Ο κ. Σταύρος ήταν δάσκαλος παλιάς κοπής. Συγχωρείστε μου τη διάθεση να μην αφαιρέσω το κάπα, αφού αναφέρομαι σε «αναχωρητή».
Ήταν όμως ο κ. Σταύρος πάντα, που ενέπνεε μόνο σεβασμό, χωρίς καν να μπει στον κόπο να τον επιβάλλει.
Δεν ήταν ο δάσκαλος της χρονιάς, που ξεχνιόταν μετά από κάποιο διάστημα. Δημιουργούσε σχέση ζωής με τους μαθητές του. Με την ίδια στοργή που τους μετέδιδε γνώση και τους μάθαινε τις αξίες της ζωής, επιδίωκε να μαθαίνει νέα τους κι ας είχαν γίνει πια γονείς.
Φωτισμένος δάσκαλος
Ήταν ένας φωτισμένος δάσκαλος. Είχε το σπάνιο χάρισμα της μεταδοτικότητας. Με την ακούραστη διάθεσή του να δέχεται με μεγάλη υπομονή τις αδυναμίες των μαθητών του οργάνωνε πρόγραμμα, ώστε να καλυφθούν τα κενά. Έτσι μπορεί να υπήρχαν «αδύνατοι» μαθητές στην τάξη του κ. Σταύρου αλλά αδιάφοροι ποτέ.
Η πάντα φροντισμένη εμφάνισή του επίσης του πρόσθετε κύρος. Δεν θυμάμαι ποτέ να τον είδα χωρίς γραβάτα.
Αν όμως έχουμε τόσα να καταθέσουμε για τις διδακτικές του ικανότητες πόσα περισσότερα διεκδικούν την αναφορά τους από την ενασχόληση του δασκάλου με την ιστορία και τη λαογραφία.
Γεννήθηκε στην Πηγή
Ας ξεφυλλίσουμε λοιπόν το βιβλίο της ζωής του χαρισματικού αυτού ανθρώπου.
Ο Σταύρος Βογιατζης γεννήθηκε στην Πηγή το 1934.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο παλιό σχολείο που ήταν απέναντι από το ναό του Χριστού.
Ο ίδιος στο βιβλίο του «Πηγιανά» αναφέρει για τον εαυτό του:
«Ήμουν πολύ άταχτος. Ευτυχώς που ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός και μου τις έβρεχε πότε πότε κι έτσι περιοριζόμουνα πολύ. Στην πρώτη τάξη είχα δασκάλα τη Φλουρή.
Η Φλουρή, όταν κάναμε καμιά αταξία κι εκνευριζότανε φώναζε:
«Κάνετε, μωρέ, ησυχία, κακό χρόνο να ‘χετε. Όταν έκανα εγώ αταξία μου έλεγε συμπληρωματικά:
«Τι περιμένεις; Του καφενείου παιδί».
Μπορεί η δασκάλα του να είχε αυτές τις απόψεις αλλά ο Σταύρος ένοιωθε το καφενείο που έδινε ψωμί στην οικογένεια δεύτερο σπίτι του. Εκεί περνούσε πολλές ώρες βοηθώντας τον πατέρα του ήρωα πολέμου που τα ανδραγαθήματά του έγιναν αφορμή να χάσει το δεξί του πόδι. Αλλά ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Μπορεί να φόρτωνε δουλειές το Σταύρο εκείνος όμως τις έκανε με μεγάλο κέφι. Ήταν φιλόπονος. Η μέρα δεν τον έφτανε για να τελειώσει όσα είχε προγραμματίσει. Από μικρός αγαπούσε τη δουλειά.
Έπαιρνε πρωτοβουλίες
Άνοιξη του 1950, ήταν μαθητής ακόμα, όταν αναγκάστηκαν οι γονείς του να πάνε στην Αθήνα για μεγάλο διάστημα. Ένα μήνα θα έλειπαν.
Αυστηρή εντολή του πατέρα στο γιο να ξεχάσει το καφενείο και να ασχολείται μόνο με το διάβασμά του. Έτσι κι αλλιώς έμενε στην πόλη όσο ήταν ανοικτά τα σχολεία και μόνο την Κυριακή πήγαινε στο σπίτι.
