Ένας ένας οι ευπατρίδες του Ρεθύμνου φεύγουν απ’ τη ζωή. Ο κύκλος τους κατ’ ουσίαν ξεκίνησε με Λεωνίδα και κλείνει με Λεωνίδα. Προηγήθηκε ο Λεωνίδας Χατζηδάκης και ακολούθησαν η Μαρία Τσιριμονάκη, ο Μανός Αστρινός, η Ιωάννα Βαλαρή, ο Γιώργης Εκκεκάκης, ο Γιώργης Αγγελιδάκης και ο Μανόλης Κούνουπας.
Και τώρα ο αιωνόβιος Λεωνίδας Καούνης. Όπως όλοι τους, έζησε μια ζωή πλήρη, με τις λύπες και τις χαρές της. Ας δούμε μερικές απ’ αυτές, αποχαιρετώντας τον συμβολικά, μιας και ο άμεσος αποχαιρετισμός υπόκειται ακόμα σε απαγορεύσεις.
- Παππούς του ήταν ο συνονόματος Λεωνίδας Καούνης, που γεννήθηκε προς το τέλος της περιόδου της Αιγυπτιοκρατίας και διετέλεσε εμπορορράπτης. Είχε παντρευτεί τη Μαρία Βλαστού, αδελφή του Παύλου, μια μορφή που καθόρισε τη ζωή του ανιψιού. Ο παππούς του ήταν άνθρωπος μορφωμένος, για τα δεδομένα της εποχής του, και υπήρξε ένας από τους πρώτους χριστιανούς κατοίκους της πόλης, που μάλιστα εξελίχθηκε σε επιχειρηματία της.
- Πατέρας τού εκδημήσαντος υπήρξε ο Εμμανουήλ Καούνης, που είχε συνεχίσει τις επιχειρηματικές ασχολίες του πατέρα του με επιτυχία. Έμεινε γνωστός για το πρότυπο ελαιουργικό εργοστάσιό του στην περιοχή του Σταυρωμένου. Κι ακόμη άφησε τις αγαθότερες των αναμνήσεων, εξαιτίας του πάθους του για την ιστορία και τα υλικά της τεκμήρια. Υπήρξε ένας αρχαιόφιλος, με την πλήρη σημασία του όρου.
- Κατόπιν σχετικής εξουσιοδότησης από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, είχε διεξάγει ανασκαφές στην περιοχή του Σταυρωμένου και της Μονής Αρσανίου. Πιο γνωστό από τα ευρήματά του υπήρξε η ταφική στήλη κυνηγού που συνοδεύεται από τον σκύλο του, που στολίζει την Έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου στον Άγιο Φραγκίσκο.
- Για τις υπηρεσίες που προσέφερε, το Υπουργείο Πολιτισμού, κατόπιν ενεργειών του εφόρου Νικολάου Πλάτωνος, είχε αποφασίσει τη μόνιμη ανάρτηση της φωτογραφίας του, με σχετική αναμνηστική επιγραφή, στο Μουσείο. Μεγάλο παράπονο του εκλιπόντος ήταν ότι η σημερινή υπηρεσία σε επίπεδο νομού αρνούνταν να εφαρμόσει την απόφαση εκείνη, και μάλιστα για ένα διάστημα αγνοούνταν και η τύχη της σχετικής φωτογραφίας.
- Μητέρα του ήταν η Ελένη Τσαγκαράκη. Πέθανε πολύ νωρίς, αφήνοντας ορφανό το μοναχοπαίδι της, σε προεφηβική ηλικία. Η απώλεια εκείνη υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, ο οποίος έφερε πάντα μέσα του το πένθος, πραγματικό και συμβολικό (όπως στη φωτογραφία, με τη μαύρη κορδέλα).
- Η απώλεια της μητέρας του υπήρξε καταλύτης στη διαμόρφωση στον γιο της μιας ψυχοσύνθεσης εξαιρετικά ευαίσθητης, που πολύ συχνά εύρισκε διέξοδο σε διάφορες μορφές τέχνης. Μία από αυτές ήταν η ζωγραφική, με την οποία ο Λεωνίδας ασχολήθηκε σε πολλές περιόδους της ζωής του. Μια άλλη ήταν το ψηφιδωτό.
