Εκδηλώσεις ποίησης έχουμε καιρό να απολαύσουμε στην πόλη μας. Οι βιβλιοπαρουσιάσεις ποιητικών συλλογών μας αποζημιώνουν αλλά είναι χρήσιμο να αφιερώνεται μια βραδιά σε ντόπιους ποιητές, όπως γινόταν παλιά, για να έχουμε μια συνολική εικόνα της πνευματικής δημιουργίας στον τόπο μας.
Το κενό κάλυψαν το προηγούμενο Σάββατο, το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, σε συνεργασία με τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.
«Συνομιλία με την ποίηση τεσσάρων ποιητών» ήταν το θέμα και με τη διαμεσολάβηση των εκλεκτών εκπαιδευτικών, που έδωσαν κύρος στην εκδήλωση, Μαρίας Κωστάκη, Παρασκευής Επιτροπάκη, Ειρήνης Βογιατζή και Μαρίας Πατρελάκη, διεισδύσαμε στον δημιουργικό κόσμο των ποιητών Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη, Γιώργου Καράτζη, Δημήτρη Καλοκύρη και Νικολάου Τωμαδάκη που καθένας κοσμεί με το έργο του την πνευματική ζωή του τόπου του.
Η Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη από τις σημαντικότερες ποιητικές παρουσίες της σύγχρονης Ελλάδας γεννήθηκε από πολύ φτωχή οικογένεια στο χωριό Φουρνή Μεραμβέλλου το 1904. Με χίλιες δυσκολίες αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία του Ηρακλείου το 1904, εργάστηκε για τρία χρόνια στην εκπαίδευση της Κρήτης και συνέχισε σπουδές στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1930. Παράλληλα φοιτούσε και στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με καθηγητή τον Λουί Ρουσσέλ, που ενθάρρυνε την κλίση της στα Γράμματα και μετέφρασε ένα ποίημά της που δημοσίευσε στο Λιμπρ το 1928. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ποιήματα στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα του Ηρακλείου. Το 1930 παντρεύτηκε τον ποιητή και αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού Κώστα Παπαδάκη και ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε ως καθηγήτρια στη Χαροκόπειο σχολή Οικιακής Οικονομίας στην Καλλιθέα. Από τότε και ως τα τελευταία χρόνια της ζωής της εργάστηκε σε διάφορες σχολές, δημόσιες και ιδιωτικές, όπου δίδαξε κυρίως Νεοελληνική Λογοτεχνία. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου διώχτηκε για λόγους πολιτικών φρονημάτων (μέλος του ΕΛΑΣ και άλλων πολιτικών οργανώσεων, ανέπτυξε αντιστασιακή δράση και δημοσίευσε κείμενά της στον παράνομο Τύπο). Την πρώτη της επίσημη εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1934, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή, που είχε τίτλο Ώρες αγάπης.
Συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η Πνοή, ο Λόγος, η Νέα Εστία, η Νεοελληνική Λογοτεχνία, η Φιλολογική Ζωή, τα Ελεύθερα Γράμματα και εφημερίδες. Ασχολήθηκε επίσης με την παιδική λογοτεχνία, το θέατρο, τη λογοτεχνική και θεατρική κριτική, τη μελέτη και την ταξιδιωτική πεζογραφία, ενώ σημαντική υπήρξε και η μεταφραστική της δραστηριότητα. Ειδικότερα, κράτησε τη στήλη της θεατρικής κριτικής στο περιοδικό του Μελή Νικολαΐδη Πνευματική Ζωή από το 1938 ως το 1939, τη στήλη της λογοτεχνικής κριτικής στο περιοδικό Νεοελληνική Λογοτεχνία από το 1939 ως το 1940. Στην Πνευματική Ζωή δημοσίευσε επίσης εκτενή μελέτη για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Συνεργάστηκε επίσης με παιδικά περιοδικά όπως τα Ελληνόπουλο, Θησαυρός του παιδιού και το σπίτι του παιδιού και την παιδική εγκυκλοπαίδεια Για σας παιδιά, ενώ κυκλοφόρησε παιδικά διηγήματα και μυθιστορήματα. Τιμήθηκε με το Βραβείο Εθνικής Αντιστάσεως για την ποιητική συλλογή της Της Νιότης και της Λευτεριάς (1946). Πέθανε στην Αθήνα το 1977 από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο
Ο Γιώργης Καράτζης ο σημαντικότερος σήμερα ποιητής και μαντιναδολόγος, γεννήθηκε το 1945 στο Μελιδοχώρι Ηρακλείου. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Ηράκλειο και εργάστηκε επί 33 χρόνια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Η ενασχόλησή του με την ποίηση, παραδοσιακή και μοντέρνα, ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια του γυμνασίου, ώσπου βρήκε την εμπνευσμένη του έκφραση στον κρητικό δεκαπεντασύλλαβο. Με τα τρία του βιβλία και τις πάμπολλες μαντινάδες του, «ερωντικές» και γνωμικές, που κοσμούν τη δισκογραφία, ο Καράτζης δικαίως θεωρείται από τους ποιητές που προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή τη γλώσσα και την ποιητική παράδοση της Κρήτης του Βιτσέντζου Κορνάρου και του Κωστή Φραγκούλη.
