλογή από τα έμμετρα και πεζά κείμενα, που κατά καιρούς δημοσιεύτηκαν στις τοπικές κυρίως εφημερίδες.
Με την πολιτικοκοινωνική του σάτιρα, με τα ηθογραφικά, τα λαϊκά, τα ιστορικά του διηγήματα συγκινεί αλλά και ψυχαγωγεί τον αναγνώστη του.
Και κανένας δεν μπορεί να δεχθεί έστω και με διαβεβαιώσεις, ότι ο λογοτέχνης που έχει μπροστά του, δεινός εκφραστής του λόγου, είναι απόφοιτος δημοτικού!
Μέσα από το έργο του παρελαύνουν μορφές και γεγονότα που σημάδεψαν την τοπική ιστορία.
Ο κάματος της δουλειάς ποτέ δεν τον γονάτισε. Όσο κουρασμένος κι αν ένιωθε, μόλις έπιανε να γράψει κάτι για την εφημερίδα ήταν αμέσως μετά άλλος άνθρωπος.
Αστείρευτο κουράγιο
Αυτό που θαυμάζαμε πάντα στον Στέλιο Κανταρτζή, ήταν το αστείρευτο κουράγιο που ανάβλυζε από μέσα του κι έδινε ζωή και στους άλλους.
Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του αυτοί.
«Να σε χτυπά ο χαλασμός καταστροφή μεγάλη
κι εσύ με το χαμόγελο να ξαναρχίζεις πάλι.
Να προχωρείς, να προχωρείς χωρίς να βλέπεις πίσω
ούτε ποτέ να σκέπτεσαι «εδώ θα σταματήσω».
Η επικαιρότητα πολλές φορές ακόνιζε το στίχο του με περισσότερη οργή.
Γεια σου Μεγάλη μας Ελλάδα! Γεια σου Πατρίδα μας τρανή
που αλωνίζουν τα παιδιά σου και παίζουν κάθε μηχανή.
Γεια σου πατρίδα του Σωκράτη με τη μεγάλη σου καρδιά
που πάντα θα ψωμοταΐζεις τα παινεμένα σου παιδιά.
Άραγε που θα καταντήσει η τόση σου υπομονή
Πέντε χιλιάδες οι κολλήγοι, δέκα χιλιάδες οι νονοί!
Απέφευγε την προβολή
Ο Στέλιος Κανταρτζής είχε το ψυχικό ανάστημα να γράφει για περιστάσεις που ωφελούν τον τόπο του, χωρίς να προβάλει τον εαυτό του.
Παράδειγμα οι προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις στο Βασιλιά Καρνάβαλοπου άφησαν εποχή.
Δίκαιη αναγνώριση
Ο Στέλιος Κανταρτζής ευτύχισε να εκτιμηθεί για το έργο του το ποιητικό και να απολαύσει το θαυμασμό αφοσιωμένων αναγνωστών, που τον είχαν κατατάξει στους σημαντικούς μας λογοτέχνες.
Στην προσωπική του ζωή ήθελε την προκοπή και την ομορφιά. Μισούσε τη μιζέρια.
Ήθελε κάθε του δικαίωμα στη ζωή να έχει κάτι από τον προσωπικό του μόχθο.
Γράφει κάπου:
«Σπιτάκι μου που βγήκες απ’ τα χέρια μου
με κόπους και χιλιάδες μεροδούλια
στο μόχθο μου πιστά συμπαραστάθηκαν
ο ήλιος το Φεγγάρι και η πούλια».
Από τα βιβλία του που έχουν εκδοθεί ξεχωρίσουν και οι «Λογισμοί» με ένα θαυμάσιο πρόλογο, του επίσης αξέχαστου, Μιχάλη Σκούληκα.
Η μνήμη των αλησμόνητων πατρίδων τον ακολουθούσε πάντα. Κι μου έφερνε συχνά φωτογραφίες από τον δικό του τόπο. Είχε μάλιστα καταφέρει να βρει και το σπίτι του στη Νέα Φώκαια κι αυτή τη φωτογραφία του 1992 ήθελε να την βάζει σε κάθε του μετέπειτα συλλογή.
Σαν καθαρή καρδιά που ήταν φαίνεται πως είχε προαισθανθεί το τέλος του. Βρήκα λοιπόν κάποια μέρα στο τραπέζι μου μια ανθολογία έργων του που είχε ο ίδιος ετοιμάσει και σελιδοποιήσει με αυτοσχέδια μέσα. Και ένα σημείωμά του:
«Αυτός ο τόμος που κρατάς είναι ο τελευταίος
και τέτοια ιδιότητα με συγκινεί βαθέως.
Κυρία Εύα έχε γεια και πάντα να θυμάσαι
πως η ζωή κατρακυλά στο άσε και στο πιάσε».
Αυτός ήταν με μικρές πινελιές ο Στέλιος Κανταρτζής. Ο ευφυέστατος και πολυγραφότατος λογοτέχνης του δημοτικού, που κάτεχε και χειριζόταν την ελληνική καλύτερα από φιλόλογος. Και δεν παρέλειπε να σημειώνει το κακώς κείμενο με την ακούραστη πένα του στην εφημερίδα. Για να το διαβάσουν άπληστα την επομένη οι φανατικοί αναγνώστες του.
Είπαμε να τον θυμηθούμε με την ευκαιρία επετείου από το θάνατό του και να υποκλιθούμε ακόμα μια φορά στην προσωπικότητά του που άφησε έντονο το αποτύπωμά της στον τόπο αυτό που έζησε και τόσο αγάπησε.