Του Γ. ΑΠΤΕΡΑΙΟΥ
Καθισμένοι σε καφετέρια, στην πλατεία. Ας όψεται η λιακάδα! Ο ένας φίλος, από το με κλασική μυρουδιά μα με μοντέρνα φορεσιά βιβλίο, διάβαζε, δυνατά και με χρωματισμένη ξέχωρα φωνή, δείγμα μιας πρωτοφανούς ευφορίας, Νίτσε, Βιτγκενστάιν κι άλλους Ευρωπαίους φιλοσόφους, περί Ηθικής… Κι ο φίλος του μοιραζόταν το χαμόγελο και τη γνώση και τη συμπλήρωνε, αφήνοντας, ταυτόχρονα, από τα χείλη του έως τον ουρανό ν’ αναρριχάται ο καπνός ενός χωρίς φίλτρο προστασίας τσιγάρου. Λεπτομέρεια; Κι οι δύο ήσαν διοπτροφόροι… καθισμένοι πλάι – πλάι, πού και πού ρουφούσαν από το καλαμάκι του ζεσταμένου πια φραπέ… Κι ο ένας λευκοντυμένος από την κορφή έως τα νύχια ήταν, ενώ ο ακροατής της ανάγνωσης στα μαύρα! Γύρω στα 20 ο αναγνώστης ο μαγεμένος και καμιά δεκαετία στην ηλικία πρεσβύτερος ο συμμετέχων και συνιστάμενος ακροατής του!
Λίγο πιο πέρα, σ’ άλλο τραπέζι, τρεις ασπρομάλληδες άντρες, εμφανώς απόμαχοι της καθημερινής ζωής, διαβάζανε τις εφημερίδες τους, μιαν παραδοσιακή Δεξιά και συντηρητική, «των εθνικοφρόνων», μιαν από χρόνια του «παραπετάσματος και των κομμουνιστοσυμμοριτών» και μιαν «ευαίσθητη στο φύσημα των πολιτικών αγέρηδων»! Και λογομαχούσαν οι γέροντες περί ελευθερίας, δημοκρατίας, ισότητας, οικονομίας, ανεξιθρησκίας, παιδείας και πολιτείας, για τον τρόπο που του καθενός πολίτη οι ιδέες θα μπορούσαν, μια φορά κι έναν καιρό, τα όνειρα όλων μας να κάνουν πράξη, χωρίς προς ίδιον όφελος να τα ναρκοθετούνε οι εκάστοτε κοινωνικοπολιτικοί κρατούντες και γιομάτοι αυθεντίες μεσσίες… Μα σαν έφτασε η συνομιλία τους στις επαναστάσεις και τους καταπιεσμένους λαούς και τις χωρίς έρωτα και αγάπη για δαύτες μοναχικές ανθρώπινες καρδιές, σώπασαν κι οι τρεις ταυτόχρονα, λες κι ήταν προσυνεννοημένοι και τα βλέμματά τους κάρφωσαν, εκεί στο κέντρο της πόλης, σ’ ένα λαβωμένο από ανθρώπινη παραφροσύνη και απληστία περιστέρι…