Μαντινάδες του υπάρχουν σε αρκετούς δίσκους με διάφορους ερμηνευτές, όπως τον Β. Σκουλά, τον Ν. Γωνιανάκη, τον Γ. Στιβακτάκη, τον Ψαραντώνη, τον Β. Σταυρακάκη, τους Χαΐνηδες κ.λπ. (περίπου 12 μεγάλοι δίσκοι, πέραν των μαντινάδων εκείνων που περιέχονται «λαθραία» σε διάφορους άλλους δίσκους).
Πήρε μέρος σε πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, ενώ στη διάρκεια της δικτατορίας συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 4,5 χρόνια φυλάκιση για αντιστασιακή δράση. Μετά την αποφυλάκισή του, στα χρόνια της μεταπολίτευσης, ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής, με παράλληλη ενασχόληση την ποιητική αναζήτηση.
Πρωτοστάτησε στη δημιουργία της Κίνησης Φιλίας και Αλληλεγγύης προς τον Σερβικό λαό, συγκεντρώνοντας ανθρωπιστική βοήθεια αποτελούμενη κυρίως από τρόφιμα και φάρμακα, ενώ συμμετείχε σε 8 αποστολές στις περιοχές της Βοσνίας και της Σερβίας (σύνολο υλικού 460 τόνοι).
Εργάστηκε για 7 χρόνια στο κρατικό ραδιόφωνο, με θέμα την κρητική μουσική και γενικότερα την πολιτιστική παράδοση του τόπου μας, ενώ για ένα διάστημα επιμελήθηκε και παρουσίασε ανάλογες εκπομπές και στην τηλεόραση.
Το 1988 εξέδωσε την «Εμινέ», μια ερωτική ιστορία σε κρητικό δεκαπεντασύλλαβο και το 1998 τα «Διακρητικά», μια συλλογή τραγουδιών και μαντινάδων. Μεμονωμένα ποιήματα έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 2006 κυκλοφόρησε η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο «Διαδρομές».
Ο Νικόλαος Τωμαδάκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1907, γιος του Βασιλείου Τωμαδάκη και της Όλγας Θεοδωρακάκου. Κατά τα μαθητικά του χρόνια στην Κρήτη είχε δάσκαλο τον Εμμ. Γενεράλι, ο οποίος τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τα γράμματα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1924-1929), όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ με τη διατριβή του Εκδόσεις και χειρόγραφα του ποιητού Διονυσίου Σολωμού (1935). Πραγματοποίησε περαιτέρω μεταπτυχιακές σπουδές με υποτροφία στην Πίζα της Ιταλίας.
Από το 1950 δίδαξε ως τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ακόμα, διετέλεσε διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης και των Γενικών Αρχείων του Κράτους, κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής (1958-1959, 1965-1966, 1970-1971),μέλος του Ανατολικού Ινστιτούτου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ξένος εταίρος της Ακαδημίας Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών του Παλέρμο, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Μιλάνο, γραμματέας και πρόεδρος της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, εκδότης του επιστημονικού περιοδικού Αθηνά από το 1947, σύμβουλος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος (διευθυντής του Δελτίου της), πρόεδρος της εταιρείας Ιστορικών Σπουδών επί του νεωτέρου ελληνισμού και της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Μνημοσύνη.
