Με χαροποίησε ιδιαίτερα η διοργάνωση ξενάγησης στο Κάστρο του Μυλοποτάμου στα πλαίσια του φεστιβάλ «Ταλλαία 2018» που διοργανώνει ο Δήμος Μυλοποτάμου. Το οχυρό το οποίο ο Αλέξιος Καλλέργης είχε μεταμορφώσει σε οργανωμένο κρατίδιο τον 13ο αιώνα στέκει ατάραχο (αν και λαβωμένο από τη φθορά του χρόνου) ως σήμερα, ζωντανεύοντας την ιστορία των σκοτεινών εκείνων καιρών της Βενετοκρατίας. Θέλοντας να συνεισφέρω στο θέμα και στο κλίμα της διοργάνωσης θα αναφερθώ στη μοναχοθυγατέρα του Αλέξη Καλλέργη, την Αγνή, η οποία γεννήθηκε και έζησε ως επί το πλείστον στο Καστρί.
– Η ψηλή, μεσόκοπη μα λυγερόκορμη γυναίκα περπατούσε ανάμεσα στις πεζούλες του περιβολιού λίγα μέτρα μακριά απ’ το σπίτι της, προσηλώνοντας που και που το βλέμμα της στις γύρω κορφές των Μυλοποταμίτικων βουνών και στα μικρά χωριά που έμοιαζαν σκαρφαλωμένα στους πρόποδες.
Δεν ήταν εύκολο να μαντέψεις την ηλικία της παρά μόνο αν θα μπορούσες να δεις από κοντά το πρόσωπό της. Τα μαύρα εκφραστικά της μάτια και τα σφιγμένα χείλια πρόδιδαν την αποφασιστικότητα του χαρακτήρα που κληρονόμησε απ’ τον κύρη της. Ήταν η Αγνή, η κόρη ενός μεγάλου πατέρα, η μοναδική νόμιμη κόρη του Μεγάλου Άρχοντα της Κρήτης Αλέξη Καλλέργη και της Ειρήνης Σκορδύλη.
Το Καστρί, το μικρό χωριουδάκι πάνω στο μικρό Μυλοποταμίτικο λόφο ήταν ο τόπος που γεννήθηκε η Αγνή και πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της. Δεν ήταν όμως τον 13ο αιώνα ένα άσημο χωριό το Καστρί. Ήταν η έδρα του αντάρτικου αγώνα του κρητικού λαού απέναντι στη θαλασσοκράτειρα Βενετία. Στο Καστρί, ο Αλέξης Καλλέργης είχε οργανώσει ένα στοιχειώδες κράτος όπου όλοι ζούσαν πειθαρχημένα κάτω από τις οδηγίες του. Στρατιώτες, δουλευτές, γυναίκες και άντρες ανηφόριζαν και κατηφόριζαν στα σοκάκια του χωριού. Ένα καλοχτισμένο, αψηλό κάστρο (μέρος του σώζεται ως σήμερα) περιέβαλε και προστάτευε το χωριό, ενώ στον κεντρικό λοφίσκο που τον έλεγαν Απανωκάστρι ήταν χτισμένη η εκκλησία της Παναγίας.
Όπως όλοι οι μεγάλοι αρχόντοι της Κρήτης, έτσι κι εδώ, στην κεντρική εκκλησιά είχε χαράξει τα οικόσημά του ο Αλέξιος. Με λίγη προσοχή θα τα δεις και σήμερα ανάγλυφα στην εξωτερική πλευρά του ανατολικού τοίχου πάνω από το ιερό. Είναι τρία, στον απλό τύπο του θυρεού, χωρίς το δικέφαλο αετό, αυτός είναι ο αρχαιότερος τύπος του οικοσήμου. Αποτελείται από 2-3 παράλληλες λοξές ταινίες οι οποίες συμβολίζουν τις τάφρους των κάστρων που κυριεύθηκαν.
Το όνομα του χωριού Καστρί οφείλεται βέβαια στο κάστρο του Αλέξιου που διατηρείται ως σήμερα -με σημαντικές φθορές. Θαρρείς εσύ, ο άνθρωπος του σήμερα, κοιτάζοντάς το, πως θα ξεπροβάλλει από κάποια πολεμίστρα ο Αλέξιος, το φόβητρο της Βενετιάς.
Γενάρης και ψιλόβροχο. Η Αγνή είναι γονατισμένη μέσα στην εκκλησία και προσεύχεται. Πιο πέρα ο άντρας της, ο βενετοκρητικός Ιάκωβος Κορνάρος που μερικοί τον αποκαλούσαν «Κορναράκη». Ακόμη πιο μπροστά ο τρομερός πολέμαρχος πατέρας της ο Αλέξης Καλλέργης με τους υπαρχηγούς και τους σωματοφύλακες παρακολουθούν τη λειτουργία που τελείται από τον επίσκοπο Μακάριο, τον διορισμένο μοναδικό ορθόδοξο επίσκοπο στην βενετοκρατούμενη Κρήτη.
