Με την ίδια διάθεση και το ίδιο ασίγαστο μεράκι ανεφάνη στο συγγραφικό στερέωμα, για μια φορά ακόμα, ο κορυφαίος λειτουργός της Θέμιδας και ευσυνείδητος πνευματικός μας δουλευτής Στέλιος Χριστονάκης για να μας αιφνιδιάσει ευχάριστα με ένα ρεσιτάλ καλλιέπειας και εμβρίθειας λόγου.
Πρόκειται για 14 σπονδυλωτά ιστορικά μυθιστορήματα με τον τίτλο «Ανάδρομος περίπατος» Ο εύγλωττος αυτός τίτλος με τη λέξη ανάδρομος παραπέμπει, σ’ εκείνο που φεύγει, που μεταναστεύει και επανέρχεται. «Περίπατος» ως χαρακτηρισμός, υποδηλώνει εκείνο που συμβαίνει και περνά στη ζωή σαν ένα φευγαλέο, παροδικό και εφήμερο φαινόμενο.
Από τις πρώτες σελίδες καταφαίνεται η φιλολογική αξία του πονήματος, η ελκυστική αναγνωσιμότητα του οποίου οφείλεται πρωτίστως στη διεισδυτική ματιά του συγγραφέα εισερχόμενης στο βάθος της ψυχής των ηρώων. Προικισμένος με διαίσθηση επιτυγχάνει εντυπωσιακά να ψυχολογεί τις τάσεις, τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τα συναισθήματα δίδοντας έμφαση στον άδολο, αδιάφθορο, καλοπροαίρετο άνθρωπο.
Ο Στέλιος Χριστονάκης έχει βιώσει, έχει ζήσει κι έχει προσεγγίσει ποικιλοτρόπως την πατροπαράδοτη, ηθογραφική, φιλική ατμόσφαιρα, το εκδηλωτικό περιβάλλον του χωριού, που είναι το Αμάρι, όπως εκείνο το κλίμα το φιλικό, το ζεστό και οικείο. Έχει μπει στο πετσί του απαίδευτου, του ταπεινού, αγαθού ξωμάχου, όπως κι από την άλλη αυτού του ίδιου σαν φιλοσοφημένου με την αξιοθαύμαστη σπινθηροβόλο ευφυΐα και το σκωπτικό πνεύμα. Προβάλλει τον αδάμαστο χαρακτήρα του Κρητικού τον ανοιχτόκαρδο και εγκάρδιο που δεν θα συναντήσεις πουθενά αλλού.
Μετά από την ανάγνωση των πρώτων σελίδων με την εκφραστική σαφήνεια και διαύγεια, την απρόσκοπτη, κρυστάλλινη αφήγηση κι όσα άλλα αναγκαία προσόντα σε λογοτεχνικό κείμενο, ο αναγνώστης βιώνει μια διαυγή, τρυφερή και νοσταλγική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, έναν κόσμο συναισθηματικό, ευαίσθητο και διάφανο που διαπνέεται από βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο και αισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή. Ο συγγραφέας εξ’ άλλου εξαίρει τη βαθυστόχαστη, δουλεμένη σκέψη του Κρητικού, προτάσσει αξιολογικά τα έμφυτα, μοναδικά και ασυνήθιστα χαρίσματά του, όπως είναι ο «λόγος» δηλαδή η δέσμευση, η υπόσχεση. Η φράση «κρατώ το λόγο μου» σημαίνει ότι τον τηρώ απαρεγκλίτως, ότι δεν τον αθετώ.. Γνωστές τοις πάσι οι φράσεις «ο λόγος μου είναι συμβόλαιο», δίνω το λόγο της τιμής μου», δηλαδή «υπόσχομαι με εγγύηση της αξιοπρέπειά μου».
Το «έδωσα λόγο» δηλαδή το να υποσχεθεί, να δεσμευθεί με λόγο τιμής για γάμο και να τον αθετήσει, ο υποψήφιος γαμπρός στην Κρήτη θεωρείται απαράδεκτη πράξη, ατιμία, προστυχιά, βρομιά, σήψη. Μια περικοπή από το κείμενο αυτό ακριβώς υποδηλώνει «… Ήμουν άντρας τελειωμένος και υπολογίσιμος, έπιανε ο λόγος μου…. και χτυπούσα επιδεικτικά το χέρι μου στο τεζιάκι καλώντας τον καφετζή…» σελ. 26.
