Ανέκαθεν είχα μια ιδιαίτερη αδυναμία στους δασκάλους, ένα συναίσθημα που ανάπτυξα με τον υποκειμενισμό της εμπειρίας μου από τα μαθητικά μου χρόνια στο Ρέθυμνο. Δύο χρόνια με την κυρία Χαρά Ζαχαράκη, τέσσερα με τον αγαπημένο μου και πάντα αξέχαστο Μ. Σκούληκα, πλαισιωμένος από εξαιρετικούς ανθρώπους στο 3ο δημοτικό σχολείο, την κυρία Ηλέκτρα, τον κύριο Α. Βόλακα, τον κύριο Σ. Μπαγουράκη και τόσους άλλους υπέροχους ανθρώπους. Ίσως αυτή την αδυναμία και αγάπη μου για τους δασκάλους, μου την «ανταπέδωσε» η τύχη, αφού βρέθηκα μετά το γάμο μου σε μια οικογένεια που στο άμεσο περιβάλλον της υπήρχαν πέντε(!) δάσκαλοι.
Κοντά σ’ αυτούς τους ανθρώπους είχα την τύχη να γνωρίσω ακόμα ένα ζευγάρι δασκάλων που τιμούσαν κι εξακολουθούν να τιμούν τη Ρεθεμνιώτικη κοινωνία είτε άμεσα (οι ίδιοι) είτε έμμεσα (τα παιδιά τους). Αναφέρομαι στον Κωστή και τη Θεανώ Ταταράκη. Γνωστοί παλαιόθεν στην Ρεθεμνιώτικη κοινωνία για την πολύ-επίπεδη και πολυσχιδή δράση τους, αλλά κυρίως για το ήθος και τη συνέπειά τους σε αρχές που τείνουν να εκλείψουν ή σπανίζουν στις μέρες μας. Αυτές τις «αρχές» ο μεγάλος Κρητικός στην «Ασκητική» του τις ονομάζει «Χρέος» και γύρω απ’ το κάθε «χρέος» δομεί τη φιλοσοφική του σκέψη στο περίφημο έργο του. Το «χρέος» απέναντι στην πατρίδα, τη ράτσα, το αίμα, όχι ως εθνικιστική ή οικογενειακή έπαρση, αλλά σαν το λίπασμα και το κλάδεμα στο μεγαλειώδες «φυτό της ζωής» και της ελευθεροφροσύνης.
Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του αγαπημένου δασκάλου, Κωστή Ταταράκη, με τίτλο «Στιγμές που περνούν… σκιές που μένουν» και διαβάζοντάς το με περισσή συγκίνηση το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου ήταν η εκπλήρωση εκ μέρους του συγγραφέα του Καζαντζακικού «χρέους», απέναντι στη φύτρα απ’ όπου κι ο ίδιος προήλθε, απέναντι στον αιματο-λιπασμένο τόπο που γέννησε βλαστούς ηθικής και λευτεριάς, το Γερακάρι, απέναντι στους συνανθρώπους του που «έφυγαν» βιαστικά ή όχι από τη ζωή κι ο ίδιος ο συγγραφέας θεώρησε χρέος του να νεκρολογήσει, ακολουθώντας το πανάρχαιο έθιμο των «Επιταφίων».
Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τρία επίπεδα: αρχικά με τις «Ιστορικές αθιβολές» ταξιδεύει τον αναγνώστη σ’ ένα παρελθόν έμπλεο ανθρωπισμού, μνήμης απέναντι σε ανθρώπους που ο ηρωισμός τους δεν φτιασιδώνεται με λεκτικά σχήματα, αλλά με τη δράση και την περηφάνια τους. Κείμενα του συγγραφέα παντρεύουν το ελληνο-χριστιανικό πνεύμα, εκείνο ακριβώς που κράτησε όρθιο το βαλλόμενο Ελληνισμό σε χρονικές περιόδους ανυπέρβλητα δυσχερείς και δύσκολες. Ανεβαίνει σε κάθε κλαδί του οικογενειακού του δέντρου, ατενίζοντας απ’ όλες τις οπτικές του την υπέροχη θέα της οικογενειακής του ζωής, διατρανώνει με σθένος την τραγωδία του χωριού του τον Αύγουστο του ’44, που όμως καταξίωσε το Γερακάρι σ’ ένα Κρητικό Καύκασο, που το μαρτύριο του Προμηθέα είναι μηδαμινό μπροστά στην προσφορά του στην ανθρωπότητα με το δώρο της φωτιάς, ενώ με βαθύ και στην ουσία του χριστιανικό στοχασμό δίνει τα μηνύματα των κορυφαίων Χριστιανικών εορτών, Χριστουγέννων και Λαμπρής για τη θέωση του αδύναμου μεν, πλην ανυπότακτου ανθρώπου.
Στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου του, ο Κ. Ταταράκης αφήνει το ίχνος του πραγματικού δασκάλου που δεν εκπαιδεύει απλά, αλλά διαπαιδαγωγεί. Μέσα από την πολυετή παρουσία του στα σχολεία του νομού, αναφέρεται μέσω των διαλέξεων και των λόγων του σε ειδικότερα παιδαγωγικά θέματα (τον παιδικό φόβο, την ενθάρρυνση, θέματα οικογενειακής αγωγής), αλλά και δημοσιεύει πανηγυρικούς λόγους που εκφωνήθηκαν σε σχολικές εορτές και δίνουν το πνεύμα και το στίγμα του ήθους του συγγραφέα, αλλά κυρίως του πάθους του για το λειτούργημα που είχε αναλάβει, να διαπλάσει και να ριζώσει το ανθρωπιστικό πνεύμα στις ψυχές των μαθητριών και μαθητών του. Σε εποχές που απαξιώνεται ο αντίστοιχος ρόλος και λόγος των δασκάλων και περιορίζεται στη μεταλαμπάδευση ενός στείρου και ερμαφρόδιτου «τεχνοκρατισμού», η ανάγνωση των κειμένων αυτών αποκτά μια ιδιαίτερη -διδακτική κυρίως- αξία.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου υπάρχουν απανθισμένες νεκρολογίες, τις οποίες εκφώνησε ή δημοσίευσε ο συγγραφέας για ανθρώπους, που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο άφησαν έωλη την τοπική κοινωνία να αναρωτιέται για τον τρόπο που τα «κενά» αυτά θα καλυφθούν. Τα συγκεκριμένα κείμενα -παρά την επιφαινόμενη στερεοτυπία τους- είναι πάρα πολύ δύσκολα, αφού μια ζωή δεν καλύπτεται με μερικές δεκάδες λέξεις και μια ανθρώπινη απουσία δεν υποκαθίσταται από την παρουσία φθόγγων ή γραμμάτων που προσφέρουν την προσωρινή παραμυθία, αλλά γρήγορα ίσως ξεχαστούν σαν χρονόσκονη στο άπειρο. Κι όμως και σ’ αυτά τα «δύσκολα» κείμενα ο Κ. Ταταράκης δείχνει το ήθος, το συγγραφικό του ταλέντο, αλλά κυρίως τη συναισθηματική του χρηστότητα. Οι λέξεις και ο λόγος του γίνονται φορείς του επαίνου, όχι επιδείξεις του ρήτορα και απλές «κολακείες» των τιμώμενων προσώπων.
Με τις ευχές να είναι «καλοτάξιδο» το βιβλίο «Στιγμές που περνούν…, σκιές που μένουν…» εκφράζω την πεποίθηση πως το βιβλίο θα συγκινήσει απόλυτα τον αναγνώστη, θα δυναμώσει την ιστορική του μνήμη -απολύτως απαραίτητο στις μέρες μας- και θα ταξιδέψει σε «στιγμές που μένουν… και σκιές που οδηγούν» τους Ρεθεμνιώτες -και όχι μόνο- αναγνώστες του.
Υ.Γ. Στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου θα πρότρεπα την μικρή Θεανώ -δημιουργό των υπέροχων σκίτσων του βιβλίου- να σκιτσάρει τον παππού της με μια τεράστια αγκαλιά που μέσα της θα κλείνει, το Γερακάρι, την Κρήτη, την Ελλάδα!
(Το βιβλίο του Κωστή Ταταράκη διατίθεται από τα βιβλιοπωλεία Κλαψινάκη και Καρυστιανού που βρίσκονται στην πόλη του Ρεθύμνου και το βιβλιοπωλείο «Χάρτινος Κόσμος» που βρίσκεται στην περιοχή Περιβολίων).
* Ο Μιχάλης Τζανάκης είναι φιλόλογος-συγγραφέας