«Να σε χτυπά ο χαλασμός καταστροφή μεγάλη
κι εσύ με το χαμόγελο να ξαναρχίζεις πάλι».
Ήταν πάντα ένας άνθρωπος γελαστός και πρόσχαρος. Μιλούσε στην καρδιά ο απλός του λόγος. Απορούσες με την ηρεμία του, δείγμα πάντα καθαρής συνείδησης.
Κι όμως ο Στέλιος Κανταρτζής ήταν μια αστείρευτη φλέβα σάτιρας κι ένας δεινός εκφραστής του έντεχνου λόγου, χωρίς να τον έχει μελετήσει επιστημονικά.
Η απουσία του είναι αισθητή για όσους τον είχαμε συνηθίσει να σχολιάζει την επικαιρότητα με τον μεστό σκωπτικό του στίχο.
Ο υπέροχος αυτός άνθρωπος ήρθε σαν σκιά μνήμης να με γυρίσει στα έργα και τις ημέρες του, όπως ανασκάλευα το αρχείο μου να βρω συμπατριώτες μου Μικρασιάτες του Ρεθύμνου, που έχουν προσφέρει στον τόπο που έγινε δεύτερη πατρίδα τους.
Ήθελα με τον τρόπο αυτό να μνημονεύσω την επέτειο που ακόμα ματώνει στη μνήμη κάθε ξεριζωμένου, ακόμα και πρόσφατης γενιάς.
Κάθισα λοιπόν να τον αναστήσω στο κείμενο αυτό, θαρρώντας πως καθόμαστε όπως τότε στο γεμάτο λουλούδια κήπο του στον Πλατανιά.
Πίνω από τον καφέ που επέμενε να μου φτιάξει κι εκείνος μου διηγείται συγκινημένος τις εντυπώσεις του από ταξίδι του στην αλησμόνητη πατρίδα.
Αυτοδημιούργητος
Ο Στέλιος Κανταρτζής ήταν πάντα το φαινόμενο του αυτοδημιούργητου ανθρώπου, που από το μηδέν δημιούργησε περιουσία μόχθου κι έγινε νοικοκύρης από τους πιο θαυμαστούς.
Γεννήθηκε το 1921 στις Νέες Φώκιες της Μικράς Ασίας.
Το 1923 μετά από πολλά βάσανα οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στον Πλατανέ κι ασχολήθηκαν με γεωργικές εργασίες.
Δύσκολα χρόνια και κάθε οικογένεια χρειαζόταν γερά χέρια να φέρνουν ψωμί. Έτσι κι ο μικρός Στέλιος τι να κάνει; Υποχρεώθηκε να αφήσει το σχολείο μόλις τέλειωσε το δημοτικό και ν’ ασχοληθεί με την καλλιέργεια της γης. Δεν άφησε όμως τη μελέτη. Πάντα εύρισκε χρόνο να της αφιερώσει χωρίς να παραπονεθεί για τη στέρηση της γνώσης που του επέβαλαν οι σκληρές συνθήκες της εποχής.
Αμούστακο παλικαράκι ακόμα ένοιωσε την ανάγκη να γράψει. Κι έτσι χωρίς συγκεκριμένη αφορμή ασχολήθηκε με την ποίηση και την πεζογραφία. Τα θέματά του αντλούσε από την καθημερινότητα και ποτέ δεν θέλησε να παραδεχτεί πως ήταν ένας φτασμένος λογοτέχνης και μάλιστα με πολλές προοπτικές.
Άριστη η τεχνική του
Η άριστη τεχνική στη δομή του στίχου του, φαίνεται από την επιτυχημένη επίδοση στην ακροστιχίδα που είναι από τα δυσκολότερα είδη του έντεχνου λόγου.
Μικρό παράδειγμα το ΡΕΘΥΜΝΟ
Ρ-έθυμνο ονομάζεται η πόλη όπου μένω
Ε-κ Μικρασίας πρόσφυγα με έχουνε φερμένο
Θ-ύμισες που αγγίζουνε τα φύλλα της καρδιάς μου
Υ-πομονή!!συστέγαση μετά της συμφοράς μου!
Μ-όνο αυτός που έπαθε μπορεί να καταλάβει
Ν-α αισθανθεί τον πόνο μου και τη δική μου βλάβη!
Ο- χρόνος ο αλύπητος που βρίσκεται μπροστά μου
Ν-α μου γλυκαίνει τις πληγές ως τα γεράματά μου
Πάντα όμως είχε κι έντονη τη σκωπτική διάθεση.
