Ήταν έντονα τα συναισθήματα που πλημμύριζαν τον νεαρό, τότε, καθηγητή Νίκο Μαρκαντώνη. Είχε αναλάβει εκείνο το καλοκαίρι του 1965, το ιερό καθήκον να μεταφέρει τα οστά του θείου του Στέλιου από την Αθήνα, στο χωριό, τις Ελένες Αμαρίου, για να ταφούν στον οικογενειακό τάφο. Κι ένιωθε κάποιο δέος αναλογιζόμενος ποιος ήταν ο νεκρός που απομεινάρια του μόνο μαρτυρούσαν πια την επίγεια παρουσία του.
Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο Στέλιος Μαρκαντώνης, που από φτωχό και άσημο χωριατόπαιδο, μετά από σκληρή δουλειά, κατάφερε να διακριθεί στην ξενιτιά και να εκλεγεί μάλιστα και πρόεδρος του Συλλόγου Κρητών Αμερικής.
Δεν ξέχασε ποτέ το χωριό του. Κι ήταν μάλιστα από τους μεγάλους ευεργέτες του. Η ζωή όμως δεν φάνηκε το ίδιο γενναιόδωρη και στην οικογενειακή του κατάσταση. Πέθανε μόνος και πικραμένος. Στερημένος από την παλιά του αίγλη. Οι δικοί του άνθρωποι έμεναν να τον παρηγορούν και να τον ζεσταίνουν με την αγάπη τους. Όπως ο Νίκος ο στοργικός ανιψιός, που τώρα τον συνόδευε πίσω στον τόπο του.
Στο χωριό επικρατούσε μια αγωνιώδης αναμονή. Κι όταν έφθασε η θλιβερή συνοδεία γέμισε η εκκλησία του Αγίου Νικολάου για τον ύστατο χαιρετισμό. Κανένας δεν είχε ξεχάσει την προσφορά του Στέλιου του Μαρκαντωνομιχάλη.
Ίσως τότε να δημιουργήθηκε η ιδέα στον ανιψιό, τον επιφανέστατο μετέπειτα της κρητικής πνευματικής ζωής, κ. Νίκο Κ. Μαρκαντώνη, να γράψει τον βίο και την πολιτεία του σπουδαίου θείου του. Και είκοσι χρόνια αργότερα το έργο δόθηκε στη δημοσιότητα. Αντίγραφο βρήκαμε στη δημόσια βιβλιοθήκη, με την υποχρεωτική πάντα βοήθεια του κ. Γιώργου Εκκεκάκη που έχει συμπεριλάβει τον Στυλιανό Μαρκαντώνη στον δίτομο πολύτιμο οδηγό του με τους σημαντικούς Ρεθυμνιώτες.
Καιρός να γνωρίσουμε από τις πηγές αυτές τον Στυλιανό Μαρκαντώνη, ένα μεγάλο ευεργέτη του τόπου του, έναν επιφανή Κρητικό της διασποράς που δεν ξέχασε ποτέ τον τόπο του.
Λίγες μέρες πριν από τη δύση του αιώνα
Γιόρταζαν οι Ελένες τον Άγιο Νικόλαο, στις 6 κείνου του Δεκέμβρη του 1899. Στον ήχο της λύρας φτερούγιζε ο λογισμός, στον ουρανό που είχε διαλέξει καθένας. Άλλος, πρεσβύτης συνήθως, ζούσε με το όραμα της Κρήτης με την Ελλάδα. Κι άλλος, νέος κυρίως ονειρευόταν μια ζωή γεμάτη ευκαιρίες σε πόλεις γεμάτες κίνηση και φώτα πολλά. Εκεί δεν θα ζούσε με το άγχος του μεροκάματου. Θα «έπιανε σίγουρα την καλή». Θα ξέφευγε από τη φτώχια.
Ο Στέλιος Μαρκαντώνης έπινε σιγά-σιγά το κρασί του προσπαθώντας να ξεχαστεί στην παρηγοριά της γνώριμης μουσικής. Όσο πλησίαζε ο καιρός ένιωθε ένα μεγαλύτερο σφίξιμο στην καρδιά, είχε πάρει ήδη την απόφαση του. Σε λίγο θα γινόταν ένας από τους χιλιάδες νέους που θα αιμοδοτούσαν τις αγορές εργασίας στην ξενιτιά.
