Όποτε κι αν θελήσεις να αξιολογήσεις τη χορευτική δεινότητα των σύγχρονων συνεχιστών της παράδοσης ένας κρατά την πρωτοκαθεδρία, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από την «αναχώρησή» του. Ο περίφημος Σταμάτης Παπαδάκης. Ο «Νουρέγιεφ» της Κρήτης, όπως τον είχε αποκαλέσει αυθόρμητα ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, όταν είχε επισκεφθεί το Ρέθυμνο και με την ευκαιρία αυτή πήρε και μια γεύση τοπικής παράδοσης στο επίσημο δείπνο που του είχε παραθέσει ο δήμος Ρεθύμνου.
Για τον Σταμάτη έμαθα πολλά και από την αξέχαστη φίλη Ειρήνη Μπριλλάκη – Καβακοπούλου.
– Αυτός Εύα, μου είχε πει, με το βλέμμα της να λάμπει όπως κάθε φορά που αναφερόταν σε κάθε αξιοθαύμαστο, δεν χορεύει. «Ζωγραφίζει» βήματα. Είναι ασύλληπτη αυτή η ευχέρειά του να χορεύει σαν να μην απομακρύνεται από τη θέση του. Δεν ξέρω αν θα ξαναπεράσει χορευτής σαν τον Σταμάτη. Οι φιγούρες που κάνει είναι ασύλληπτες. Γεννημένος χορογράφος της παράδοσης θα έλεγα.
Μια ακόμα αρχόντισσα της παράδοσης, η Σοφία Ηλιάκη, που ασκούσε πάντα αυστηρή κριτική στους σύγχρονους χορευτές παραδοσιακών χορών, μόνο όταν αναφερόταν στο Σταμάτη μιλούσε με μεγάλοι θαυμασμό.
«Ο Σταμάτης, μου είχε πει, είναι σπουδαίος γιατί διδάσκει το σεβασμό στον παραδοσιακό χορό που κοντεύουν κάποιοι να τον καταντήσουν μπαλέτο…».
Έτσι έμεινε ο Σταμάτης Παπαδάκης στο νου μου πρόσωπο θρυλικό που δεν ευτύχισα να γνωρίσω.
Γνώρισα όμως την εγγονή του Χρυσούλα Παπαδάκη, ψυχολόγος είναι σήμερα, που παρακολουθούσε στο τμήμα μου προαιρετικών μαθημάτων του, τότε, Πολυκλαδικού δημοσιογραφία. Μιλούσαμε τυχαία για κρητική παράδοση κι ανέφερα σαν παράδειγμα αυθεντικού χορευτή το Σταμάτη. Και τότε μου λέει με καμάρι η Χρυσούλα: «Είναι ο παππούς μου».
Θυμάμαι πως της είχα αναθέσει για το περιοδικό μας «Κάτι αντί τίποτα» μια εργασία σχετική, που έκανε με κέφι η Χρυσούλα και ξεχώρισε όπως ξεχώριζε πάντα άλλωστε, όπως ξεχωρίζει και σήμερα στην επιστήμη της.
Ευτυχώς λέμε σήμερα που είχαν ασχοληθεί έγκαιρα ερευνητές στο χώρο μας με τον Σταμάτη και διέσωσαν αρκετό υλικό από εμφανίσεις του. Γιατί θα ήταν μεγάλη απώλεια για την πολιτιστική μας παρακαταθήκη να υπάρχει ένα τέτοιο κενό.
Από τις συνεντεύξεις αυτές διαπιστώνεις πόσο σεμνός ήταν ο αξέχαστος Σταμάτης. Όπως συνήθιζε να λέει ο χορός ήταν ανάγκη ψυχής γι’ αυτόν. Από τις πρώτες κοντυλιές που άκουγε όπου κι αν βρισκόταν ένοιωθε την ανάγκη να χορέψει. Η μουσική έμοιαζε σειρήνα που τον καλούσε σε ένα ονειρικό ταξίδι. Και τη μαγεία που του προκαλούσε αυτή η αίσθησή μας την έδινε με τις ζυγισμένες του κινήσεις.