«Εις το δικό μου Σόχωρο φυτεύω εγώ κρομμύδια
και …στην αυλή μου τα πετά εις άλλος τα σκουπίδια».
Φύση ανυπόταχτη κι αυτός δεν μπορούσε να ανεχτεί το ναζιστικό ζυγό. Έτσι εντάχθηκε μόλις βρήκε ευκαιρία στην Εθνική Αντίσταση με αξιόλογη δράση. Εξ αιτίας αυτής συνελήφθη και μετά από φρικτά βασανιστήρια, πεπεισμένοι οι δήμιοί του ότι δεν πρόκειται να του αποσπάσουν λέξη τον έστειλαν στις φυλακές Αγυιάς στα Χανιά, που ήταν κολαστήριο εκατοντάδων πατριωτών.
Αρχή δημιουργίας με το «Μεγάλο όχι»
Από τις εμπειρίες του αυτές εμπνεύστηκε το βιβλίο του το «Μεγάλο όχι». Πρόκειται για ένα επικό αριστούργημα που ξεκινά από τον πόλεμο του ’40 και συνεχίζει στην αντίσταση του περήφανου λαού μας μέχρι τη λευτεριά.
Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Ρεθεμνιώτικοι Σφυγμοί», είναι μια συλλογή από τα έμμετρα και πεζά κείμενα, που κατά καιρούς δημοσιεύτηκαν στις τοπικές κυρίως εφημερίδες.
Με την πολιτικοκοινωνική του σάτιρα, με τα ηθογραφικά, τα λαϊκά, τα ιστορικά του διηγήματα συγκινεί αλλά και ψυχαγωγεί τον αναγνώστη του.
Και κανένας δεν μπορεί να δεχθεί έστω και με διαβεβαιώσεις, ότι ο λογοτέχνης που έχει μπροστά του, δεινός εκφραστής του λόγου, είναι απόφοιτος δημοτικού!
Μέσα από το έργο του παρελαύνουν μορφές και γεγονότα που σημάδεψαν την τοπική ιστορία.
Ο κάματος της δουλειάς ποτέ δεν τον γονάτισε. Όσο κουρασμένος κι αν ένιωθε, μόλις έπιανε να γράψει κάτι για την εφημερίδα ήταν αμέσως μετά άλλος άνθρωπος.
Αστείρευτο κουράγιο
Αυτό που θαυμάζαμε πάντα στον Στέλιο Κανταρτζή, ήταν το αστείρευτο κουράγιο που ανάβλυζε από μέσα του κι έδινε ζωή και στους άλλους.
Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του αυτοί.
«Να σε χτυπά ο χαλασμός καταστροφή μεγάλη
κι εσύ με το χαμόγελο να ξαναρχίζεις πάλι.
Να προχωρείς, να προχωρείς χωρίς να βλέπεις πίσω
ούτε ποτέ να σκέπτεσαι «εδώ θα σταματήσω».
Η επικαιρότητα πολλές φορές ακόνιζε το στίχο του με περισσότερη οργή.
Γειά σου Μεγάλη μας Ελλάδα! Γειά σου Πατρίδα μας τρανή
που αλωνίζουν τα παιδιά σου και παίζουν κάθε μηχανή.
Γειά σου πατρίδα του Σωκράτη με τη μεγάλη σου καρδιά
που πάντα θα ψωμοταΐζεις τα παινεμένα σου παιδιά.
Άραγε που θα καταντήσει η τόση σου υπομονή
Πέντε χιλιάδες οι κολλήγοι, δέκα χιλιάδες οι νονοί!
Απέφευγε την προβολή
Ο Στέλιος Κανταρτζής είχε το ψυχικό ανάστημα να γράφει για περιστάσεις που ωφελούν τον τόπο του, χωρίς να προβάλει τον εαυτό του.
Παράδειγμα οι προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις στο Βασιλιά Καρνάβαλο.
Ακούγαμε, χειροκροτούσαμε αυθόρμητα από πραγματικό ενθουσιασμό για τα εύστοχα σχόλια, αλλά κανένας δεν ήξερε εκείνη τη στιγμή ότι ακούει Στέλιο Κανταρτζή.
Καλώς μας ήρθες βασιλιά του γέλωτα και πάλι
το Ρέθεμνος είναι μικρό κι η πλήξη του μεγάλη.