Στον δρόμο της ξενιτιάς
Βέβαια αυτός ξεχώριζε από τους άλλους νέους γιατί ήξερε γράμματα. Είχε τελειώσει τη Σχολή του Αγίου Πνεύματος στον Κισσό. Αδιαμαρτύρητα έκανε τη διαδρομή από το χωριό του φορτωμένος με τα απαραίτητα τρόφιμα, τα βιβλία και τα στιβάνια του. Για να μην τα φθείρει τα φορούσε μόνο όταν έμπαινε στο σχολείο. Είχε βιώσει τη μιζέρια μέχρι το μεδούλι. Δεν επέτρεπε όμως στον εαυτό του κανένα συμβιβασμό με την μοίρα του. Πίστευε στον εαυτό του. Κι είχε πάρει την απόφασή του. Θα έφευγε. Θα δοκίμαζε την τύχη του στην ξενιτιά κι αν πετύχαινε τότε σίγουρα θα βοηθούσε κι άλλους όσο μπορούσε. Θα φρόντιζε και το χωριό του που λάτρευε. Δεν ήταν σκέψεις της στιγμής. Ο Στέλιος Μαρκαντώνης ποτέ δεν αθετούσε τον λόγο του. Ήταν βέβαια μεγάλη αποκοτιά ν’ αφεθεί στο άγνωστο. Σάμπως είχε κι αυτός καμιά βοήθεια; Η ευχή των γονιών και της εκκλησίας ήταν ευλογία αλλά δεν αποτελούσε πρακτικό εφόδιο για να τον στηρίξει μέχρι να σταθεί στα πόδια του.
Το όραμα του ήταν η Αμερική. Αλλά προνοητικός πάντα σκέφτηκε να δοκιμάσει πρώτα την τύχη του στην Αθήνα. Εκεί ανακαλύπτοντας την έμφυτη κλίση του στο εμπόριο, αποφάσισε να ξεκινήσει μια επιχείρηση κοσμημάτων χρυσού.
Η φαντασία, η καλαισθησία που τον διέκρινε, η πραγματική αίσθηση της ομορφιάς, τον βοήθησαν να διακριθεί και να πλησιάζει την μεγάλη καταξίωση. Ήξερε να κερδίζει τους ανθρώπους με την ευγένεια και την έμφυτη αρχοντιά του. Εκείνος που πήγαινε μια φορά στο κατάστημα του ήθελε να ξαναπάει.
Απρόσμενη καταστροφή
Ο Στέλιος άρχισε να δοξάζει το Θεό. Επιτέλους εύρισκε τον δρόμο του. Η μοίρα του όμως του έπαιζε άσχημο παιχνίδι. Κι ένα πρωί βρήκε το κατάστημα ανοικτό, χωρίς το πολύτιμο εμπόρευμα. Από τη μια στιγμή στην άλλη είχε καταστραφεί.
Οι γνωστοί του έσπευσαν να τον παρηγορήσουν. Οι διαρρήξεις ήταν στην ημερήσια διάταξη. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε και ο τελευταίος που έπεφτε θύμα διαρρηκτών.
Ο Στέλιος όμως ήταν απαρηγόρητος. Και ούτε μπορούσε να σκεφτεί ότι θα ξαναστήσει την επιχείρηση. Αναζήτησε το χωριό του, όπως το μικρό παιδί την αγκαλιά της μάνας. Εκεί τουλάχιστον θα μπορούσε να σκεφτεί την επόμενη κίνηση για να ξαναβρεί τον δρόμο του.
Ήταν πάμπτωχος αλλά ασυμβίβαστος με την κατάστασή του. Έπρεπε να δοκιμάσει αλλά σε άλλα μονοπάτια τον δρόμο για την επιτυχία. Αποφάσισε να φύγει για την Αμερική. Με τι λεφτά όμως να εξασφαλίσει ναύλα και διαβατήριο. Οι γονείς του όσο κι αν ζούσαν δύσκολες στιγμές δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν και να του στερήσουν τη βοήθεια που μπορούσαν. Από ένα χωραφάκι εξασφαλίστηκαν τα στοιχειώδη. Κι όπως ετοίμαζε τα πράγματά του, το βλέμμα του στάθηκε στο εικονοστάσι. Μια παλιά εικόνα του Αγίου Νικολάου τον προκαλούσε να την πάρει μαζί. Πόσο κουράγιο θα του έδινε αλήθεια σε κρίσιμες ώρες. Κανένας δεν έφερε αντίρρηση. Και η εικόνα αυτή δεν έφυγε ποτέ από κοντά του. Μόνο μετά τον θάνατο του επέστρεψε χρυσοστολισμένη στο τέμπλο του Αη Νικόλα εκεί στις Ελένες.