Μα ο μικρός δεν είχε ησυχία σκεπτόμενος το καφενείο κλειστό.
Και χωρίς να υπολογίσει τις αυστηρές συστάσεις του πατέρα του, αποφάσισε να κρατήσει το καφενείο ανοικτό εξυπηρετώντας εγκάρδια τους πελάτες.
Πως τα έφερνε βόλτα εκείνος το ήξερε. Το πρωί ένας θείος του προσφέρθηκε να κάθεται στο πόδι του. Ευτυχώς υπήρχε μεσημβρινό δρομολόγιο με το λεωφορείο κι έτσι κατάφερνε να ανταποκρίνεται και στο σχολείο και να μη μένουν χωρίς τον καφέ και την πρέφα τους οι Πηγιανοί.
Μόνο που δεν ήταν πάντα οι ώρες ήρεμες.
Το απόγευμα ο Σταύρος έπαιρνε τα βιβλία του και διάβαζε τα μαθήματά του με συχνές διακοπές βέβαια για να ετοιμάσει καφέδες.
Η μεγάλη απελπισία του μικρού ήταν τα βράδια που γέμιζε το καφενείο και οι πελάτες νοιώθοντας την ανάγκη να χαλαρώσουν μετά τον κάματο της μέρας ήταν ιδιαίτερα απαιτητικοί.
Κάποιος μάλιστα συνήθιζε να σηκώνει το ποτήρι στο φως για να ελέγξει αν είναι καθαρό.
Ο Σταύρος δεν δυσανασχετούσε αν και η 9η βραδινή ήταν ώρα μαρτυρίου. Καθώς δεν υπήρχε εσωτερικό δίκτυο ύδρευσης ο μικρός ήταν υποχρεωμένος να μεταφέρει νερό από την κεντρική βρύση με τη λαήνα.
Και οι πελάτες του δεν έμεναν ικανοποιημένοι με το ένα ποτήρι, αφού το διαιτολόγιό τους αποτελούμενο κυρίως από όσπρια και παστά, μεγάλωνε τη δίψα τους.
Έτσι ο Σταύρος πηγαινοερχόταν στη βρύση αδιαμαρτύρητα για να μη μείνει κανένας πελάτης παραπονεμένος.
Είχε να μοιάσει
Ο πατέρας του ήταν ένας άρχοντας στην ψυχή. Χαρακτηριστικό περιστατικό όταν έκλεισε το καφενείο και στα τεράστια τεφτέρια είχαν μείνει βερεσέδια από παλιά.
– Πέταξε Σταύρο τα τεφτέρια στη φωτιά παράγγειλε στο γιο του. Τέλος και τελεία. Τα μαγαζί έκλεισε. Περασμένα ξεχασμένα.
Αυτός ήταν ο Γρηγόρης ο «κουτσός» που αναφέρει ο Πρεβελάκης και στον «Ήλιο του θανάτου».
Αυτός ήταν και ο δάσκαλος του μικρού στα θέματα εθνικής αξιοπρέπειας.
Εκτός από το παράδειγμα που έδωσε όταν τον κάλεσαν οι Γερμανοί να καταθέσει σε βάρος του ήρωα Γιαπιτζάκη και δεν έβγαλε λέξη έγινε και κάτι ακόμα που δεν ξέχασε ποτέ ο Σταύρος.
Ένας Γερμανός μπήκε στο καφενείο νυχτιάτικα και επέμενε να του βάλει ο πατέρας από το περιεχόμενο μιας νταμιτζάνας. Μάλλον πως νόμιζε ότι επρόκειτο για κρασί. Μάταια ο καφετζής προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι είναι ξύδι και δεν πίνεται. Ο Γερμανός επέμενε φορτικά. Τι να κάνει κι ο Γρηγόρης;
Γέμισε ένα ποτήρι και του το έδωσε. Όταν κατάλαβε πια ο Γερμανός γιατί αρνιόταν ο άλλος να του βάλει στο ποτήρι από τη νταμιτζάνα, έκανε ένα μορφασμό αηδίας κι έφυγε αφού «φιλοδώρησε» τον άτυχο καφετζή με μια γερή γροθιά.