Από τα πρώτα του βήματα στη χορεύτρα σε εντυπωσίαζε με την τεχνική του καθόλου επιτηδευμένη, αλλά γνήσια έκφραση μιας φύσης καλλιτεχνικής. Έμοιαζε σαν τους μυθικούς ιεροφάντες που καλούσαν σε μια μυσταγωγική μέθεξη αυτούς που τους παρακολουθούσαν άφωνοι.
Παιδί πολυμελούς οικογένειας
Ο Σταμάτης Παπαδάκης γεννήθηκε στο Σπήλι το 1903 κι ήταν γόνος πολυμελούς οικογένειας. Όπως συνήθιζαν τα παιδιά που έπρεπε νωρίς να βοηθήσουν την οικογένεια, έμαθε την τέχνη του κουρέα στο χωριό του και μετά σταδιοδρόμησε επαγγελματικά στον Πλάτανο, στην καρδιά της παλιάς πόλης. Εκεί τον συναντούσαν και οι κορυφαίοι της μουσικής.
Χορό έμαθε ο ίδιος παρακολουθώντας παλιούς χορευτές σε γλέντια.
Σταθμοί στη χορευτική του καριέρα στάθηκαν η περιοδεία στη Γαλλία με τον Αλέκο Καραβίτη αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου και η πολύχρονη παρουσία του στα χορευτικά συγκροτήματα της Δώρας Στράτου. Η επίσημη χορευτική του δράση σε συγκροτήματα ξεκινάει αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίζει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 70′.
Η καλύτερη χορευτική του στιγμή, σύμφωνα με διηγήσεις του ίδιου, ήταν ένας γάμος στο Έλος Κισσάμου, στις αρχές της δεκαετίας του 70. Επί σειρά ετών αποτέλεσε το «χορευτικό ταίρι» του Θανάση Σκορδαλού, ζωγραφίζοντας στην κρητική γη τις μουσικές νότες του συρτού, της σούστας, του πεντοζάλη και του μαλεβιζιώτη που έβγαιναν από τη λύρα του Σκορδαλού.
Μα και άλλοι λυράρηδες θεωρούσαν τιμή να συνοδεύσουν τα βήματα του Σταμάτη.
Αναφέρει σε συνέντευξή του στον Γρηγόρη Ι. Αλυσσανδράκη, ο λυράρης Γιώργος Χαλκιάς από τις Ατσιπάδες, για το www.kritikiparadosi.gr.
«Από χορευτές γνώρισα και έζησα για αρκετά χρόνια τον αξέχαστο και αξεπέραστα Σταμάτη Παπαδάκη από το Σπήλι, ο οποίος είχε χορέψει αρκετές φορές με τη λύρα μου.
Φημιζόταν ως ο καλύτερος χορευτής, κάτι το οποίο συνυπογράφω αλλά εκτός αυτού ήταν και σπουδαία φυσιογνωμία».
Μια μαθητική εκδρομή ήταν η ευκαιρία
Μιλώντας το 1982 στον Μανόλη Παντινάκη, ο Σταμάτης είχε αποκαλύψει και πολλές λεπτομέρειες από τη γνωριμία του με τους σπουδαίους μουσικούς της εποχής του.
Στην ίδια συνέντευξη πρόσθεσε ότι μια μαθητική εκδρομή στο Αμάρι, στα 14 χρόνια του, ήταν ο σταθμός για την παραπέρα καλλιτεχνική του εξέλιξη, που του έδωσε δεκάδες διακρίσεις στην Κρήτη, στην Ελλάδα και σε χώρες του εξωτερικού, με σημαντικότερες αυτές του φεστιβάλ στη Γαλλία, στην Κύπρο και στην Αίγυπτο.
Ο Σταμάτης Παπαδάκης, έζησε με αξιοπρέπεια, λεβεντιά και γενική καταξίωση έχοντας δημιουργήσει μια όμορφη οικογένεια με τη Χρυσούλα Βλατάκη, με την οποία και απέκτησαν δυο παιδιά που κατοικούν σήμερα στο Ρέθυμνο, την Ευαγγελία (σήμερα Κοτσίφη) και το Χαράλαμπο.