- Διάλεξε ως σύζυγο και παντοτινή συνοδοιπόρο την Ελένη (Λιλίκα) Κωστογιάννη, με την οποία απέκτησε δύο κόρες και πολλά εγγόνια. Η Λιλίκα είναι κόρη του συνταγματάρχη Γεωργίου Κωστογιάννη, που είχε γεννηθεί στα Σελλιά, και της Μαρίας Χατζηδάκη. Η οικογένειά της είχε επίσης ένα αγόρι, τον Εμμανουήλ.
- Ο Λεωνίδας Καούνης εργάστηκε στο δημόσιο, με όλη την ευσυνειδησία των παλιότερων υπαλλήλων του. Κι όταν η τότε πρόεδρος Μαρία Τσιριμονάκη και το Συμβούλιο του Λυκείου των Ελληνίδων σκέφτηκε τη δημιουργία μιας λαογραφικής συλλογής, στον Λεωνίδα Καούνη απευθύνθηκε, πριν και από τον Χριστόφορο Σταυρουλάκη. Οι τρεις τους, με το αυτοκίνητο της υπηρεσίας του μεταστάντος ήταν που όργωσαν το νομό Ρεθύμνης, συγκεντρώνοντας και διασώζοντας υλικό, που σήμερα αποτελεί τμήμα των συλλογών και κοσμεί το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο.
- Ο Λεωνίδας Καούνης δεν μπόρεσε όμως να συνυπάρξει με τον Χριστόφορο Σταυρουλάκη επί μακρόν, στην Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, δεδομένου του χαρακτήρα του, που, ως στρατιωτικός, δεν συνήθιζε να συζητά αλλά να παίρνει μόνος του αποφάσεις. Αντιθέτως, ο Λεωνίδας ήταν ένας κατεξοχήν ήρεμος άνθρωπος, που πίστευε στον διάλογο και τον εφάρμοζε σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, οικογενειακής και κοινωνικής. Όμως συνέχισε να βοηθά την ΙΛΕΡ και ιδιαιτέρως το Μουσείο, ιδίως κατά τη διοργάνωση της έκθεσης (φωτογραφία) «Ρέθυμνο 1898-1913. Από την Αυτονομία στην Ένωση».
- Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σ’ όλη σχεδόν τη ζωή του έγραφε ποιήματα. Και ήταν μεγάλη η συγκίνησή του, που μου την εξέφρασε τηλεφωνικά, όταν του είχα στείλει μέσω του συνονόματου εγγονού του τη φωτοτυπία ενός ποιήματός του, του έτους 1948, με τον τίτλο «Μπροστά στα κοιμητήρια».
- Έγραφε όμως και πεζά. Σταχυολογώ από ένα από αυτά: «Πατημένο σε βρήκα στο δρόμο λουλουδένιο κοτσάνι. Τη φωνή σου άκουσα βαθειά στη ψυχή μου. Ρωτήθηκα: ποιοι ήμαστε εμείς; Ποιος το δικαίωμα δίδει τ’ ανήμπορα πλάσματα του θεού να πατάμε;».
- Η αδικία πάντα τον συγκινούσε και μερικές φορές, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του, τον συγκλόνιζε. Μεταξύ των άλλων, μεγάλο του παράπονο ήταν η μεταχείριση της οποίας έτυχε το αρχείο του θείου του Π. Βλαστού στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης. Τον είχε εξοργίσει το γεγονός ότι η διεύθυνσή του παραχωρούσε τα δικαιώματα για κριτική έκδοση του υλικού σε ιδιώτες. Προσπάθησα να τον πείσω πολλές φορές, χωρίς αποτέλεσμα, ότι σε εποχές πνευματικής ένδειας, όπως η σημερινή, το γεγονός αυτό δεν είναι κατακριτέο.
- Ο Λεωνίδας Καούνης προσέφερε πολλά, στην ΙΛΕΡ, στον Ερυθρό Σταυρό, στο Λύκειο των Ελληνίδων, στην κοινωνία συνολικά, και τιμήθηκε πολλαπλά ενόσω ζούσε. Η μεγαλύτερη τιμή από πνευματικό σωματείο ήταν εκείνη του Λυκείου, σε μεγάλη τιμητική εκδήλωση που είχε πραγματοποιήσει, που μάλιστα είχε κορυφωθεί με τη χορωδία «Παύλος Βλαστός». Τιμήθηκε όμως και από την οικογένειά του, όπως βέβαια και από ίδια τα ύστερά του: πέθανε όρθιος, με πλήρη πνευματική διαύγεια και έχοντας ψηλά τις αξίες με τις οποίες είχε ανατραφεί. Πέθανε ως ευπατρίδης. Ένας από τους λιγοστούς του Ρεθύμνου.