– Γιατί μπαμπά σε χτύπησε; Δεν έκανες τίποτα απόρησε ο μικρός.
– Αυτό θα πει παιδί μου κατακτητής ήταν το μάθημα που έδωσε ο καφετζής στο γιο του. Κι αυτό το μάθημα δεν το ξέχασε ο Σταύρος ποτέ. Και το θυμόταν συχνότερα στη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών.
Μνήμες από τον Πρεβελάκη
Κι ενώ έμαθε από τον πατέρα του τι σημαίνει ελευθερία και αξιοπρέπεια, από τον μεγάλο συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη διδάχτηκε την αρετή της απλότητας.
Μας είχε πει όταν κατέθετε τις μνήμες του στο ντοκιμαντέρ μας «Θυμάμαι τον Παντελή Πρεβελάκη».
– Ήταν τότε που ήρθε ο μεγάλος μας συγγραφέας στο χωριό κι ήθελε να δει τον πατέρα μου που ήταν φίλος του. Όταν ήρθε η παρέα στο σπίτι δεν είχα προλάβει να μαζέψω ούτε τα κουκούτσια από τις ελιές που με μια τομάτα ήταν το κολατσό του πατέρα μου. Ο Πρεβελάκης πρόσεξε την ταραχή μου και με παρακάλεσε να αφήσω τα πάντα όπως ήταν. Ήθελε λέει να απολαύσει την ατμόσφαιρα ενός παραδοσιακού σπιτιού για να θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια. Τόσο απλός αυτός ο μεγάλος διανοούμενος.
Πορεία στην εκπαίδευση
Στο μεταξύ ο Σταύρος Βογιατζής σταδιοδρομούσε στην εκπαίδευση και είχε αρχίσει να κατακτά τις πρώτες του περγαμηνές.
Τότε κάποια στιγμή εκδηλώθηκε η αγάπη του για τη λαογραφία.
Σημείωνε ό,τι εύρισκε ενδιαφέρον. Και συνήθιζε να κάνει παρέα με συναδέλφους του που είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα.
Μια από τις εξορμήσεις που έκανε με τον επίσης εξαίρετο Κώστα Μυγιάκη, στο Αρκάδι, δεν θυμάμαι αν μου είπαν και για τον Μαρίνο Γαλανάκη, στάθηκε σημαντική για μια μεγάλη ιστορική στιγμή.
Είχαν επισκεφθεί όπως συνήθως τον Διονύσιο Ψαρουδάκη τον ηγούμενο στο κελί του, και η κουβέντα ήρθε στον πυρπολητή.
Ο Διονύσιος αμέσως αναφέρθηκε στον Κωστή Γιαμπουδάκη.
Κι ήταν τόσο παραστατική αυτή η μαρτυρία που ο κ. Μυγιάκης επιστρέφοντας εξέφρασε τη λύπη του που δεν υπήρχε μέσον για να καταγραφεί αυτό το συγκλονιστικό στοιχείο.
Ο Σταύρος Βογιατζής, που άνθρωπος της προόδου δεν παρέλειπε να ακολουθεί τις εξελίξεις της τεχνολογίας μόλις είχε προμηθευτεί κασετόφωνο.
Πρότεινε λοιπόν να γίνει ξανά η βόλτα και κανένας δεν είχε αντίρρηση. Έτσι αποτυπώθηκε η μαρτυρία του Ηγουμένου Διονυσίου (μπορείτε να την ακούσετε στο ντοκιμαντέρ μου «Διονύσιος Ψαρουδάκης ο Ντουφεκόπαππας- στο ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ YOUTUBE).
Βγαίνοντας από το μοναστήρι συνάντησαν ένα 90χρονο τότε γνωστό τους ονόματι Κουτσαλεδάκη. Έκαναν και σ’ αυτόν την ίδια ερώτηση περί πυρπολητή και τους επιβεβαίωσε ότι ήταν ο Γιαμπουδάκης.