Ανάμεσα στα αμέτρητα, έμφυτα χαρίσματα του Κρητικού είναι η θυμοσοφία, η αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων της ζωής και του αναπόφευκτου όσο και ανεξιχνίαστου θανάτου. Το έναυσμα της ακαδημαϊκής συζήτησης ανάμεσα σ’ έναν καθηγητή και σε άλλον απλό άνθρωπο θα δοθεί από μια μαντινάδα σαν αυτήν:
«Εσύ ‘σαι στην Ανατολή κι έχει καιρός μπροστά σου
μ’ από τη Δύση δεν μπορώ να πω στο χρόνο στάσου».
Και ακολουθεί από τον συγγραφέα εμμέσως το καίριο, το αδιερεύνητο ερώτημα. «Αλήθεια περπάτησε ποτέ πάνω στη γη θνητός, που άγγιξε ή ένιωσε ή κάπως εντόπισε το χρόνο, την υλική του υπόσταση, τη μορφή, το σχήμα, τη δύναμη ή κάποια συγκεκριμένη του μέσα στο χώρο που μας περιβάλλει; Μόνο αρνητική η απάντηση. Ο μέγας αυτός άγνωστος ο χρόνος δηλαδή της Φυσικής και των Μαθηματικών, των Άστρων και του Σύμπαντος είναι αόρατος, ανέκφραστος, ασύλληπτος». Σελ. 33,34.
Έξοχο αυτό το χαρακτηριστικό απόσπασμα του κειμένου αυτή η αποστροφή ως ένα ελάχιστο αντιπροσωπευτικό δείγμα της υψηλής ποιότητας του πονήματος. Αυτό το φιλοσοφημένο κεφάλαιο «Χρόνος και ζωή» του βιβλίου θα απαιτούσε μιαν περαιτέρω εμπεριστατωμένη ανάλυση και σχολαστική εμβάθυνση, αλλά θα ‘ταν πέραν του επιτρεπόμενου χώρου μιας εφημερίδας (σελ. 33-37).
Σε άλλο κεφάλαιο ο Στέλιος Χριστονάκης θίγει εκτενώς και προσεγγίζει το κοινωνικό φαινόμενο, που συνίσταται στην αδυναμία αρμονικών σχέσεων και επικοινωνίας, ανάμεσα σε άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές γενεές. Είναι η απόσταση είτε κατά το σύνηθες, λεγόμενο «χάσμα των γενεών», όπως π.χ. στη σελίδα 15 αναφέρει μεταξύ άλλων: «Οι μεγαλύτεροι ξεχωρίζοντας, σχεδόν προκλητικά τη νεολαία από την υψηλότερου, καθώς νομίζουν, κοινωνικού κύρους παρέα τους, μας αποκαλούσαν «ψιλή φωτιά» από σκωπτικά προφανώς ζηλόφθονη διάθεση».
Στο κεφάλαιο με τον εύγλωττο τίτλο: «Μαντιναδόκηπος ο συγγραφέας αναμέλπει ένα διθυραμβικό ύμνο σ’ ένα κρητικό «κόσμημα» στην αθάνατη μαντινάδα. Πρόκειται για μιαν αισθαντική, συναρπαστική περιγραφή, ένα λογοτέχνημα αξιώσεων, μια σχολαστική παρουσίαση κειμένου αξεπέραστης, ασύγκριτης ποιότητας. Μέσα σε δύο σελίδες ο Στέλιος Χριστονάκης μας δίδει ένα μοναδικό ρεσιτάλ καλλιέπειας λόγου και μας μεταφέρει παραστατικά το ακαταμάχητο άρωμα, που αποπνέει αυτό το μοναδικό, στοχαστικό κρητικό δίστιχο. Ο Στέλιος Χριστονάκης θέλει τη μαντινάδα «μεγάλο χλοϊσμένο περιβόλι, πρόσχαρο και προσιτό σ’ όσους θέλουν ν’ αποθέσουν μνήμες κι ελπίδες, χαρές και λύπες, και αισθήματα, έχθρες και μίση. Σβησμένες προσδοκίες, αναλαμπές και αποθαρρέματα».
Στο κεφάλαιο με τον ποιητικό τίτλο: «Δένδρον αγλαόκαρπον» παρμένο από τον Ακάθιστο Ύμνο (Χαιρετισμοί) του έξοχου εκκλησιαστικού υμνωδού Ρωμανού του Μελωδού ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει την ποιητική του έφεση.
