Toυ ΜΙΧΑΛΗ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗ
Είναι μια ευτυχής συγκυρία, όταν ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος και ευαίσθητος άνθρωπος, που οι σπουδές του, όσο αποκλειστικές κι αν απαιτούν να είναι με όγκους συγγραμμάτων συνταγμένων με την τυπική, στερεότυπη γλώσσα ορισμών, κανόνων, διατάξεων, όπως είναι τα συγγράμματα της νομικής επιστήμης, κατορθώνει να μην αποξηρανθεί η λογιοσύνη και η βαθύτερη ευαισθησία του, η οποία, αντίθετα, τον κινεί κάποια στιγμή, παρακάμπτοντας τα ακραιφνώς νομικά – δικαστικά βιβλία, να δώσει διέξοδο στην έκφραση των αναμνήσεών του, ήδη από την παιδική ηλικία, που παρέμεναν εντός του στην διάρκεια πολλών χρόνων.
Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του κυρίου Στέλιου Χριστονάκη που διέδραμε όλες τις φάσεις της θητείας του, από την πρώτη, του Ειρηνοδίκη, έως την τελευταία, του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας.
Είναι ωραία αυτή η συνύπαρξη δύο διαφορετικών βίων, διαφορετικών τρόπων ζωής. Κατά τη μακρά άσκηση των δικαστικών καθηκόντων του η καθαυτό πνευματική ζωή του, τροφοδοτούμενη και από πλήθος αναμνήσεων (και η ανάμνηση είναι βίωμα καθαρά πνευματικό), υπήρχε άυπνη εντός του, έτοιμη να εκδηλωθεί στην κατάλληλη ώρα. Ένα είδος προετοιμασίας και οιονεί λανθάνουσας άσκησης αποτελούσε και η έμφυτη προφορική αφηγηματική δεξιότητά του, συνοδευόμενη και από το «άλας» ενός χαριτωμένου χιουμοριστικού λόγου, όταν το θέμα ή η περίσταση το ζητούσε (πρέπει πάντως να πω, ότι μ’ ένα τέτοιο χάρισμα είναι προικισμένος ο προφορικός λόγος των Κρητικών εν γένει).
Έτσι προέκυψε το παρόν βιβλίο του κυρίου Χριστονάκη, απ’ το οποίο δεν απουσιάζει ασφαλώς η γλυκυθυμία που τη δημιουργεί στα ευαίσθητα άτομα η αναπόληση του παρελθόντος.
Θα το έλεγα το βιβλίο διμερές ή και δίπτυχο. Το πρώτο μέρος έχει τον τίτλο «Η ψιλή φωτιά». Και εξηγεί ο συγγραφέας το νόημά του: «ψιλή φωτιά μας αποκαλούσαν οι μεγαλύτεροι». Έλεγαν έτσι τους νεαρούς «όχι βέβαια από συμπάθεια για τις τρυφερές εντάσεις και τις πρωτόγευστες εκστάσεις της εφηβείας, αλλά από σκωπτική, προφανώς, ζηλόφθονη διάθεση, η οποία ελλοχεύει παρασιτικά στο «αναμέσο» της διαδοχής των γενιών ή καταστάσεων και εμφανίζεται μόλις «απειληθεί» σοβαρά η βιοδυναμική κυριαρχία της προπορευόμενης από την επέλευση της επόμενης, καινούργιας γενιάς»… Όπως και να ‘χει, στο πρώτο μέρος δίνονται συλλογικότερες όψεις ζωής του αλλοτινού καιρού, τις οποίες, παρά τις ελλείψεις και τις στερήσεις, απολάμβαναν ατόφιες οι άνθρωποι, χάρη και στην «αισιοδοξία της αναμνήσεως», όπως έχει από κάποιον λεχθεί. Πόσες ευτυχισμένες συναντήσεις και συζητήσεις (μ’ όλη την ένταση και τις εκρήξεις που τις συνόδευαν συχνά) γίνονταν στο καφενείο του χωριού, που ήταν για τους νέους και «το πρώτο βήμα στην κοινωνική κατάταξη». Και παντού παρούσα η μαντινάδα (αυτή είναι εφτάψυχη, και σήμερα ζει), ένα αείροο άκουσμα μουσικής και λόγου, που μια καταγραφή του ο κύριος Χριστονάκης την επιγράφει παίρνοντας ένα στίχο από τον Ακάθιστο Ύμνο τον αφιερωμένο στην Παναγία: «Δένδρον Αγλαόκαρπον», χαρακτηρίζοντας ακόμα τη μαντινάδα «δοξαστικόν ύμνο για τη φιλία». Και είναι υπέροχο, έξοχα εκφραστικό το σύνθετο, που βάζει ως τίτλο σε μιαν άλλη καταγραφή: «Μαντιναδόκηπος»!
Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο σε συγκεκριμένα πρόσωπα που διακρίθηκαν στην «αμαριώτικη επαρχία», προπάντων, για την ανθρωπιά τους (βοηθούσαν φτωχούς, αρρώστους, προσπαθούσαν να συμφιλιώσουν αντίμαχα άτομα ή ομάδες, για ασήμαντες αλλά και για σοβαρές αιτίες και αφορμές, που έφταναν ως τις θανάσιμες βεντέτες). Όπου ήταν δυνατό δημοσίευσε και φωτογραφίες – πορτρέτα, ολοσέλιδες τις πιο πολλές φορές: Γιατροί, ιερείς, καθηγητές, δάσκαλοι, ακόμα κι ένας μεγαλοαγρότης, που έπαιρνε το ίδιο μερίδιο με τους εργάτες του. Εδώ λοιπόν γράφεται και η ιστορία του Αμαρίου.
Πρωτότυπο είναι το κλείσιμο του βιβλίου. Δίνει το λόγο σ’ έναν από τους παραπάνω, το φυσικό-ερευνητή Νικόλαο Δαμβουνέλη, από το χωριό τον Οψιγιά, που, μετά την εκλογή του στο καθηγητικό προσωπικό του Αρσακείου, η ζωή του κύλησε στην Αθήνα, «στο ιστορικό κέντρο της, κοντά στο Μοναστηράκι και στους Αέρηδες». Ωστόσο, «σε στιγμές χαλάρωσης και αναψυχής (…), όσα θαυμαστά απόσωσαν στην παιδική του μνήμη, και τα ξεχώρισε με τρυφερότητα και αγάπη, τον συνόδευαν στους ανάδρομους στοχαστικούς περιπάτους του στα μέρη της νεότητας, όπου συναντιόταν με τις σκιές του παρελθόντος, γιατί ήτανε φευγάτοι οι αγαπημένοι του άνθρωποι λόγω λήξης της εγκόσμιας θητείας τους».
Η μη πραγματική, όπως νομίζω, παρουσία του σοφού γέροντα στα παιδικά του μέρη (κάλλιστα θα μπορούσε να κάνει τους ανάδρομους περιπάτους του και στους Αέρηδες), είναι ένα έξοχο εύρημα, που θέλει, θα έλεγα, να προσδώσει μια ζωοποιό δύναμη στις αναμνήσεις. Η επόμενη φράση του είναι σαν να απαντά θετικά στον ισχυρισμό μου: «Είναι άλλωστε θεωρητικά παραδεκτή και πρακτικά αναγκαία -μέσα στη συνέχουσα τη φύση και τα φαινόμενά της σχετικότητα- η δυνατότητα συνύπαρξης του κακού με το αγαθό, της ψευτιάς με την αλήθεια, της επιστήμης με την ουτοπία».
Ο νοητός Δαμβουνέλης δεν πρέπει να έφυγε σταθερά μετανοημένος, ακόμα κι αν λυπόταν για γήινες χαρές που δεν έζησε (αγάπησε τη μοναξιά, οικογένεια δεν έκανε). Γνώριζε πως και η γενίκευση της ευτυχίας σε μια ζωή είναι ανυπόστατη. Ο κ. Χριστονάκης κλείνει την ιστορία του Δαμβουνέλη, και μ’ αυτή ολόκληρο το βιβλίο, με την παρατήρηση: «μάταια ψάχνουμε για ζωντανά παραδείγματα ανθρωποβίωτης ευτυχίας, παρούσας και συνειδητής. Συνήθως καταλήγουμε στο νοητό αραξοβόλι μοναχά, ασύνδετων, ευτυχισμένων στιγμών του παρελθόντος».
* Ο Μιχάλης Γ. Μερακλής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών