Από τους πιο γνωστούς συνεργάτες του Ζαχαρία Καλλιέργη ήταν ο Νικόλαος Βλαστός που έζησε ανάμεσα στον 15ο και 16ο αιώνα.
Πρόκειται για τον χρηματοδότη των περίφημων εκδόσεων του ελληνικού τυπογραφείου της Βενετίας (1499).
Θα πρέπει να ήταν από τους διασημότερους της γενιάς του αν κρίνουμε από άλλες ιδιότητες που του αποδίδουν οι ερευνητές όπως ιδιοκτήτης χειρογράφων και καλλιγράφος.
Γεννήθηκε γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα και καταγόταν από πλούσια οικογένεια ευγενών της Κρήτης. Το 1480 πήγε στη Βενετία, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον εκδότη και τυπογράφο Άλδο Μανούτιο και με τον επίσης τυπογράφο Ζαχαρία Καλλιέργη, ενώ ήταν διαχειριστής της περιουσίας της Άννας Νοταρά. Σε συνεργασία με τον τελευταίο κατασκεύασε καινούρια τυπογραφικά στοιχεία, στα οποία οι τόνοι ήταν ενωμένοι με τα γράμματα. Για το μοντέλο των τυπογραφικών αυτών στοιχείων η Βενετική Γερουσία, ύστερα από αίτηση του Βλαστού, τού χορήγησε ένα είδος διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
Το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Βλαστού και του Καλλιέργη ήταν το Ετυμολογικόν Μέγα κατά αλφάβητον (8 Ιουλίου του 1499), για το οποίο εργάστηκαν 6 χρόνια και αποτέλεσε το εκτενέστερο μεσαιωνικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας. Η έκδοση του εν λόγω λεξικού ήταν πολυτελέστατη και σε ορισμένα αντίτυπα οι ξυλογραφίες του εξώφυλλου ήταν τυπωμένες με αληθινό χρυσάφι. Στην αρχή του λεξικού υπάρχει σημείωση σύμφωνα με την οποία η έκδοση του έγινε με την οικονομική συμβολή της Άννας Νοταρά, κόρης του Λουκά Νοταρά. Ένα αντίτυπο του Ετυμολογικού υπάρχει στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και δωρήθηκε από τον Κωνσταντίνο Σάθα. Στο τυπογραφείο τους εργάζονταν μόνο Κρητικοί, κι ανάμεσά τους ήταν ο Μάρκος Μουσούρος, ο Ιωάννης Ρώσος κι ο Αρσένιος Αποστόλης.
Στις 26 Οκτωβρίου του 1499 Βλαστός και Καλλιέργης προχώρησαν στην έκδοση του έργου Σιμπλίκιου Μεγάλου Διδασκάλου υπόμνημα εις τας δέκα κατηγορίας του Αριστοτέλους και την επόμενη χρονιά στην έκδοση δύο ακόμα ελληνικών συγγραμάτων: το Υπόμνημα εις τας πέντε φωνάς από φωνής Αμμωνίου μικρού του Ερμείου και το Γαληνού Θεραπευτικής μεθόδου, Λόγος πρώτος. Μετά την έκδοση του έργου του Γαληνού δεν υπάρχει καμία πληροφορία για εκδοτική δραστηριότητα του Βλαστού με τον Καλλιέργη.
Επίσης ο Βλαστός ασχολήθηκε και με την καλλιγραφία. Το 1484 αντέγραψε χειρόγραφο το οποίο σήμερα υπάρχει (με το αρ.2939) στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι.
Σύμφωνα με τον Φιρμέν-Ντινό ο Νικόλαος Βλαστός πρέπει να πέθανε μεταξύ 1500, που τυπώθηκε η τελευταία έκδοση στο όνομά του, και το 1509 οπότε επανεμφανίστηκε μόνος ο Καλλιέργης ως εκδότης. Πιθανότερο όμως είναι ότι πέθανε μετά το 1514, καθώς σύμφωνα με το Ημερολόγιο του Μαρίνου Σανούδου στις 11 Μαρτίου του 1514 κληρονόμησε ως πληρεξούσιος της Άννας Νοταρά ένα μέρος της περιουσίας της. Φαίνεται λοιπόν ότι ζούσε στη Βενετία τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη χρονιά. Το τυπογραφείο όμως διαλύθηκε γύρω στο 1500. Το τυπογραφικό υλικό από το τυπογραφείο του το χορήγησε σε έναν τυπογράφο από τη Φλωρεντία, τον Ιούντα, με αντάλλαγμα να μνημονεύεται το όνομά του στις φλωρεντινές εκδόσεις.