Ο φημισμένος πρωτοχορευτής πέθανε πλήρης ημερών στις 24 Νοεμβρίου 1994, σε ηλικία 92 χρόνων και η κηδεία του έγινε στη γενέτειρά του το Σπήλι, όπου βρίσκεται και ο τάφος του. Το μήνυμα που έστειλε, από το 1982 στους νέους, εξακολουθεί να είναι και σήμερα επίκαιρο: «Ο χορός δεν είναι επάγγελμα και αν το δουν ως επάγγελμα χάνεται».
Παρασκευάς Μενιουδάκης: Ο χάρος μας τον στέρησε νωρίς
Το έργο «Η Νεράιδα και το Παλικάρι» είναι από τις ταινίες που προβάλλονται αμέτρητες φορές. Κάποιοι ξέρουν ακόμα και τις βασικές ατάκες του έργου. Πόσοι γνωρίζουν όμως τον πρωτοχορευτή που ξεχωρίζει με τη λεβεντιά του; Πόσοι θυμούνται τον Παρασκευά Μενιουδάκη;
Η αναφορά μας σε έναν από τους Ρεθεμνιώτες που άφησαν βαθειά τα χνάρια τους στη μνήμη των Ρεθεμνιωτών της δεκαετίας του 50 και μετά. Ήταν πανέμορφος, αντιπροσώπευε την κρητική περηφάνια στο έπακρο. Αποδείχτηκε άξιος μαθητής του Σταμάτη Παπαδάκη που είχε ως πρότυπο.
Χαιρόσουν να τον βλέπεις με την όμορφη και χαρισματική γυναίκα του, τη Χρυσούλα. Όλοι καμάρωναν το ζευγάρι αυτό. Όπως και θαύμαζαν τον Παρασκευά όταν χόρευε θυμίζοντας περήφανο αετό.
Ο σεμνός αλλά πολύτιμος διάκονος της παράδοσης κ. Μανόλης Τζιράκης, έχει ευτυχώς σκιαγραφήσει το πορτραίτο του αξέχαστου Παρασκευά και μάλιστα με πλήρη στοιχεία από έγκριτες πηγές. Και μας βοηθά να γνωρίσουμε καλύτερα το χορευτή που έγραψε τη δική του ιστορία στο πολιτιστικό γίγνεσθαι του Ρεθύμνου.
Στο Κάτω Βαλσαμόνερο, κοιτίδα παράδοσης, είδε το φως της ζωής ο Μενιουδάκης 5 Φεβρουαρίου 1934. Τα πρώτα του ακούσματα ήταν από το λαϊκό πολιτισμό και τα μεταλαμπάδευαν ανόθευτα οι δικοί του. Εκεί στο περιβάλλον που μεγάλωσε έμαθε να σέβεται και να τιμά τις παραδόσεις του νησιού του. Ήταν έξυπνος και προκομμένος. Έδειχνε από τα μικρά το χρόνια ότι κάποτε θα ξεχώριζε, αλλά αυτό κατά βάθος δεν τον πίστευε ούτε ο ίδιος. Ήταν πιο σκοτεινές εποχές από αυτή που ζούμε. Δύσκολα χρόνια, που έκανε δυσκολότερα η Γερμανική Κατοχή με όσα δεινά έφερε στους ανθρώπους. Τι να απογίνει ένα παιδί που δεν κατάφερε να σπουδάσει; Η Γεωργία και η Κτηνοτροφία του έδωσαν τα πρώτα του χρήματα σκληρής δουλειάς. Μια φύση ανήσυχη όμως πώς να περιοριστεί στη σιγουριά του καθημερινού; Οι ικανότητές του ενθάρρυναν για τολμηρές απόπειρες προόδου. Η μηχανική τον τραβούσε, δείγμα ενός οξύτατου πνεύματος. Κατάφερε σύντομα να γίνει ένας εξαιρετικός ραδιοτεχνίτης, εμπειροτέχνης μεν, αλλά άπιαστος στη δουλειά του.