Ασχολήθηκε παράλληλα με την ποίηση, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Νίκος Θεοδωράκος. Το σύνολο των δημοσιευμάτων του σε επιστημονικά περιοδικά, εφημερίδες και επιστημονικά έργα ξεπερνά τα χίλια, ενώ ολοκλήρωσε περισσότερα από εξήντα πέντε αυτοτελή έργα. Πέθανε στην Αθήνα το 1993.
Για τον Δημήτρη Καλοκύρη έκανε εισήγηση η κυρία Ειρήνη Βογιατζή και θα μας επιτραπεί να μείνουμε περισσότερο στον δικό μας ποιητή που οφείλουμε σαν τόπος να προβάλλουμε ιδιαίτερα τιμώντας το σημαντικό έργο του. Όπως είπε μεταξύ άλλων η κυρία Βογιατζή:
«Η δοκιμή συνάντησης με τον δημιουργό Δημήτρη Καλοκύρη και τις συντεταγμένες του έργου του αντανακλαστικά και αναπόφευκτα σε μετεωρίζει μεταξύ θαυμασμού και αμηχανίας. Η πρωτεϊκή εκδήλωση της καλλιτεχνικής έκφρασης σε πεζό ή ποιητικό λόγο, σε εικαστική δημιουργία, σε μυθοπλασία, σε κριτικά κείμενα, σε μεταγραφή στα Νεοελληνικά κλασικών εκπροσώπων των Νεοελληνικών γραμμάτων, σε μετάφραση μειζόνων ποιητών, σε εκδοτική δραστηριότητα, σε παιδικά βιβλία, έκφραση που μεταφράζεται σε ένα εκδοτικό αποτέλεσμα 45 βιβλίων με το ιδιαίτερα προσωπικό του ύφος που πειραματίζεται συνεχώς από τη μια εκπλήσσει και από την άλλη καθιστά σχεδόν επισφαλή την προσπάθεια να τον συστήσει κάποιος και μάλιστα στον περιορισμένο χρόνο μιας αφιερωματικής παρουσίασης που σκοπός της σε καμιά περίπτωση δεν είναι να επιχειρηθεί μια γενική φιλολογική αποτίμηση ή κριτική του έργου του, αλλά μόνον να τονισθούν κάποια, σύμφωνα με την ανάγνωση του συνομιλητή του, επιλεγμένα σημεία.
Γεννημένος το 1948 στο Ρέθυμνο, σπουδαγμένος στη Θεσσαλονίκη. Νεοελληνική Φιλολογία σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο των δεκαετιών 60/70 και ο κόσμος του αρχίζει να μην τελειώνει πια στα βορινά διαζώματα της πυξίδας. Συγκάτοικος με τον Μίμη Σουλιώτη εκδίδουν στη διάρκεια της δικτατορίας το βραχύβιο περιοδικό «Τραμ» και τις ομώνυμες εκδόσεις λογοτεχνίας και τέχνης (1971-87). Το «Τραμ» μηνύθηκε για το πρωτοπόρο πνεύμα του και αφού εξέδωσε στην Α’ διαδρομή του από το 1971-1972 5 τεύχη, καταδικάστηκε από τη χούντα για παράβαση του νόμου περί Τύπου. Όμως αποτελεί: «Όχημα λογοτεχνικό που συμβολίζει την ασυνήθιστη στον τόπο μας αλληλεγγύη της νεότατης πρωτοπορίας απέναντι στους άξιους πατέρες της», σημείωνε ο Γ. Π. Σαββίδης στο «Βήμα» το 1972. Το όνομά του Καλοκύρη συναντάμε και σε δύο άλλα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά περιοδικά, τον «Χάρτη» που εκδίδει στην Αθήνα (1982-87), και το «Τέταρτο» (1985-87) του Μάνου Χατζιδάκι του οποίου διετέλεσε διευθυντής συντάξεως και καλλιτεχνικός διευθυντής.