Καλώς μας ήρθες Άρχοντα. Η πόλις η καημένη,
για λίγη διασκέδαση εσένα περιμένει.
Καλώς μας όρισες λοιπόν γενναίος όπως είσαι
και άκουσε το νάκλι μας εάν ευχαριστείσαι.
Το Ρέθεμνος Καρνάβαλε η πολιτεία τούτη
είναι πρωτεύουσα νομού με μειωμένα πλούτη.
Ένεκα τούτου Άρχοντα η πόλις υποφέρει
και που θα βγη το χάλι της κανένας μας δεν ξέρει.
Είναι η πόλις του λαδιού και των ολισθημάτων,
που αγαπά να λέγεται και πόλις των γραμμάτων.
Σε υποδέχεται λοιπόν συνεσταλμένη τώρα,
μια που καιρούς λιτότητος διέρχεται η χώρα
Είναι αλήθεια δυστυχώς κι ο κόσμος το κατέχει
τόσο πολλά προβλήματα άλλος νομός δεν έχει
το κράτος μας ευρίσκεται πάγια πολύ κοντά μας,
όμως πελάγωσε κι αυτό με τα προβλήματά μας.
Κι ενώ του είναι δύσκολο πολύ να τα δαμάσει
προς τούτο «προβληματικούς» μας έχει ονομάσει.
Εάν λοιπόν επιθυμείς να δης την καταντιά μας,
κατέβα και περπάτησε στα πεζοδρόμιά μας.
Κι αν έχεις πόδια του λαγού και των αιγοπροβάτω
πρέπει να είσαι τυχερός για να μην πέσεις κάτω.
Αν προχωρήσεις πιο πολύ στην αμμουδιά θα φθάσεις
εκεί μεγαλειότατε τη μύτη σου θα πιάσεις».
(ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ 1982).
Δίκαιη αναγνώριση
Ο Στέλιος Κανταρτζής ευτύχισε να εκτιμηθεί για το έργο του το ποιητικό και να απολαύσει το θαυμασμό αφοσιωμένων αναγνωστών, που τον είχαν κατατάξει στους σημαντικούς μας λογοτέχνες.
Στην προσωπική του ζωή ήθελε την προκοπή και την ομορφιά. Μισούσε τη μιζέρια.
Ήθελε κάθε του δικαίωμα στη ζωή να έχει κάτι από τον προσωπικό του μόχθο.
Γράφει κάπου:
«Σπιτάκι μου που βγήκες απ’ τα χέρια μου
με κόπους και χιλιάδες μεροδούλια
στο μόχθο μου πιστά συμπαραστάθηκαν
ο ήλιος το Φεγγάρι και η πούλια».
Από τα βιβλία του που έχουν εκδοθεί ξεχωρίσουν και οι «Λογισμοί» με ένα θαυμάσιο πρόλογο, του επίσης αξέχαστου, Μιχάλη Σκούληκα.
Η μνήμη των αλησμόνητων πατρίδων τον ακολουθούσε πάντα. Κι μου έφερνε συχνά φωτογραφίες από τον δικό του τόπο. Είχε μάλιστα καταφέρει να βρει και το σπίτι του στη Νέα Φώκαια κι αυτή τη φωτογραφία του 1992 ήθελε να την βάζει σε κάθε του μετέπειτα συλλογή.
Σαν καθαρή καρδιά που ήταν φαίνεται πως είχε προαισθανθεί το τέλος του. Βρήκα λοιπόν κάποια μέρα στο τραπέζι μου μια ανθολογία έργων του που είχε ο ίδιος ετοιμάσει και σελιδοποιήσει με αυτοσχέδια μέσα. Και ένα σημείωμά του:
«Αυτός ο τόμος που κρατάς είναι ο τελευταίος
και τέτοια ιδιότητα με συγκινεί βαθέως.
Κυρία Εύα έχε γεια. και πάντα να θυμάσαι
πως η ζωή κατρακυλά στο άσε και στο πιάσε».
Αυτός ήταν με μικρές πινελιές ο Στέλιος Κανταρτζής. Ο ευφυέστατος και πολυγραφότατος λογοτέχνης του δημοτικού, που κάτεχε και χειριζόταν την ελληνική καλύτερα από φιλόλογος. Και δεν παρέλειπε να σημειώνει το κακώς κείμενο με την ακούραστη πένα του στην εφημερίδα. Για να το διαβάσουν άπληστα την επομένη οι φανατικοί αναγνώστες του.