Διγλωσσία και διαπολιτισμικότητα στην εκπαίδευση είναι τα θέματα που θα αναπτυχθούν στο 5ο διεθνές συνέδριο με τίτλο «Σταυροδρόμι γλωσσών και πολιτισμών» που διοργανώνει το Εργαστήριο Διαπολιτισμικών και Μεταναστευτικών Μελετών (Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ.) του παιδαγωγικού τμήματος δημοτικής εκπαίδευσης/K.E.ME. του πανεπιστημίου Κρήτης, σε συνεργασία με το «Πολύδρομο» (ομάδα για τη διγλωσσία και τον πολυπολιτισμό στην εκπαίδευση & την κοινωνία).
Το αντικείμενο του 5ου συνεδρίου είναι «Γλώσσες και πολιτισμοί στο σχολείο και στην οικογένεια» και φιλοδοξεί να αποτελέσει τόπο συζήτησης ζητημάτων διαπολιτισμικότητας, διγλωσσίας και διγραμματισμού στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες με έμφαση στο πώς τα φαινόμενα αυτά αναπτύσσονται, είτε στο πλαίσιο της τυπικής εκπαίδευσης, είτε μέσα από εναλλακτικές παρεμβάσεις στο πλαίσιο της οικογένειας και της κοινότητας των μαθητών από μειονοτικό και μεταναστευτικό υπόβαθρο. Το συνέδριο θα πραγματοποιηθεί το διάστημα 1-3 Ιουνίου 2018 στην πανεπιστημιούπολη Γάλλου στο Ρέθυμνο. Γλώσσες του συνεδρίου είναι η ελληνική και η αγγλική.
Περισσότερο από ογδόντα επιστήμονες από διάφορες χώρες θα ανταλλάξουν απόψεις και εμπειρίες στα θέματα εκπαίδευσης, θα επιδείξουν καλές πρακτικές και θα αναλύσουν προβλήματα που ανακύπτουν σήμερα με σκοπό αυτά να επιλυθούν και να καταστεί η εκπαίδευση παιδιών από διάφορες χώρες με διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες, ήθη και έθιμα, μια ελκυστική και εύκολη διαδικασία.
Απαραίτητη προϋπόθεση, όπως ανέφεραν στη διάρκεια της χθεσινής συνέντευξης τύπου οι διοργανωτές, είναι η εκπαίδευση και η επιμόρφωση των ίδιων των εκπαιδευτικών πάνω σε θέματα διαπολιτισμικότητας. Το συνέδριο άλλωστε απευθύνεται σε νηπιαγωγούς και δασκάλους, οι οποίοι μπορούν να αποκτήσουν γνώσεις και να ενημερωθούν για πρακτικές που θα διευκολύνουν την καθημερινότητα τους μέσα στην τάξη.
Η κ. Ασπασία Χατηζιδάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια του παιδαγωγικού τμήματος δημοτικής εκπαίδευσης και διευθύντρια Εργαστηρίου Διαπολιτισμικών και Μεταναστευτικών μελετών, που διοργανώνει το συνέδριο, μεταξύ άλλων, στη διάρκεια της χθεσινής συνέντευξης τύπου ανέφερε: «Είναι ένα συνέδριο που αφορά στη διγλωσσία, την διαπολιτισμικότητα στην εκπαίδευση και έχει ως στόχο να φέρει κοντά επιστήμονες από διάφορους σχετικούς χώρους για να συζητήσουν θέματα που αφορούν στην εκπαίδευση, στην πολυπολιτισμική κοινωνία, κυρίως δίνοντας έμφαση στο πως μπορούμε να αξιοποιήσουμε το υπόβαθρο των οικογενειών (και να γεφυρώσουμε το χάσμα ανάμεσα στη σχολική μάθηση και στη μάθηση που συμβαίνει στο πλαίσιο της κοινότητας. Τα συνέδρια έχουν πάντα στόχο την ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών και πορισμάτων από τους επιστήμονες, είτε σε διεθνές, είτε σε ελληνικό επίπεδο. Θα έρθουν άνθρωποι από την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Γερμανία, την Ιταλία και από πάρα πολλές άλλες χώρες, μέχρι και από την Ισλανδία και θα μας παρουσιάσουν έρευνες που γίνονται και στον ελλαδικό χώρο και αφορούν στα δικά τους πλαίσια γύρω από την εκπαίδευση προσφύγων, μεταναστών, παιδιών από θρησκευτικές μειονότητες. Είναι πάντα ενδιαφέρον να βλέπουμε σε τι διαφέρει η παιδαγωγική αντιμετώπιση των παιδιών αυτών στην Ελλάδα από τις χώρες του εξωτερικού, να ανταλλάσουμε καλές πρακτικές και να παρατηρούμε αν έχει πετύχει κάτι ή όχι. Όλα αυτά είναι ζητήματα που βρίσκονται στον πυρήνα των αναζητήσεων μας».