Η άμεση ανταπόκριση του Ανδρέα Εμπειρίκου στην επιδίωξη, με τη μεσολάβηση του Οδυσσέα Ελύτη, της συνεργασίας με το περιοδικό «Τραμ» το 1971, στάθηκε η αφορμή για την ανάπτυξη μιας βαθιάς σχέσης. Μιας σχέσης που εδραιώθηκε με την ταυτόχρονη πρόσκληση του Εμπειρίκου στο Ποιητικό Εργαστήρι της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εξελίχθηκε στη συνέχεια με διάφορους τρόπους: μέσω αλληλογραφίας, τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ανταλλαγή καρτών, ιδιωτικών συναντήσεων που εξελίσσονταν σε μαραθώνιες αναγνώσεις του αδημοσίευτου έργου του Εμπειρίκου.
Για τον Καλοκύρη οι εικόνες όχι μόνο δεν περιττεύουν, αλλά αποτελούν μια άλλη ποιητική οπτική γωνία, συγκροτούν μια παράλληλη γραφή. Μια γραφή που ανιχνεύεται σε οτιδήποτε σχεδιάζει-εξώφυλλα βιβλίων, δίσκων, περιοδικών, αφίσες, προγράμματα, ημερολόγια καλλιτεχνικές εκδόσεις-αλλά συμπληρώνει και τα κείμενα των βιβλίων του.
Την επιρροή που έχει στη γραφή και τις αναζητήσεις του Δ.Κ η γνωριμία με τον Εμπειρίκο και τον Ελύτη έχει και η συνάντηση με τον Μπόρχες και το έργο του. Τον συναντά μεταφράζοντας έργα του Αργεντινού μόνος του ή σε συνεργασία με άλλους, στο «Αφιέρωμα στον Χ.Λ. Μπόρχες» του περιοδικού «Χάρτης» (τεύχος 8, 1983) και στο «Όνειρο του Ορέστη», ένα κείμενο του Τσουάνγκ Τσου από τον Μπόρχες», εικονογραφημένη έκδοση για παιδιά που κυκλοφόρησε το 1991 από το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» εκδίδει το 1992 το «Μπεθ» [(όπως Μπόρχες ή το δεύτερο γράμμα της εβραϊκής αλφαβήτου όπου πρώτο το επίσης, μπορχεσικό αριστούργημα «Αλεφ»)] ένα βιβλίο που αποτελεί ταυτόχρονα μελέτη, ταξίδι, παιχνίδι στον χρόνο, στη λογοτεχνία, στο έργο και τη ζωή ενός πολύπλευρου ανθρώπου.
Με την εμπειρία του χρόνου που μεσολάβησε το 2007 η επανέκδοση των ποιημάτων αποτελεί τον ένα τόμο στη νέα τετράτομη σειρά που αντικαθιστά την από καιρό εξαντλημένη τρίτομη έκδοση του Μπόρχες.
Το 2004 τα ποιητικά του συνοψίζονται από τις εκδόσεις Νεφέλη στον ογκώδη τόμο Άτρακτος Ποιήματα 1966-2001 που στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε: «Όχι τόσο απανθίσματα επισφαλούς σοφίας, όσο αποστάγματα εκ σταφυλής παλαιών. Φράσεις διάσπαρτες στα περιθώρια τριάντα πέντε χρόνων στιχουργικής ανεπάρκειας, με κάποια χρονολογικά σήμαντρα εδώ κι εκεί. Λόγοι ανακατεργασμένοι και άλλοτε αυτοφυείς. Σοφίσματα, γραφίτες, διασκελισμοί, παρωδίες ρητορικών σχημάτων και υδροχαρή ψευδοθεωρήματα. Εν γένει υποθήκες προς ναυτιλλομένους του ανθοσπάρτου».
Με τον άριστο συντονισμό της κυρίας Ελένης Κωβαίου, φιλολόγου και την απαγγελία του Θωμά Καντιφέ που ανέδειξε με το χάρισμα που διαθέτει το μεγαλείο κάθε ποιητή από τους τιμώμενους, η εκδήλωση άφησε άριστες εντυπώσεις σε όσους την παρακολούθησαν.