Σε λίγο πλησιάζουνε, πάλι γενέθλιά μου
και κάθε χρόνο κάνουνε, γιορτή για τ’ όνομά μου.
Με σκέφτονται οι άνθρωποι, μια μέρα κάθε χρόνο,
για μένα ετοιμάζουνε, δεν με αφήνουν μόνο
Μ’ απ’ όλους, πόσοι ξέρουνε αλήθεια, τι γιορτάζουν;
πόσοι άνθρωποι τη μέρα αυτή, το μέσα τους κοιτάζουν;
Πέρυσι, την ημέρα αυτή, στρώθηκε το τραπέζι,
υπήρχαν όλα τ’ αγαθά, κι η μουσική να παίζει.
Δώρα πολλά ανταλλάξανε, φάγανε γουρουνάκι,
βγήκαν στο κέφι κι ήπιανε και μπόλικο κρασάκι.
Για μένα, είπα, γίνεται όλη η ιστορία,
γιατί όμως δε με κάλεσαν, είχα την απορία.
Γιατί την πόρτα μου ‘κλεισαν και μ’ άφησαν απ’ έξω,
γιατί όλοι μου στερήσανε, το ρόλο μου να παίξω.
Μα τώρα που το σκέφτομαι, τα χρόνια που περνούνε,
όλο και περισσότεροι, άνθρωποι με ξεχνούνε.
Σκέφτηκα να παραβρεθώ, ακάλεστος να πάω,
σε μια γωνίτσα, κάθισα, δεν ήθελα να φάω.
Όλοι τους διασκέδαζαν, γελούσαν, τραγουδούσαν,
μα ποιος γιορτάζει σήμερα, καθόλου δε ρωτούσαν.
Σε λίγο κάποιος γέροντας, στα κόκκινα ντυμένος,
ήρθε και όλοι έτρεξαν, φαινόταν κουρασμένος.
Όλοι τον καλοδέχτηκαν, λες κι ήταν η γιορτή του,
ήταν πολύ εγκάρδιοι και φιλικοί μαζί του.
Σε λίγο, τα μεσάνυχτα, όλοι αγκαλιαστήκαν,
ευχές πολλές αντάλλαξαν, στην τράπουλα πιαστήκαν.
Τα χέρια κι εγώ άπλωσα, μήπως και μ’ αγκαλιάσουν,
μήπως σκεφτούν το ρόλο μου, το χέρι να μου πιάσουν.
Όμως, απογοήτευση! Κανένας δε με βλέπει!
Η ύλη είναι κυρίαρχος, εκείνη τους διέπει.
Περίμενα το δώρο μου, κι εγώ με τη σειρά μου,
ας ήταν ένα χαμόγελο, θα ήτανε χαρά μου.
Όμως και πάλι, τίποτα, για εκείνους ήταν όλα,
ήταν σαν να μου λέγανε, Ιησού Χριστέ, ξεκόλλα.
Τότε μόνο κατάλαβα, πως στη γιορτή για μένα,
τίποτα δεν περίσσευε, δωράκι ούτε ένα.
Μόνο εγώ ήμουν περιττός, σε τούτο εδώ το δείπνο,
έφυγα δίχως θόρυβο, θα πήγαινα για ύπνο.
Κάθε χρονιά, χειρότερη, ο νους κι λογισμός τους,
είναι μονάχα στο φαΐ, αυτό είν’ ο Θεός τους.
Θυμούνται μόνο φαγητά, και δώρα στη γιορτή μου,
περνούνε τα Χριστούγεννα μόνοι, όχι μαζί μου.
Τα φετινά Χριστούγεννα, θα ‘θελα να μ’ αφήσεις,
μες την καρδούλα σου να μπω, γιατί έτσι θα τα ζήσεις.
Επέτρεψέ μου φίλε μου, να έρθω στη ζωή σου,
να τη φωτίσω για να δεις, ποια η αποστολή σου.
Ν’ αναγνωρίσεις πως εγώ, πριν δυο χιλιάδες χρόνια,
ήρθα στον κόσμο για να ζεις, φίλε, εσύ αιώνια.
Γεννήθηκα για σένανε, μόνο για να σε σώσω,
δε δίστασα στο θάνατο, Θεό να παραδώσω.
Θέλω από σένα αληθινά, φίλε να το πιστέψεις,
και τις πληγές που μ’ άνοιξες, μ’ αγάπη να γιατρέψεις.
Ζητώ από σένα την καρδιά, να μου αφιερώσεις,
το νου σου μα και την ψυχή, σε μένα να τα δώσεις.
Σκέφτηκα, αφού δε με καλούν, άνθρωποι στη γιορτή τους,
να κάνω εγώ μία γιορτή, να είναι προς τιμήν τους.
Ξεκίνησα από νωρίς τις προετοιμασίες,
στέλνω προσκλήσεις, σ’ όλους σας, δεν θέλω απουσίες.
Σήμερα έχω πρόσκληση, για σένα άνθρωπέ μου,
την έχω ήδη έτοιμη, εάν τη θέλεις, πε μου.
Εγώ θα κάνω κράτηση, για σένα, στ’ όνομά σου,
θέση στη βασιλεία μου, θα ‘ναι τ’ αντάλλαγμά σου.
Θέλω να είσαι έτοιμος, κι εσύ για τη γιορτή μου,
ήδη είν’ όλα έτοιμα, για την εμφάνισή μου.
Θα έρθω όμως ξαφνικά, δε θα με περιμένεις,
να είσαι σε εγρήγορση και καθαρός να μένεις.
Να μη σκεφτείς ότι αργώ κι έχεις καιρό ν’ αλλάξεις,
ιδού, ο καιρός ευπρόσδεκτος, Πατέρα, να φωνάξεις.
Θα ‘ρθω να κάνω τη γιορτή, χωρίς αμφιβολία,
μεγάλο δείπνο θα γενεί, μέσα στη βασιλεία.
Α.Μ.