Σύμφωνα με τον Γιώργη Εκκεκάκη υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία του Βλαστού διάσπαρτα, αλλά μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τα βρει και στη μνημειώδη έκδοση του Κωνσταντίνου Στάικου (Αθήνα 1989).
Από τα πιο γνωστά εξάλλου γραφήματα που συναντάμε στο διαδίκτυο είναι το σήμα του που προέρχεται από το περίφημο Ετυμολογικόν το Μέγα που θεωρείται το πληρέστερο μεσαιωνικό λεξικό και το αριστούργημα της τυπογραφικής τέχνης.
Ένας ακόμα Βλαστός με μυθιστορηματικό βίο ήταν ο Πέτρος, γιος του Θεοδώρου, που γεννήθηκε στην Καλκούτα (!) το 1878 και πέθανε στο Λίβερπουλ το 1941. Αυτός ήταν λόγιος, ποιητής, λογοτέχνης και κριτικός. Στα πρώτα του έργα υπέγραφε με το ψευδώνυμο Έρμονας.
Ήταν από τους Βλαστούς που μετά την άλωση της Κρήτης βρέθηκαν στη Χίο. Γι’ αυτό και το μυροβόλο νησί διεκδικεί τον Πέτρο, που έγινε πολύ γνωστός από τη θέση που πήρε στο γλωσσικό ζήτημα αλλά και για τον ακραίο και ριζοσπαστικό δημοτικισμό του.
Σε μια συγκεκριμένη περίοδο της συγγραφικής του ζωής είχε υιοθετήσει μοτίβα φυλετικής σκέψης, ενώ αργότερα αντικατέστησε τον αριστοκρατικό φυλετισμό με την έξαρση του ατόμου που τηρεί αποστάσεις από τον ταϊφά, την φυλή του.
Σπουδαίο το συγγραφικό έργο του Πέτρου Βλαστού
Σε μικρή ηλικία ο Πέτρος πήγε στην Αθήνα, όπου και έμεινε μέχρι να τελείωσε τη Νομική Σχολή όπου έγινε διδάκτωρ. Το 1901 γύρισε στην Ινδία για να δουλέψει για τον Εμπορικό Οίκο Ράλλη, αρχικά με έδρα το Αμριτσάρ και αργότερα στο Καράτσι. Εκεί έμαθε και Ουρντού.
Παντρεύτηκε στο Λίβερπουλ της Αγγλίας την Αζίζα, κόρη του δημοτικιστή Αλέξανδρου Πάλλη, στις 23 Οκτωβρίου 1909. Έκαναν τέσσερα παιδιά: τον Αλέξη (31 Αυγ. 1910-31 Αυγ. 1910, Καράτσι, Πακιστάν), τη Δομίνη (Dominie ή Dominica, μετέπειτα σύζυγο -το 1935- του John Nicholls Βρετανού πρέσβη) (27 Νοεμβρίου 1915, Λίβερπουλ), τον Αλέξη (Alexis) (27 Νοεμβρίου 1915, Λίβερπουλ, αργότερα καθηγητή ιστορίας και Σλαβικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ), και την Αδριάννα (Adrienne ή Adriana) (15 Φεβρουαρίου 1924, Λίβερπουλ, μετέπειτα γιατρό).
Έμεινε στην Ινδία μέχρι το 1919. Μετά το 1919, έγινε διευθυντής στο γραφείο των αδελφών Ράλλη, στο Λίβερπουλ του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου και εργαζόταν μέχρι το 1928.
Το 1904 δημοσίευσε σονέτα αλλά και παράφραση του «Ιππολύτου« του Ευριπίδη με τίτλο «Της ζωής» χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Ερμόνας, με πρόλογο όπου έκανε ανασκόπηση όλου του Ελληνισμού και υποδείκνυε πως να χρησιμοποιούμε τους αρχαίους. Το μέρος του βιβλίου που αποτελούσε ποιητική συλλογή αποτελείτο από δεκατετράστιχα ποιήματα. Με το έργο «Της ζωής», ο Βλαστός καθιερώνεται άμεσα με τη βοήθεια του λογοτεχνικού περιοδικού Νουμά.