Από την πλευρά της η Βιβή Θώμου, επίκουρη καθηγήτρια στο παιδαγωγικό τμήμα δημοτικής εκπαίδευσης με γνωστικό αντικείμενο στη λεξικολογία και τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ανέφερε: «Στο συνέδριό θα δοθεί η ευκαιρία σε ερευνητές και εισηγητές να παρουσιάσουν ακριβώς έρευνα που κάνουν για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης ξένης γλώσσας τόσο, όσον αφορά στη μάθηση της γλώσσας αλλά και στη διδασκαλίας της ούτως ή άλλως το ένα αντανακλά πάνω στο άλλο. Επίσης θα δοθεί η ευκαιρία να παρουσιαστούν καλές πρακτικές που εφαρμόζονται μέσα σε μια τάξη για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. Η ελληνική ως δεύτερη ξένη γλώσσα διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία και αφορά στα αλλοδαπά παιδιά που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία, επομένως αποτελεί μια πτυχή της διδασκαλίας αυτής. Θεωρίες και μέθοδοι διδασκαλίας υπάρχουν πολλές. Οπότε εξαρτάται ο κάθε ερευνητής ή ο κάθε θεωρητικός επιστήμονας ποια θεωρητικά πορίσματα αξιοποιεί και γιατί τα θεωρεί αυτός καλά πορίσματα που έχουν εφαρμογή στη διδασκαλία. Συνήθως η διδασκαλία της γλώσσας σχετίζεται με τους τρόπους εκμάθησής της δηλαδή με τους τρόπους που το ανθρώπινο μυαλό μαθαίνει γλώσσες. Γι’ αυτόν τον λόγο βρίσκονται σε αλληλεπίδραση οι δυο εικασίες. Οι εκπαιδευτικοί επιμορφώνονται και οφείλουν να επιμορφώνονται πάνω σε ζητήματα μάθησης της γλώσσας και διδασκαλίας της, είτε αφορούν την ελληνική, είτε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Οι επιστήμες εξελίσσονται συνεχώς, επικαιροποιούνται, τα δεδομένα αλλάζουν. Για τον λόγο αυτό πραγματοποιούνται και τα συνέδρια προκειμένου να αποτυπώνονται αυτές οι αλλαγές».
«Η διαφορετική γλώσσα δεν αποτελεί εμπόδιο στην εκπαίδευση»
Οι διαφορετικές γλώσσες όσο και τα διαφορετικά ήθη και έθιμα αλλά και οι θρησκείες δεν αποτελούν εμπόδιο στην εκπαιδευτική διαδικασία ξεκαθάρισε η κ. Χατζηδάκη, η οποία τόνισε ότι όταν ο εκπαιδευτικός είναι ενημερωμένος και καταρτισμένος μπορεί να μετατρέψει αυτή τη διαπολιτισμικότητα σε ένα ισχυρό εφόδιο για όλους τους μαθητές της τάξης αλλά και στους γονείς. Οι διαφορετικές εθνικότητες σε μια σχολική κοινότητα και σε μια κοινωνία μπορούν να συνυπάρξουν χωρίς προβλήματα αφού, όπως ανέφερε, το εμπόδιο της γλώσσας δεν είναι ανυπέρβλητο.