Αργά το απόβραδο η Αγνή χαιρόταν να κάθεται στο παραθύρι του σπιτιού της και να παρακολουθεί τις σταγόνες βροχής που πέφτουν στο χειμωνιάτικο τοπίο. Τα ξύλα να καίνε στο τζάκι και η Αγνή ν’ αναπολεί τα περασμένα χρόνια και ν’ αναρωτιέται για το μέλλον που την περιμένει.
Τα δειλινά πάλι τ’ ανοιξιάτικα στο Καστρί, η Αγνή δεν τα’ άλλαζε με τίποτα, έτσι καθώς ο ήλιος χανόταν λιώνοντας ανάμεσα στις ελιές.
Τα χρόνια έχουν περάσει, δεν είναι πια τόσο νέα, και οι πόνοι τρυπούν τις αρθρώσεις, τα χέρια τρεμουλιάζουν και τα πνευμόνια αγκομαχούν. Είναι η κόρη ενός μεγάλου πατέρα. Έζησε στη σκιά του αλλά νοιώθει περήφανη και τυχερή. Ένα μέρος της Κρητικής ιστορίας κύλησε και γράφτηκε δίπλα της.
Οι αποφάσεις του μεγάλου πατέρα της λαμβάνονταν οι περισσότερες λίγα μέτρα πιο πέρα. Πολύ συχνά τον άκουγε να υπαγορεύει τις επιστολές που ήθελε να στείλει στο Δούκα της Κρήτης, στους αξιωματούχους του Χάνδακα, στους Βενετούς άρχοντες όταν τους έστελνε δώρα. Αλλά και τις μυστικές γραφές που έστελνε στους ντόπιους αρχηγούς όταν ετοιμάζανε ξεσηκωμούς και τέτοια αντιδρώντας στη βαριά φορολογία και στις άλλες σκληρές πολιτικές του Βενετού κατακτητή που ρήμαζε το λαό και τη χώρα.
Συχνά πολύ, ο νους της ταξίδευε στα χρόνια της νιότης. Τότε που έτρεχε ξένοιαστη στα δάση αναγκάζοντας τον Κορνάρο, τον μετέπειτα άντρα της να τρέχει πίσω της λαχανιασμένος. Τα λαγκάδια γύρω-τριγύρω απ’ το Καστρί τα ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά. Τις ελάχιστες φορές που ο πατέρας της ο Αλέξιος της επέτρεψε να τον ακολουθήσει στο κυνήγι, ω εκείνα τα κυνήγια στα Μυλοποταμίτικα βουνά και τους ευωδιαστούς κάμπους με τα γυμνασμένα σκυλιά και τα εκπαιδευμένα γεράκια τη μεγαλόπρεπη ακολουθία που τον ακολουθούσε, τους υπηρέτες, τ’ αρχοντόπουλα και τα παλληκαρόπουλα της περιοχής. Ρουφούσε τις στιγμές η Αγνή, ρουφούσε αχόρταγα την κρητική φύση, τα μύρα της άνοιξης τα επιφωνήματα των παλληκαριών και τις προσταγές του κύρη της.
Σαν να ήταν χθες που ακολουθούσε τη μάνα της, την όμορφη Ειρήνη τη Σκορδυλοπούλα που της μάθαινε να ξεχωρίζει τ’ άγρια χόρτα και τα βότανα και να μαζεύει τους χοχλιούς απ’ τους χαλασέδες.
Βέβαια, τον έζησε και το Χάνδακα, τη μεγάλη πολιτεία, κοντά στις αρχόντισσες και τους αρχόντους, Βενετούς και ντόπιους, διότι μετά την υπογραφή της συνθήκης του 1299 μεταξύ Βενετίας – Αλεξίου Καλλέργη εγκαταστάθηκε στο Χάνδακα όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής της.
Ο γάμος της με τον Κορνάρο ήταν λαμπρός. Αρνιά στις σούβλες, πιλάφι, βραστό και κρασί μπόλικο, Μυλοποταμίτικο κύλησε απ’ τα βαρέλια εκείνο το βράδυ που ο Αλέξης έδινε τη μοναχοθυγατέρα του.
Τα χρόνια περνούν. Ο πατέρας της έχει πια πεθάνει. Πάνε κιόλας δέκα χρόνια από τότε που πέθανε κι άφησε πίσω του πεντάρφανη την Αγνή αλλά και την ίδια την Κρήτη. Η Αγνή προσηλώνει το βλέμμα προς τον ήλιο που γέρνει στη δύση. Πόσο μοιάζει αυτός ο ήλιος με τη ζωή της, που επίσης έγερνε προς τη δύση! Μόλις δέκα χρόνια από το θάνατο του πατέρα κι εκείνη νοιώθει αδύναμη και άρρωστη.
