Από τα μέσα του Σεπτέμβρη 1944 φαινόταν και στο Ρέθυμνο ότι πλησιάζει η ώρα της λευτεριάς. Η γλυκιά αυτή προσδοκία έφερε πιο κοντά ακόμα και τις αντάρτικες ομάδες που τις χώριζε ο ιδεολογικός στόχος και όχι η επιθυμία για τη λευτεριά που ήταν κοινή για όλους.
Η ηγεσία και από τις δυο πλευρές σε τοπικό επίπεδο αξίζει την αιώνια αναφορά ευγνωμοσύνης και τιμής, γιατί η σύνεση εκείνων των ανθρώπων έσωσε την πόλη μας από τις συνέπειες του εμφύλιου σπαραγμού που γνώρισε η υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι δύο αντιστασιακές οργανώσεις του Ρεθύμνου δείχνοντας σπάνιο δείγμα πατριωτισμού και ομοψυχίας παραμέρισαν τις όποιες διαφορές τους χώριζαν, και βρέθηκαν ενωμένοι εκείνη την εξαιρετικά κρίσιμη ώρα.
Πολλές είναι οι αφηγήσεις και τα κείμενα ιστορικών που μας μεταφέρουν στη συγκλονιστική εκείνη περίοδο.
Από τις πιο αντιπροσωπευτικές ένα χρονογράφημα με υπογραφή Κ που δημοσιεύτηκε σε επετειακό φύλλο στην «Κρητική Επιθεώρηση» το 1947 και αναφέρει σχετικά:
Οι Γερμανοί φεύγουν
«Μέρες τώρα αρκετές πάνε, που στο Ρέθυμνο κυκλοφορεί η μεγάλη χαρά -κρυφά εννοείται- πως οι Γερμανοί φεύγουν από την Κρήτη.
Περνούμε το Σεπτέμβρη του 1944.
Σερμπέτι γλυκόσερτο είναι για όλους χριστιανούς η διάδοσις αυτή.
Μα πολλές φορές ειπώθηκε, και δεν αλήθεψε, η είδησις αυτή, και γι’ αυτό και τώρα διστάζουμε να την πιστέψουμε. Κι όμως από το Λασίθι φθάνει η είδησις, πως οι Γερμανοί εκεί άρχισαν να μαζεύονται, και να φεύγουν προς το Ηράκλειο.
Στον αμαξιτό δρόμο Ηράκλειο – Ρέθυμνο – Χανιά η συνηθισμένη κίνηση των Γερμανών δεν παρουσίαζε τίποτα το έκτακτο.
Σε λίγο, όμως, τα φορτηγά αυτοκίνητα των Γερμανών, πλήθιαναν, απάνω στο δρόμο αυτό.
Σωρός φορτηγά αυτοκίνητα φορτωμένα, με αποσκευές, υλικά διάφορα, πυρομαχικά, δέκα- είκοσι, στη σειρά, σκονισμένα, βαροφορτωμένα, περνούσαν από το Ρέθυμνο, κοντά στο μεσημέρι, με κατεύθυνση όλα, από το Ηράκλειο προς τα Χανιά. Όσο οι μέρες περνούσαν τόσο και η κίνηση αυτή γινόταν μεγαλύτερη.
Ύστερα άρχισαν, τα ίδια αυτά αυτοκίνητα, να γυρίζουν άδεια, αντίστροφα από τα Χανιά προς το Ηράκλειο.
Περνώντας από το Ρέθυμνο, εστάθμευον για μεσημέρι. Τώρα πέρα, για πέρα πιστέψαμε στην είδηση.
Πραγματικά οι Γερμανοί απεφάσισαν να αδειάσουν το Λασίθι, το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, να οχυρωθούν στα Χανιά, κι εκεί να παραδοθούν στον Αγγλικό στρατό, που θα ερχόταν ξεφεύγοντας έτσι το θυμό, και τη δίκια εκδίκηση του Κρητικού Λαού.
Με γοργό ρυθμό, τώρα οι Γερμανοί έρχονται από τη μεριά του Κάστρου, χωρίς καμιά διακοπή μέρα και νύχτα.
Τώρα, ύστερα από τις αποσκευές, τα τρόφιμα, τα πυρομαχικά, περνούν σειρές μεγάλες φορτηγά αυτοκίνητα, γεμάτα στρατό.
Τι θα πει πεζοπορία ο Γερμανικός στρατός δεν ξέρει, γιατί πάει πάντα με τα αυτοκίνητα.
Και ύστερα, αρχίζουν τα μηχανοκίνητα κανόνια, μικρά και μεγάλα.
Αντιαεροπορικά, απάνω σε σιδερένιες πλατιές επιφάνειες, συρνάμενα από δυνατά τρακτέρ, όμοια τέτοια μικρότερα. Ολόκληρες σειρές από πέντε και δέκα.