Το 1905 χρησιμοποίησε και πάλι το ψευδώνυμο Ερμόνας και δημοσίευσε το έργο «Αργώ», με δεκατετράστιχα ποιήματα και λυρική σάτιρα.
Από το 1906, ο Δημήτριος Ταγκόπουλος, ιδιοκτήτης του Νουμά, του ανέθεσε την κριτική βιβλίων. Η στήλη ονομαζόταν «Κριτικές αναποδιές» και την υπέγραφε ως Ερμόνας.
Το 1908 άρχισε να χρησιμοποιεί το όνομά του για τη δημοσίευση και εξέδωσε το βιβλίο «Στον ήσκιο της συκιάς», το οποίο περιείχε πέντε διηγήματα, φιλοσοφικής και συμβολικής φύσης, τα οποία αναφέρονταν σε πέντε εποχές του Ελληνισμού. Το έργο αυτό μεταφράστηκε στα γαλλικά το 1924 από τον καθηγητή Eugène Clément με εισαγωγή του καθηγητή του πανεπιστημίου του Μοντπελιέ Louis Rousse.
Το 1912 μετέφρασε εγχειρίδιο Φυσικής από τα Αγγλικά, στο οποίο εκλαΐκευσε τους συνήθεις επιστημονικούς όρους.
Το 1914 προχώρησε σε σύνταξη και έκδοση ελληνικής γραμματικής με τίτλο «Γραμματική της δημοτικής», στην οποία πρότεινε σύστημα ορθογραφίας και τονισμού, στο οποίο καταργούσε όλα τα πνεύματα, και τους τόνους με εξαίρεση την οξεία. Τον Μάρτιο του 1914 παρέδωσε δύο διαλέξεις, υπό τον τίτλο «Η Φυλετική Ευγένεια», στον Εκπαιδευτικό Όμιλο και στο Λύκειο Ελληνίδων, στις οποίες ανέπτυξε την κοσμοθεωρία του περί ευγονικής και φυλετισμού. Αποσπάσματα της ομιλίας δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ακρόπολη» και στο περιοδικό «Νουμάς». Το φυλετικό ζήτημα απασχόλησε ιδιαίτερα τον Βλαστό, όπως φαίνεται και από μια σειρά άρθρων του σε περιοδικά της εποχής. Τα γραπτά αυτά, μαζί με το περιεχόμενο των διαλέξεων, παρέμειναν έκτοτε ανέκδοτα, έως το 2018 οπότε κυκλοφόρησαν σε συλλογή υπό τον τίτλο «Η Φυλετική Ευγένεια και άλλα κείμενα». Ψήγματα φυλετικής σκέψης εμφανίζονται και στο μεταγενέστερο έργο του Βλαστού, στα «Παραβλάσταρα» αλλά και στους «Συνερισμούς», ένα ογκώδες έργο το οποίο ολοκλήρωσε αλλά παρέμεινε ανέκδοτο.
Το 1917 εξέδωσε το έργο «Κριτικά ταξίδια» με αναμνήσεις ταξιδιών του από την Ινδία αλλά και αλλού, με άρθρα κριτικά και φιλοσοφικά και αισθητική μελέτη για την ολλανδική ζωγραφική.
Το 1921 προχώρησε στην έκδοση του «Η Αργώ και άλλα ποιήματα» στην Οξφόρδη, το οποίο περιείχε τα δεκατετράστιχα ποιήματα «της Ζωής» του 1904 και της «Αργούς» του 1905, έχοντας κάνει αλλαγές και επεξεργασίες, καθώς επίσης και άλλα ποιήματα όπως «Τα στερνά λόγια» (στη μνήμη του φίλου του Ίωνα Δραγούμη), την «Κυρήνη», καθώς και το μεγάλο αφηγηματικό ποίημα «Νυχτεριού ζωντοβολιές».
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1931, εξέδωσε το «Συνώνυμα και συγγενικά· Τέχνες και σύνεργα», ένα σημαντικό λεξικό για το οποίο είναι και γνωστός. Στο λεξικό αυτό, ο ίδιος γράφει ότι επιθυμεί αφενός να αναπληρώσει το κενό που υπήρχε τότε σε λεξικό της δημοτικής αλλά και για να βοηθήσει στην κυριολεξία και την ακριβολογία. Εκτός από τα συνώνυμα και τους τεχνικούς όρους που ήταν οι ουσιαστικοί σκοποί του βιβλίου, συγκέντρωσε και λέξεις για ζώα, φυτά, μέταλλα, φυσικά ή βιολογικά φαινόμενα. Το βιβλίο ήταν γραμμένο σε απλοποιημένο ορθογραφικό σύστημα, σύμφωνα με τον ίδιο: «Τ’ ορθογραφικό και τονικό σύστημα που ακολούθησα είναι καταστρωμένο στο τελεφταίο τμήμα Καιρός είναι ν’απλοποιήσουμε την ορθογραφία της δημοτικής και να την ξαλαφρώσουμε από δασκάλικες ασκήμιες».