Έχει ερωτηματικά αναπάντητα. Την απασχολεί η αιωνιότητα. Είχε βέβαια τις διαβεβαιώσεις του επισκόπου Μακάριου για την αιώνια ζωή αλλά δεν είναι ικανοποιημένη. Όσο ο καιρός περνά τόσο ένας σκοτεινός φόβος ανεβοκατεβαίνει στο κορμί και διακορεύει την ύπαρξη. Φοβάται πως το πέρασμα στην αιωνιότητα δεν είναι τόσο απλό. Είναι φανερό πως προηγείται η εκμηδένιση. Μάταια ο Μακάριος τη διαβεβαίωνε πως δεν πρέπει να φοβάται απλά και μόνο να προσεύχεται στο Θεό. Όσο γι’ αυτό, μα βέβαια, η Αγνή πίστευε στο θεό με θέρμη. Το ίδιο όπως κι ο μεγάλος πατέρας της ο Αλέξης Καλλέργης.
Αλλά τώρα που ο πατέρας έχει φύγει, η υπαρξιακή αναζήτηση τη βασάνιζε καθημερινά. Το μόνο που την ηρεμούσε ήταν να κοιτάξει τις ελιές. Τα φύλλα τους χρύσιζαν στο λιόγερμα. Τα πουλιά πετούσαν από πάνω χαρωπά. Η γαλήνη στο Καστρί ήταν απαράμιλλη και ικανή να διώξει απ’ το μυαλό κάθε οδυνηρή σκέψη.
Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό η Αγνή, κοιτάζοντας τα ρυτιδωμένα της χέρια και βλέποντας πια καθαρά το θάνατο να σιμώνει, αποφασίζει πως πρέπει να φτιάξει τη διαθήκη της.
Είναι 9 Φεβρουαρίου του έτους 1331. Καταφέρνει να πείσει ένα νοτάριο (συμβολαιογράφο) να την επισκεφθεί και να εκτελέσει την επιθυμία της. Σήμερα έχομε στα χέρια μας το πλήρες κείμενο αυτής της διαθήκης. Σώζεται αυτούσια στο Αρχείο Καλλέργη στη Βενετία, στην ιταλική γλώσσα. Τη διαθήκη έχει δημοσιεύσει η Ρένα Βλαχάκη.
Το κείμενο είναι πολλαπλά πολύτιμο. Όχι μόνο διότι είναι η διαθήκη ενός σημαντικού προσώπου, της μοναδικής νόμιμης θυγατέρας του Αλέξη Καλλέργη αλλά και διότι φέρνει στο φως πολλές λεπτομέρειες από τη ζωή της μακρινής εκείνης εποχής:
«Επειδή η Αγνή Καλλέργη βλέπει το θάνατο να την πλησιάζει… με κάλεσε στο χωριό Καστρί και μου ζήτησε να συντάξω τη διαθήκη της», αναφέρει ο νοτάριος στο πρακτικό του.
Το κείμενο της διαθήκης είναι ενδιαφέρον. Η Αγνή κληροδοτεί στην Επισκοπή Μυλοποτάμου όπου είναι θαμμένοι οι γονείς της 20 υπέρπυρα για να τη μνημονεύει ο επίσκοπος Μακάριος. Η πληροφορία είναι σημαντική, διότι επιβεβαιώνει ότι τηρήθηκε ο πολυσυζητημένος όρος της συνθήκης να μπορεί να διατηρεί ο Αλέξιος έναν ορθόδοξο επίσκοπο στην λατινοκρατούμενη Κρήτη.
Η Αγνή κληροδοτεί στον άντρα της Ιάκωβο Κορνάρο το μεγαλύτερο μέρος της προίκας της και όλη την υπόλοιπη κινητή και ακίνητη περιουσία της. Το υπόλοιπό χρηματικό ποσό μοιράζει σε εκκλησίες, στο μοναστήρι των Σιναιτών και σε διάφορους συγγενείς της.
Πολύ λίγο έζησε η Αγνή μετά την σύνταξη της διαθήκης της. Το 1333 μαρτυρείται σε εξοφλητική απόδειξη του Πρωτόπαππα Κώστα Βεργίτση ότι αυτός εισέπραξε τα χρήματα που άφησε η Αγνή με τη διαθήκη της στην Παναγία του χωριού Κάτω Καστρί για να τη μνημονεύει. Άρα το 1333 η σεμνή Κρητικιά αρχόντισσα και κόρη ενός μεγάλου πατέρα έχει ήδη φύγει απ’ τη ζωή.
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός