Ήλιε που πάντα φώτιζες, γύρω μου τα σκοτάδια,
η μόνη μου παρηγοριά, στη ζήση μου την άδεια.
Πάρε παιδί μου συμβουλή, μαζί με την ευχή μου,
που σου τη δίνω γιόκα μου, μέσα από την ψυχή μου.
Δίκαιος να ‘σαι και σωστός, στης ζήσης σου τη στράτα,
τιμή κι αξιοπρέπεια, ψηλά πάντοτε κράτα.
Μην αδικήσεις στη ζωή, παιδί ορφανεμένο,
μην αγνοήσεις όποιον δεις, με χέρι απλωμένο.
Ποτέ μην εκμεταλλευτείς, όποιον σ΄ ανάγκη είναι,
όπως μπορείς κι όπου μπορείς, πάντα βοήθεια δίνε.
Πάντα τσ’ ελπίδες στο Θεό, παιδί μου να τις έχεις
κι Αυτός πάντα στα δύσκολα, θα βοηθά ν’ αντέχεις.
Κι αν έρθουν ώρες στη ζωή, που απελπισμένος θα ‘σαι,
της μάνας σου τη συμβουλή, φρόντισε να θυμάσαι.
Σκύψε παιδί μου το στερνό, φιλί μου να σου δώσω,
γιατί έφτασε η ώρα μου, ψυχή να παραδώσω».
Σκύβει ο γιος και τρυφερά, τη μάνα αγκαλιάζει
και σαν παιδί στον κόρφο της, όπως παλιά κουρνιάζει.
Κι εκείνη το στερνό φιλί, στο σπλάχνο της το δίνει
και την ψυχή της ήσυχη, να φύγει την αφήνει.