Χαρακτηριστικά είπε: «Υπάρχει ίσως η εσφαλμένη εντύπωση πως το εμπόδιο της γλώσσας είναι ανυπέρβλητο, δηλαδή ένα γονέας που δεν ξέρει καλά ελληνικά, δεν θα μπορέσει να συνεννοηθεί με τον εκπαιδευτικό και αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην επίδοση τους παιδιού ή μια οικογένεια που έχει επιλέξει να ομιλεί τη μητρική της γλώσσα μέσα στο σπίτι, για τους δικούς της λόγους, θεωρείται από κάποιους εσφαλμένα επίσης ότι παρεμποδίζει την ανάπτυξη της ελληνικής γλώσσας από το παιδί. Όλα αυτά που μπορεί να φαίνονται κοινή λογική δεν έχουν επιστημονική βάση και δεν θα πρέπει να τα φοβόμαστε τόσο. Οι εκπαιδευτικοί βλέπουν ότι και οι μετανάστες γονείς έχουν έντονη επιθυμία να προοδεύσουν τα παιδιά τους και να μάθουν την ελληνική γλώσσα, με λίγες εξαιρέσεις, οι οποίες οφείλονται στο ότι έχουν σκοπό να επιστρέψουν σύντομα στη χώρα τους οπότε δεν επενδύουν συναισθηματικά στην εκμάθηση της ελληνικής. Οι περισσότεροι όμως γονείς ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να μάθουν καλά ελληνικά, αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να πάψουν να μιλούν τη δική τους γλώσσα στο σπίτι, ίσα-ίσα που αυτό που υποστηρίζουμε και ερευνητικά αλλά και εμπειρικά είναι ότι μια καλά εδραιωμένη γλώσσα την οποία ήδη μιλάει το παιδί και τη χρησιμοποιεί και μαθαίνει να γράφει και να διαβάζει σε αυτή, μόνο εμπλουτιστικά μπορεί να συνδράμει στην εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Επομένως δεν φοβόμαστε τις παρεμβάσεις των γονέων. Πιστεύουμε ότι οι καλά εκπαιδευμένοι εκπαιδευτικοί, οι καταρτισμένοι, οι μορφωμένοι, θα βρουν τρόπους να φέρουν κοντά και τους γονείς που διστάζουν είτε λόγω γλώσσας, είτε λόγω διαφορετικού επιπέδου, να τους φέρουν στο σχολείο και να συνεργαστούν μαζί τους. Να συνεργαστούν ακούγοντας τους γονείς, μαθαίνοντας και τη δική τους θρησκεία, κουλτούρα, γλώσσα και αξιοποιώντας τα όλα αυτά. Πολλά παιδιά συχνά μιλούν καλύτερα την ελληνική γλώσσα από ότι οι γονείς τους. Αυτό συμβαίνει με όλους τους μετανάστες, σε όλες τις χώρες. Το παιδί επειδή κοινωνικοποιείται γρηγορότερα μέσα στην παρέα των ομηλίκων, φτάνει να γνωρίζει καλύτερα τη γλώσσα της χώρας την οποία ζει από ότι τους γονείς τους. Υπάρχουν και διάφοροι παράγοντες που παίζουν ρόλο σε αυτό. Δεν νομίζω ότι πρέπει να φοβάται κανείς για το αν τα παιδιά θα μάθουν τα ελληνικά. Το θέμα είναι κατά πόσο μαθαίνουν τα ελληνικά εις βάρος της δικής τους γλώσσας, κάτι που δεν θα το θέλαμε ή αν μαθαίνουν τα σωστά ελληνικά που θα τους επιτρέψουν να συνεχίσουν τους σπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εδώ εμπίπτουν θέματα και κοινωνικής δικαιοσύνης, δηλαδή το κατά πόσο βοηθάμε το παιδί να καλύψει το χάσμα με τους γηγενείς, αν υπάρχει ένα τέτοιο χάσμα στην αρχή και να μάθει τη γλώσσα την ακαδημαϊκή, ώστε να έχει τις ίδιες ευκαιρίες με οποιοδήποτε άλλο παιδί που φοιτά στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα».
Ανύπαρκτο θεσμικό πλαίσιο
Στην απουσία θεσμικού πλαισίου αναφέρθηκε η κ. Διονυσία Κοντογιάννη, επίκουρη καθηγήτρια στο παιδαγωγικό τμήμα προσχολικής εκπαίδευσης του πανεπιστημίου Κρήτης, με γνωστικό αντικείμενο στη διαπολιτισμική παιδαγωγική, η οποία επεσήμανε την ανάγκη κατάρτισης των εκπαιδευτικών αφού είναι εκείνοι που πρέπει, όπως είπε, να έχουν καθοριστικό ρόλο στην εκπαίδευση παιδιών με διαφορετικές γλώσσες και θρησκείες.