Το 1933, βασισμένος στο περιεχόμενο δυο διαλέξεων που έδωσε στο Λονδίνο, εξέδωσε το «Greek bilingualism and some parallel cases» στα αγγλικά, κείμενο το οποίο μετέφρασε στα ελληνικά τον επόμενο χρόνο: «Η ελληνική και μερικές άλλες διγλωσσίες». Σε αυτό το κείμενο υποστηρίζει την δημοτική έναντι της (τεχνητής) καθαρεύουσας και συγκρίνει την καθομιλουμένη στην αρχαία Ελλάδα (ποιήματα της Σαπφούς, του Αλκμάνος και του Αλκαίου και κείμενα του Πινδάρου – στην Βοιωτική καθομιλουμένη – και του Πλάτωνα), με την αντίστοιχη αρχαΐζουσα γλώσσα του Βακχυλίδη και του Θεόγνιδος, αλλά και στην Ινδία που ο ίδιος είχε γνωρίσει, τα καθομιλούμενα ουρντού με τα απαρχαιωμένα σανσκριτικά, τα περσικά και τα αραβικά (τις «τρεις προτερινές καθαρέβουσες» όπως έγραψε ο ίδιος). Μιλά και για την τοσκάνικη διάλεκτο στην οποία έγραψε ο Δάντης τη Θεία Κωμωδία, αντί για τα λατινικά, καθώς και για τα αντίστοιχα φαινόμενα στην Αγγλική γλώσσα, θεωρώντας ότι οι τεχνητές γλώσσες και οι αρχαϊσμοί ξεκόβουν τη γλώσσα από τον λαό, καταφερόμενος με ένταση εναντίων όσων έγραφαν στην καθαρεύουσα ή ακόμη και μικτή γλώσσα όπως ο Καβάφης.
Τελευταίο βιβλίο του Βλαστού, ήταν τα «Παραβλάσταρα», τα οποία εκδόθηκαν το 1937 και περιείχαν έξι δοκίμια και έξι άρθρα που είχε δημοσιεύσει παλαιότερα. Κάποια από αυτά, δημοσιευμένα στην Νέα Εστία, ήταν το «Γεωμετρισμός και ταϊφάς», το «Παραβολές», το «Ο Κρόνος με τα Κρονάκια του», αλλά και το «Αλκή και Τόλμη», όπου παρουσιάζει τα βάθρα της φιλοσοφίας του, το ατομικισμό, την ανάγκη του αγώνα και την αψηφισιά του κινδύνου για το ανέβασμα της ζωής.
Ο Βλαστός είχε συνεργαστεί με αρκετά φιλολογικά περιοδικά, εκτός από τον Νουμά, στον οποίο πρωτοδημοσίευσε το έργο του και όπου είχε αναλάβει αργότερα βιβλιοκριτική και την Νέα Εστία που αναφέρθηκε παραπάνω, με τα «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας, τα Κυπριακά Γράμματα, τα Ελληνικά Φύλλα και τα Χιώτικα Χρονικά.
Οι Βλαστοί της Εκκλησίας
Αρκετοί είναι και οι Βλαστοί που αφιερώθηκαν στα θεία όπως:
Ακάκιος Βλαστός: Αναφέρεται σε έγγραφο με χρονολογία 3 Μαρτίου 1614, ως ηγούμενος της Μονής Προφήτου Ηλία Ρουστίκων που βρίσκουμε στο βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης (Β’ τόμος).
Ο ίδιος συγγραφέας μας δίνει πολλά στοιχεία στο ίδιο βιβλίο και για τον Κοσμά Βλαστό Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Ρουστίκων το 1646.
Ο Ιωάννης Βλαστός ο επονομαζόμενος Μπουνιαλέτος ήταν λόγιος, από το Ρέθυμνο, ιερομόναχος και αγιογράφος του 16ου αιώνα, ο οποίος εργάστηκε στη Βενετία.