Επιτυχία από την πρώτη δεκαετία
Εκεί στην ξένη γη, παρά τη νοσταλγία που τον βασάνιζε, ξύπνησε μέσα του το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Πριν ακόμα συμπληρώσει δεκαετία, στην ξενιτιά, είχε, με τρεις ακόμα συμπατριώτες, ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της Νέας Υόρκης. Η φήμη του απλώνεται παντού και η μια επιχείρηση διαδέχεται την άλλη. Ο Στέλιος Μαρκαντώνης με τη σκληρή του δουλειά και μόνο, καταφέρνει να έχει στην ιδιοκτησία του 12 εστιατόρια, ρεκόρ ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την εποχή του.
Μπορούσε τώρα να θυμηθεί τις ανάγκες του χωριού του. Έτσι το 1925 βρίσκεται στην Κρήτη και απολαμβάνει τις ομορφιές του χωριού του που δεν είχε αφήσει ποτέ από τη σκέψη του.
Μέγας ευεργέτης
Ύδρευση, ανακαίνιση ναού και δημοτικό σχολείο ήταν στις προτεραιότητες του.
Το νερό ήταν από τις πρωταρχικές ανάγκες γιατί μέχρι τότε το χωριό υδρευόταν από μια γούρνα. Αυτή τη γούρνα είχαν οι Ελένες για ύδρευση, για να ποτίζουν τα ζώα και για την καθαριότητα. Πώς να μην κινδυνεύει άμεσα η δημόσια υγεία;
Με τη βοήθεια του Στέλιου αγοράστηκε το οικόπεδο όπου δημιουργήθηκε ένα σωστά οργανωμένο υδραγωγείο με τις κατάλληλες υποδομές για να καλύπτει όλες τις ανάγκες του χωριού.
Παράλληλα ο Μαρκαντώνης έβαλε μπροστά και την εκκλησία που σήμαινε γι’ αυτόν πολλά πράγματα και κυρίως ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Σύντομα και η εκκλησία έγινε αυτό που ονειρευόταν ο ευγενικός χορηγός. Μεταφέρεται και το νεκροταφείο.
Έγινε και το σχολείο με ένα υπέροχο κήπο που του έδινε μια όψη παραμυθένια. Οι καιροί ήταν δύσκολοι για έργα πνοής. Και το σχολείο δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς τη βοήθεια και άλλων, όπως ο Γιώργος Μαρκαντώνης, αδελφός του Στέλιου, που εργάστηκε φιλότιμα με τα παιδιά του χωρίς καμιά αμοιβή κι ο Γιώργης Σταυρουλάκης, ο επονομαζόμενος Τυρής, από τους εξαιρετικούς λιθοξόους. Τον κήπο τώρα επιμελήθηκε ο Πανάγος Μπαμιεδάκης εμπειρικός γεωπόνος και αρκετοί άλλοι.
Γενναιόδωρος με όλους
Το σχολείο λειτούργησε και ο δωρητής του δεν σταμάτησε να το ενισχύει σε εποπτικό υλικό.
Ο Στέλιος επισκέφθηκε δυο ακόμα φορές το χωριό του, στα 1928 και το 1931. Ήθελε να βοηθήσει και σε άλλους τομείς το χωριό και κυρίως να συντρέξει τους χωριανούς του, που είχαν μεγάλη ανάγκη βοηθείας. Η φήμη της γενναιοδωρίας του, είχε ξεπεράσει τα όρια του χωριού Κι ήταν πολλοί εκείνοι που τον επισκέφθηκαν, για να τους βοηθήσει, χωρίς εκείνος να τους δυσαρεστήσει.
Η δικτατορία Μεταξά κι ο πόλεμος που ακολούθησε τον κράτησε μακριά. Δεν σταμάτησε όμως ούτε μια μέρα να βοηθά το χωριό του και το νησί του ολόκληρο, στη συνέχεια, σε ρουχισμό και είδη πρώτης ανάγκης με προτεραιότητα πάντα το χωριό του. Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι η σεμνότητα του που δεν του επέτρεπε να αναφέρει παντού το όνομα του στις αποστολές. Κι όμως πίσω από τις ποικίλες δωρεές φιλανθρωπικών συλλόγων κρυβόταν εκείνος. Και απολάμβανε στη σκιά την ικανοποίηση ότι ανακούφιζε τη δυστυχία με τις δυνάμεις του και βοηθούσε τους συμπατριώτες του στον δύσκολο αγώνα τους να ξανασταθούν στα πόδια τους και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Πρόεδρος Κρητών
Η προεδρία του στο σύλλογο Κρητών άφησε εποχή καθώς εκείνος είχε καταφέρει να προβάλλει τα ήθη και έθιμα της Κρήτης και να διατηρήσει τις αθάνατες παραδόσεις του τόπου του.