Αυτή η κασέτα έγραψε ιστορία. Έγινε πολύτιμο στοιχείο για τον Δήμο Αρκαδίου όταν διεκδικούσε την ιστορική αλήθεια.
Δεν υπάρχει σημείο στην κοινωνική ζωή που να λείπει η φωτεινή παρουσία του Σταύρου Βογιατζή.
Ο Θεός τον αντάμειψε με την χαρισματική του σύζυγο Ευαγγελία μια αντάξια σύντροφό του που εκτός από εξαιρετική ομορφιά διέθετε και όλες τις αρετές που θεμελίωναν ένα σπίτι. Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν δυο προικισμένα από τη φύση κορίτσια που κοσμούν σήμερα την επιστημονική κοινότητα και τη κοινωνική μας ζωή.
Κόρες που καμάρωνε ο αείμνηστος αναχωρητής και δίκαια.
Τα «Πηγιανά»
Ο Σταύρος Βογιατζής εκτός των άλλων μας άφησε ένα εξαιρετικό βιβλίο με τίτλο «Πηγιανά».
Εκεί μεταφέρει με τις παιδικές μνήμες του και πολλές λεπτομέρειες για πρόσωπα και καταστάσεις στο ιστορικό χωριό του.
Κατά γενική ομολογία είναι απόκτημα για κάθε ερευνητή.
Είναι και το ύφος της γραφής του που κάνει την ανάγνωση μια γοητευτική εμπειρία.
Χαρακτηριστική η παρακάτω αναφορά στο Νικόλαο Ασκούτση.
«Ο Νικόλαος Ασκούτσης περνούσε τις διακοπές του στην Πηγή. Είχε ένα ωραίο αρχοντικό σπίτι με ένα περιβόλι έξω από αυτό, γεμάτο με καρποφόρα δέντρα. Το σπίτι αυτό άφησε εποχή στην Πηγή. Από αυτό πέρασαν πολλοί πολιτικοί, βουλευτές και υπουργοί.
Ο Νικόλαος Ασκούτσης αν και φαινόταν χαμηλών τόνων άνθρωπος έκρυβε μια γενναία ψυχή.
Κατά τη Μάχη της Κρήτης συνελήφθη από τους Ναζί στη Μονή Αρκαδίου, όπου είχε καταφύγει, και μεταφέρθηκε αρχικά στο Ρέθυμνο.
«Θυμάμαι, αναφέρει ο Σταύρος Βογιατζής στη συνέχεια, ήμουν οκτώ-εννιά χρόνων, που κατέβαιναν από το Αρκάδι οι Γερμανοί και τον είχαν στη μέση τη διμοιρίας τους. Βάδιζε ευθυτενής, αγέρωχος, άφοβος, κρατώντας στο χέρι του το βαλιτσάκι του. Τον φυλάκισαν στις φυλακές Χανίων. Η θεία μου η Δήμητρα, με την Ιωάννα στην κοιλιά τζη, τον περιποιούνταν με άλλες κρατούμενες κι αυτός τους φίλευε με διάφορα τρόφιμα που του πήγαιναν φίλοι ντου. Στη θεία μου που ήταν έγκυος, έδινε κάτι παραπάνω για να φάει και το μωρό, όπως έλεγε».
Ο Σταύρος Βογιατζής έζησε το δικό του παράδεισο σε μια οικογένεια που αντάμειψε τους κόπους του και χάρηκε στοργή και αγάπη από τη σύζυγο, τα παιδιά και τα εγγόνια του.
Ήταν η χαρά του να τους μιλά για την Πηγή και τα παιδικά του χρόνια και να τους μαθαίνει την αξία της εργατικότητας, της εντιμότητας και της καλής αναφοράς του βίου.
Έφυγε αλλά θα μένει πάντα μέσα από μνήμες και το βιβλίο του να μας θυμίζει πόσο τυχεροί ήμασταν που τον γνωρίσαμε και απολαύσαμε τη φιλία και τη λογοτεχνική προσφορά του.