Ο Γεράσιμος Βλαστός ήταν Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου (1651-1673). Για τα έργα και τις ημέρες του περισσότερα στοιχεία υπάρχουν στην Νεα Χριστιανική Κρήτη (τ.Α’).
Κάποιος Μελέτιος του Γεωργιλά (17ος αι.), εξάλλου, αναφέρεται ως Ιερομόναχος στα Ρούστικα και αντιγραφέας.
Βλαστοί της επιστήμης και της εκπαίδευσης
Αρκετοί και οι Βλαστοί που διέπρεψαν στην επιστήμη και στην εκπαίδευση.
Ο Αθανάσιος Βλαστός που γεννήθηκε το 1879, ήταν Φαρμακοποιός στο Πάνορμο τουλάχιστον από το 1908 μέχρι το 1921. Αναφέρεται μάλιστα ως ο πρώτος διπλωματούχος του κλάδου. Αναφέρεται στην εργασία του Εμμανουήλ Καλλέργη «Φαρμακοποιοί και φαρμακεία του Ρεθύμνου».
Ο Εμμανουήλ Βλαστός (1820-1884) ήταν γιατρός. Αυτός γεννήθηκε στο Ρέθυμνο αλλά είχε εγκατασταθεί στην Κραϊόβα της Ρουμανίας όπου υπήρξε και πρόεδρος της ελληνικής παροικίας.
Ο Ιωάννης Βλαστός ήταν Νοτάριος στα Ρούστικα (1599-1614). Το πρωτόκολλό του εξέδωσε ο επιφανής ιστορικός Γιάννης Γρυντάκης το 1990).
Ο Αριστείδης Βλαστός που γεννήθηκε το 1857, ήταν εκδότης στον Πειραιά, το 1885. Αργότερα δραστηριοποιείται στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1892. Στον εκλογικό κατάλογο Ρεθύμνης του 1906 αναφέρεται ως βιβλιοπώλης.
Ο Αναγνώστης Βλαστός (Αντώνιος) αναφέρεται ως «κολυβοδάσκαλος» στις Βρύσες Αμαρίου επί Τουρκοκρατίας.
Ο Εμμανουήλ Βλαστός του Ιωάννη (1798-1823) ήταν δάσκαλος στη Χίο αλλά η καταγωγή του ήταν από το Βυζάρι. Ο Γιώργης Εκκεκάκης μας πληροφορεί πως πρόκειται για θείο του μεγάλου μας λαογράφου Παύλου Βλαστού. Έφυγε παιδί από το χωριό του κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες σπούδασε και από το 1838, δίδασκε σε σχολεία της Χίου.
Ο Μαθαίος Βλαστός (1771-1848) ήταν λόγιος, δάσκαλος και ψάλτης στο χωριό του τον Άγιο Κωνσταντίνο Ρεθύμνης. Χρημάτισε και γραμματέας του Αληδάκη.
Ο Μελέτιος Βλαστός (16ος -17ος αιώνας) ήταν ιερομόναχος, ιεοκήρυκας, δάσκαλος, και ποιητής. Η δράση του τοποθετείται κυρίως μετά το 1580. Δίδαξε ελληνικά και λατινικά στο περίφημο Σιναίτκο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης του Χάνδακα. Ανάμεσα στους μαθητές του συγκαταλέγονται και σπουδαία ιστορικά πρόσωπα όπως ο Κύριλλος Λούκαρης και ο Μελέτιος Συρίγος. Μετά το 1593 τον βρίσκουμε στη Βενετία, όπου η ελληνική αδελφότητα τον εκλέγει ιεροκήρυκα και ψάλτη στον Άγιο Γεώργιο, και δάσκαλο στην Ελληνική Σχολή της πόλης. Φαίνεται πως επανήλθε στο Χάνδακα, ενώ υπήρξε υποψήφιος και για το θρόνο Φιλαδελφείας (Βενετίας). Ο Μαρίνος Μπουνιαλής αναφέρεται με περηφάνια σ’ αυτόν.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται…
Πηγές:
Γεωργίου Εκκεκάκη «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη»
Κρήτη Αφιέρωμα
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Νίκου Ψιλάκη: «Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης»
Εμμανουήλ Καλλέργη: Φαρμακοποιοί και Φαρμακεία στο Ρέθυμνο «Κρητολογικό Ημερολόγιο»