Όλοι οι παράγοντες στην πόλη που ζούσε, δήλωναν εντυπωσιασμένοι από τις εκδηλώσεις που οργάνωνε ιδίως για τις μεγάλες εθνικές επετείους.
Ο ίδιος δεν αποχωριζόταν ποτέ την κρητική φορεσιά. Ένιωθε περηφάνια και καμάρι του να τη φορά και να την τιμά με την πολυποίκιλη δράση του.
Μεγιστάνες του πλούτου και προσωπικότητες της πολιτικής ήταν η συνηθισμένη συντροφιά του και στενή φυσικά η σχέση του με τον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο. Η σπάνια γενναιοδωρία του γινόταν μεγαλύτερη όταν επρόκειτο για θέματα της Ορθοδοξίας.
Από επιστολές και μόνο μαθαίνουμε ότι εκείνος βοήθησε οικονομικά τον Πατριάρχη Αθηναγόρα τον Α’ να φθάσει στο Φανάρι και να αναλάβει τα πατριαρχικά του καθήκοντα.
Έτσι ο Στέλιος Μαρκαντώνης περνούσε τον καιρό του ευεργετώντας τους πάντες, μένοντας απόλυτος στα εθνικά ζητήματα και διεκδικώντας με πείσμα τη δικαίωση σε θέματα κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Άτυχος στην προσωπική ζωή
Στην προσωπική του ζωή όμως στάθηκε άτυχος. Και μετά από ένα αποτυχημένο γάμο βρέθηκε μόνος.
Εκεί που η ζωή φάνηκε τόσο γενναιόδωρη ξαφνικά έγινε εχθρική για τον φιλότιμο Ρεθυμνιώτη. Από τις γνωστές διενέξεις μεταξύ συνεταίρων βρέθηκε ξαφνικά στα όρια της φτώχιας. Και τότε αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Πρώτος σταθμός ήταν ο Πειραιάς όπου έφτασε το 1955 συνοδεύοντας δεκάδες τεράστια κιβώτια με τα υπάρχοντά του. Μια μονοκατοικία στο Χαλάνδρι έγινε η μόνιμη κατοικία του αλλά πάντα είχε σκοπό να επιστρέψει στην Κρήτη. Λογάριαζε μάλιστα να δημιουργήσει κι ένα μουσείο έργων τέχνης με τον πλούτο που έκρυβε τα κιβώτια του.
Για πρώτη φορά κατάλαβε πόσο είχε ζημιωθεί από τους συνεταίρους του όταν ξεκίνησε ένα νέο έργο στο χωριό που δεν κατάφερε να τελειώσει λόγω οικονομικής στενότητας.
Η μεγαλύτερη απογοήτευση του, όμως, ήταν όταν άνοιξε τα κιβώτια και βρήκε μόνο κομμάτια από τις πολύτιμες συλλογές του. Η τελευταία μεταφορά τους στάθηκε μοιραία και ο Στέλιος Μαρκαντώνης κοιτούσε απαρηγόρητος την καταστροφή βιώνοντας τη μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής του.
Εκείνες τις δύσκολες στιγμές όταν η φτώχια φάνηκε να τον απειλεί φάνηκε η αγάπη και η στοργή των συγγενών του. Δεν τον άφησαν ποτέ χωρίς ένα λόγο, μια έκφραση αγάπης. Κι εκείνος έφυγε το καλοκαίρι του 1962 με την ικανοποίηση ότι τουλάχιστον οι άνθρωποι του δεν τον πρόδωσαν. Ζεστάθηκε με τη στοργή τους και παρηγορήθηκε με την αγάπη και τον σεβασμό τους.
Με πρωτοβουλία του ανιψιού του δικηγόρου Σταμάτη Γ. Μαρκαντώνη στήθηκε χάλκινη προτομή κάτω από τις λεύκες του χωριού.
Οφείλουμε ευγνωμοσύνη στον εκλεκτό συμπολίτη, τον σοφό δάσκαλο και σπουδαίο πνευματικό άνθρωπο κ. Νίκο Μαρκαντώνη, για τη θαυμάσια αυτή μονογραφία που μας επιτρέπει να γνωρίσουμε σε βάθος μια προσωπικότητα όπως ο Στέλιος Μαρκαντώνης. Ένας ευεργέτης με χρυσή καρδιά, που από το περίσσευμα του μόχθου του, στέγνωσε δάκρυα και έδωσε χαρά και ελπίδα σε αναρίθμητους ανθρώπους.