«Γενικότερα το θεσμικό μας πλαίσιο δεν υποστηρίζει αρκετά την πολιτισμικότητα. Επομένως αυτό επαφίεται στους εκπαιδευτικούς και στις καλές προθέσεις των εκπαιδευτικών να διαχειριστούν το πολύγλωσσο κεφάλαιο που φέρουν τα παιδιά στις τάξεις τους. Το ελληνικό σχολείο θεσμικά είναι μονόγλωσσο και πολυπολιτισμικό. Οπότε επαφίεται πλέον στους εκπαιδευτικούς να σεβαστούν τη διγλωσσία που κουβαλούν τα παιδιά και να αντικαταστήσουν αντικείμενα διδασκαλίας και μάθησης. Άρα, λοιπόν, έχουμε αρκετό δρόμο μπροστά μας διότι θα πρέπει, πέρα από τις καλές πρακτικές να υπάρξει και μια αλλαγή σε θεσμικό επίπεδο. Έχουμε μηνύματα αλλά χρειάζεται δουλειά ακόμη. Οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν και μάλιστα από την πληροφόρηση που έχουμε οι Έλληνες γονείς στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία με έντονη πολυπολιτισμικότητα, προκειμένου τα παιδιά τους να έρθουν σε επαφή με τα αλλοδαπά παιδιά, με μια άλλη γλώσσα, με έναν άλλο πολιτισμό διότι το κύριο εφόδιο για τα σύγχρονα παιδιά είναι να καλλιεργηθεί η διαπολιτισμική ικανότητα, το να μπορούν δηλαδή να συναναστραφούν με τον άλλον με επιτυχία. Επομένως μπορεί να επιτευχτεί κάτι τέτοιο».
Από την πλευρά της η Θεοδοσία Μιχελακάκη, διδάσκουσα στο παιδαγωγικό τμήμα δημοτικής εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Κρήτης ως μέλος εργαστηριακού διδακτικού προσωπικού, με αντικείμενο διαπολιτισμική παιδαγωγική, πρόσθεσε:
«Αποτελεί μια καλή ευκαιρία για τους μάχιμους εκπαιδευτικούς, τουλάχιστον του νομού μας, να το παρακολουθήσουν έτσι ώστε να έχουν αρκετά ερεθίσματα και αυτά τα ζητήματα, τα οποία θέσαμε, δηλαδή της διαχείρισης αλλόγλωσσων και αλλόθρησκων μεικτών τάξεων, με ό,τι πρόσημο μπορεί να τους έχει δώσει η εκπαιδευτική κοινότητα είτε η κοινωνία στο σύνολο της, να αναδειχθούν αυτές οι καλές πρακτικές που ακολουθούνται» ενώ αναφερόμενη στην εκπαίδευση των προσφυγόπουλων η κ. Μιχελάκη ανέφερε: «Το να συζητούμε τέτοιου είδους θέματα σημαίνει ότι αν μη τι άλλο ευαισθητοποιούμαστε όχι μόνο σαν εκπαιδευτικοί αλλά και σαν κοινότητα, κοινωνία, στην υποδοχή τους και στην ομαλότερη συμβίωσή μας σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Νομίζω μετά τις πρώτες έντονες αντιδράσεις που είχαν κατακλύσει όλους μας, κατά περιόδους, για τις αντιδράσεις σε κοινωνικό επίπεδο σε κάποιες μεμονωμένες περιοχές, πιστεύω ότι οι παρεμβάσεις τόσο σε θεσμικό επίπεδο αλλά όσο και σε επίπεδο εμπλοκής διαφόρων ομάδων και μη κυβερνητικών οργανώσεων κυρίως όμως των εκπαιδευτικών σε αυτά τα ζητήματα, έχουν λειάνει αρκετά το έδαφος. Σε διάφορα συνέδρια που γίνονται κατά καιρούς ακούγονται οι φωνές των εκπαιδευτικών που διδάσκουν σε αυτές τις δομές για τα προσφυγόπουλα), περισσότερο γίνεται λόγος για την ανάδειξη καλών πρακτικών και διαχείρισης αυτών των μαθητών και προσπάθεια ένταξής τους σε ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο το οποίο μπορεί να τους είναι εντελώς άγνωστο ή να έχουν φύγει για αρκετά χρόνια και να προσπαθούν να τους εντάξουν ξανά, είτε μια φωνή απόγνωσης από τους εκπαιδευτικούς για τα προβλήματα που δημιουργούνται και που δεν είναι έτοιμοι να τα διαχειριστούν. Το να είναι κάποιος εκπαιδευτικός έτοιμος και ικανός να αντιμετωπίσει αυτού του είδους τα θέματα, είναι αυτό που συζητάμε και σε θεωρητικό επίπεδο, δηλαδή τη διαπολιτισμική ετοιμότητα που πρέπει να έχουμε όλοι μας και σαν κοινωνία αλλά και σαν εκπαιδευτικοί».