Λάτρης της παράδοσης
Ο Παρασκευάς Μενιουδάκης, λάτρευε την παράδοση. Και κατάλαβε πόσο δεμένος ήταν με τις παρακαταθήκες της, όταν γνώρισε τον Σταμάτη Παπαδάκη. Στα μάτια του νεαρού ο Σπηλιανός, πρωτοχορευτής φάνταζε ημίθεος. Και δικαίωνε όσους έλεγαν πως όταν χορεύει ξεκινά σαν αετός που ετοιμάζεται να πετάξει. Αυτό που πρόσεξε και εκτίμησε περισσότερο στο Σταμάτη, ο μικρός, ήταν η σεμνότητα που τον διέκρινε. Δεν χόρευε για να προκαλέσει εντυπώσεις αλλά επειδή το ένιωθε σαν ανάγκη ψυχής. Έτσι ήθελε να γίνει ο Παρασκευάς. Και η φύση φάνηκε πρόθυμη να τον φέρει πιο κοντά στο όνειρό του. Όσο μεγάλωνε αποκτούσε το «σκαρί» του λεβέντη Κρητικού. Και το πρόσωπό του, που φώτιζε ένα καθάριο βλέμμα, σίγουρα θα έκανε πολλές κοπελιές να χάσουν τον ύπνο τους. Έφτασε να είναι η ψυχή της παρέας και του γλεντιού. Είχε όμως έναν αυθορμητισμό που κέρδιζε τους άλλους, σε βαθμό που ο θαυμασμός παραμέριζε το φθόνο.
Στα 14 χρόνια του πετούσε κιόλας στο χορό. Κι ήρθε μια στιγμή που δεν την περίμενε ούτε στα πιο τρελά του όνειρα. Δέκα χρόνια μετά, ήταν γύρω στα 1958, γνώρισε το Σταμάτη Παπαδάκη και αμέσως τους έφερε κοντά το πάθος για το χορό. Το έμπειρο μάτι του πρωτοχορευτή, κατάλαβε αμέσως ότι ο μικρός βάδιζε στα χνάρια του. Θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί συνεχιστής του. Γιατί πρόσεξε με περηφάνια ότι ο μαθητής του είχε το δικό του στυλ το ξεχωριστό. Κρατούσε τις βάσεις που έβαζαν οι μεγάλοι και βετεράνοι του χορού αλλά πρόσθετε τη δική του υπογραφή. Διατηρούσε μια αυτονομία, αυτοδημιουργία στις κινήσεις του που δεν περνούσαν απαρατήρητες. Κάποτε είχε πει για τον Παρασκευά ο Θανάσης Σκορδαλός, σε μια τηλεοπτική εκπομπή του Γιώργου Νταγάκη:
– Όταν τον έβλεπες ντυμένο με τη Κρητική φορεσιά να χορεύει, έλεγες Θεέ μου δώσ’ μου άλλα δυο μάθια, να τονε κοιτάζω!
Αλλά κι ο Παπαδάκης, καμάρωνε για το μαθητή του και το έλεγε.
Θερμός πατριώτης
Ο Παρασκευάς ήταν και παθιασμένος πατριώτης. Πώς αλλιώς θα γινόταν, αφού μεγάλωσε σε χώματα που ευλόγησε το βήμα ηρώων και αγωνιστών.
Αναπόσπαστα δεμένος με το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου, συμμετείχε ωστόσο και στην ομάδα της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας που επίσης είχε κερδίσει το ενδιαφέρον του με τους καταστατικούς σκοπούς της. Όπου εμφανιζόταν κέρδιζε το κοινό του. Πολλοί είπαν πως είναι ο διάδοχος του Σταμάτη. Δεν άργησαν να τον προσέξουν οι επιτελείς του Παγκρήτιου Ομίλου Βρακοφόρων των Χανίων, που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει τον ανθό των πρωτοχορευτών του νησιού.
Πως βρέθηκε στο πλατό
Το 1969 ο Ντίνος Δημόπουλος ενθουσιασμένος από ένα σενάριο του Λάκη Μιχαηλίδη κι έχοντας στη διάθεσή του Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρη Παπαμιχαήλ για να ενσαρκώσουν τη «Νεράιδα και το Παλικάρι», αυτός ήταν και ο τίτλος της ταινίας, δίνει μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια. Και για τη σκηνή του γλεντιού θέλει αυθεντικό χορό της Κρήτης. Ο Νίκος Μαμαγκάκης που έγραψε τη μουσική, θα έδωσε σίγουρα τις κατευθύνσεις του και σύντομα μπαίνει στο πλατό ο Παγκρήτιος Όμιλος Βρακοφόρων με τον Παρασκευά Μενιουδάκη, πρωτοχορευτή.