Πρόκειται για μια δημοφιλέστατη ασματολογία διότι απηχεί πολύ έντονα ένα αγνό θρησκευτικό συναίσθημα σε τόνους διθυραμβικούς. Θαυμάσια αυτή η μεταφορά διότι τι άλλο είναι η φιλία παρά «δένδρον αγλαόκαρπον» δένδρο που φέρει «εύχυμους» καρπούς, όπως είναι η αμοιβαία αγάπη, η κατανόηση και αφοσίωση μεταξύ φίλων διαφόρων μεν κατά τις γνώσεις, την πείρα, τον πνευματικό ορίζοντα, εχόντων όμως κλίση προς το αγαθόν, χαιρώμενων και λυπουμένων με αμφότερη κατανόηση αμοιβαία αισθήματα και ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη. Το μεστό και συναρπαστικό κείμενο εμπεριέχει αυτό ακριβώς το βαθυστόχαστο νόημα. Μια αδελφική φιλία εξ’ άλλου συνέδεσε το συγγραφέα με τους δύο καταξιωμένους λογοτέχνες. Το Μανόλη Αναγνωστάκη ποιητή και την αδελφή του Λούλα συγγραφέα. Πολύ συγκινητική η αναφορά σ’ αυτούς σε ένα φευγαλέο, βιωματικό τους πέρασμα από το Αμάρι.
Ένα εκτεταμένο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο γιατρό – μάγο Γ. Ανδρεδή. Επιστημονική ιδιοφυία ο Ανδρεδής υπήρξε σύγχρονος σπουδαστής και συνομήλικος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Εξ’ αυτού του λόγου συνεδέθησαν με μια αδελφική φιλία και εξελέγη βουλευτής των Βενιζελικών, αλλά και Πρόεδρος της Βουλής. Τον Ανδρεδή τον θυμάμαι σε παιδική ηλικία, όταν ερχόταν στο πατρογονικό φαρμακείο. Έμπαινε βιαστικός, ανυπόμονος κι έτρεχε στο εσωτερικό. Εκεί ο πατέρας μου τοποθετούσε τις δρόγες σε μεγάλα μεταλλικά κουτιά. Δρόγες είναι οι φυτικές πρώτες ύλες για την παρασκευή φαρμάκων (σιναπόσπορος, φύλα σιναμικής, γένια ξενικόσταρου, λείκια (τσαμπιά κερασιών), κολοκυθόσπορους και πολλά άλλα ακόμα.
Ο Ανδρεδής έψαχνε και έβρισκε αυτά που ήθελε, για να παρασκευάσει το φάρμακο, τη συνταγή του οποίου μόνο αυτός γνώριζε και ουδείς άλλος, από τότε μέχρι σήμερα την έμαθε.
Στο Αμάρι υπήρχε και ένα εκλεκτό και ξεχωριστό κοινωνικό κομμάτι. Από αυτή την elit ο συγγραφέας προτάσσει τρεις προσωπικότητες. Αναφέρει για την ακτινοβολία της μορφής τους, την υποδειγματική και χαρισματική. Πρόκειται για τον Μιχάλη Αλικαμπιώτη, τον Μιχάλη Βούλγαρη και τον Κώστα Κασιμάτη.
Εν κατακλείδι (χωρίς να υπερβάλλω) η ποιότητα λόγου, η σαφήνεια της γλώσσας, η στοχαστική σκέψη και η γόνιμη φαντασία στο πόνημα του Στέλιου Χριστονάκη, το διανθισμένο με καλολογικά στοιχεία, δεν υστερεί ουδόλως από μιαν υψηλού επιπέδου λογοτεχνική παράγωγη. Το περίτεχνο απέριττο ύφος, ο σεβασμός στην παράδοση, η αναφορά σε μια κοινωνία, ολιγάριθμη, φιλόξενη, ανθρώπινη και συναισθηματική, που από μέρα σε μέρα εκλείπει, προσδίδουν σ’ αυτό το σημαντικό πόνημα ένα αναμφισβήτητο prestige καταξιώνουν το συγγραφέα καταξιωμένο και ως νομικό, τώρα και στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με προσόντα που αποκαλύπτουν ένα ανεκμετάλλευτο παραμελημένο ταλέντο.