Ο σπουδαίος αυτός, αλλά και τόσο σεμνός καλλιτέχνης, γνωρίζει μεγάλη δόξα και αποκτά φήμη κάνοντας τουρνέ σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και στο εξωτερικό, γιατί είχε την ευκαιρία να προβάλλει τους χορούς της Κρήτης, σε Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Κύπρο, Ισραήλ. Χορεύει για τον εαυτό του και ξεσηκώνει το κοινό που τον αποθεώνει, τιμώντας στο πρόσωπό του την κρητική λεβεντιά. Όλα όμως θέλει να έχουν ημερομηνία λήξης. Αυτός δεν κάνει μακριά από τον τόπο του, από τους αγαπημένους του. Πουθενά αλλού δεν «πεταρίζει» από χαρά η ψυχή του. Κανένα αγέρι δεν έχει τη χάρη του κρητικού αγεριού, που να δίνει στην ανάσα του φτερά. Και δεν διστάζει να κλείνει πόρτες απορρίπτοντας προτάσεις που προϋπόθεταν ξενιτεμό από την Κρήτη του. Κι ας του δημιουργούσαν προοπτικές ζηλευτής καριέρας.
Ήταν σε ένα πανελλήνιο Φεστιβάλ Παραδοσιακών χορευτικών συλλόγων στην Αθήνα, που συμμετείχε με το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου και ο Παρασκευάς. Ήταν η πρώτη φορά μάλιστα, που συμμετείχε σε μια τόσο σοβαρή διοργάνωση με το κύρος μάλιστα του Λυκείου Ελληνίδων που αποτελεί την Κιβωτό της παράδοσης.
Ήταν ένας κι ένας οι χορευτές, αλλά η Δώρα Στράτου πρόσεξε τον Παρασκευά. Και χωρίς περιστροφές, του πρόσφερε μόνιμη θέση στην περίφημη παραδοσιακή χορευτική της ομάδα. Εκείνος ευχαρίστησε για τη μεγάλη τιμή, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά. Μάλλον πως δεν το μετάνιωσε ποτέ, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι μόνο στον τόπο του ένιωθε ότι ζούσε. Πρόθυμος πάντα συμμετέχει σε κάθε πολιτιστική εκδήλωση ακόμα και σαν απλός στρατιώτης. Στα «Καλά Ξέτελα» του Νίκου Ορφανού, που είχαν παρουσιαστεί στο Ωδείο, ο Παρασκευάς έδωσε τη δική του χαρακτηριστική νότα στην κλασική αυτή ηθογραφία.
Δάσκαλος χορού
Στη δεκαετία του 1980, εντάσσεται στο πολιτιστικό ρεύμα που δίνει νέα ώθηση στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι του νησιού.
Κάποια στιγμή αισθάνεται την ανάγκη να προσφέρει κάτι περισσότερο στο χωριό του. Είναι και οι φίλοι και συγχωριανοί που τον παρακινούν. Παίρνει τη μεγάλη απόφαση να ασχοληθεί με την τοπική αυτοδιοίκηση προβάλλοντας και διεκδικώντας επίλυση των προβλημάτων του χωριού του. Η θητεία του προέδρου από το 1986 μέχρι το 1991, είναι γεμάτη από δράση και συγκινητική αυταπάρνηση. Δεν κατάφερε όμως να υλοποιήσει όσα ονειρευόταν.
Ενώ για τον Σταμάτη, στάθηκε ο χρόνος γενναιόδωρος, αδίκησε το σπουδαίο μαθητή του. Ο Παρασκευάς έφυγε τόσο νέος στις 18 Δεκεμβρίου 1991. Θρήνησε η Κρήτη το παλικάρι και η παράδοση έναν από τους γνησιότερους εκφραστές της. Αλλά η μνήμη του μένει άσβεστη κάθε φορά που βλέπεις λεβέντη στην πίστα να χορεύει και να θαρρείς πως είναι αετός κι όπου νάνε θα πετάξει μεσούρανα…
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Παραδοσιακού – Λαογραφικού Συλλόγου Κάτω Βαλσαμονέρου.