Βαρέα τοπομαχικά, άλλα επάκτια, με χονδρό σωλήνα μήκους πάνω από πέντε μέτρα, στηριγμένα απάνω σε βάση μακριά και πλατερά, με κιγκλίδωμα γύρω, με πέντε κι εξ ρόδες από κάθε μεριά, με τα πελώρια τρακτέρ τους, έδιδε καθένα τους την θέαν φρουρίου. Όλμοι μικροί και μεγάλοι Αντιαρματικά. Φλογοβόλα. Περνούν μέρες ολόκληρες.
Κι ακολουθούνε άρματα μάχης μικρά και μεγάλα, και τανκς μικρά και ημιβαρέα.
Φόβος Θεού να τους βλέπεις
Γεμίζει το Ρέθυμνο, ένα πρωί από μια τέτοια φάλαγγα, κι είναι φόβος Θεού, να την βλέπει κανείς. Κανόνια, με σωλήνα τεράστια, τανκς με κανόνια απάνω, άρματα μεγάλα, όλα καμουφλαρισμένα με τεράστιους κλάδους από ελιά, με τους πυροβολιτάς απάνω, με τα βλητοφόρα κοντά, με πεζικό μαζί, ήταν η πιο δυνατή φάλαγγα που πέρασε.
Κρατούσε από τη Βιό, έως τα Κασαπιά.
Μια παρεξήγηση, ένας πυροβολισμός, ένα σκότωμα ενός Γερμανού, το Ρέθεμνος, θα πήγαινε αδιάβαστο! Πότε πυρομαχικά, πότε στρατός, πότε μηχανοκίνητα με κανόνι, ασυρμάτους, τηλέφωνα, πότε υγειονομικά συνεργεία, συνέχεια περνούν και φεύγουν από το Λασίθι και το Ηράκλειο, οι Γερμανοί Μέρα και Νύχτα.
Τη μέρα σηκώνουν αι φάλαγγες σκόνες, τη νύχτα στον Πλατανιακό κάμπο, σειρές από τριάντα – σαράντα φώτα αυτοκινήτων το ’να πίσω από το άλλο, δείχνουν την σύμπτυξή τους προς τα Χανιά.
Στο Ρέθυμνο, πότε οι Γερμανοί πλήθαιναν πότε λιγόστευαν.
Ωστόσο, όσοι Γερμανοί κάθονταν σε σπίτια εξακολουθούσαν να μένουν.
Τον τελευταίο καιρό, είχαν λιγοστέψει γιατί όλα τα επίταχτα σπίτια τα είχαν αδειάσει. Όσα όμως κρατούσαν δεν άδειαζαν.
Σημείο, πως το Ρέθυμνο δεν άρχισε να εκκενούται από τους Γερμανούς.
Οι φάλαγγες, όμως, από το Ηράκλειο εξακολουθούσαν, πάνε όμως τώρα δυο – τρεις ημέρες που η κίνηση σχεδόν σταμάτησε.
Και είδηση πως άδειασε το Ηράκλειο δεν ήρθε.
Τι να συμβαίνει;
Άγνωστο. Η Αγγλική όμως αεροπορία εμφανίζεται και πυροβολεί, κάμποσα Γερμανικά αυτοκίνητα και μικροάρματα που βρε στο δρόμο βαδίζοντα.
Δυνατό σπηραύνι ήταν η επέμβαση αυτή, και αμέσως, αρχίζει η πύκνωση των φαλάγγων που περνούσαν.
Κι όσο κτυπούσε η αεροπορία, τόσο οι Γερμανοί τρέχαν γρηγορότερα.
Αρχίζει το άδειασμα του Ρεθύμνου
Αρχίζει τώρα φανερά και το άδειασμα του Ρεθύμνου.
Ο Γερμανός διοικητής, διατάσσει γενική αγγαρεία του άρρενος πληθυσμού της πόλεως, για να αδειάσει από τα πυρομαχικά τα πυροβολεία του Ευλιγιά.
Όλοι οι Ρεθεμνιώτες δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ φορτώνοντας οβίες και μπαρούτια σε αυτοκίνητα που τα μεταφέρουν στο Λιμάνι, τα φορτώνουν σε καΐκια και τα ρίχνουν στη θάλασσα.
Αν δεν πήγαιναν οι Ρεθεμνιώτες στην αγγαρεία ο Γερμανός είχε δηλώσει πως θα τα ανατίναζε, οπότε το Ρέθυμνο θα βούλιαζε. Αργότερα, ανετίναξαν τα τοπομαχικά κανόνια του Ευλιγιά, που λέγεται πως ήταν κανόνια από τα φρούρια του Βεδέν της Γαλλίας.
Η βρώμα η Γκεστάμπο, μαζεύτηκε από τους πρώτους, και άφησε την φέλντ – ζανταρμερί (στρατιωτική αστυνομία) στο ποδάρι της.
Η διοίκηση, των πυροβολείων Ρεθύμνης, τα Γραφεία Συντάγματος, το Φρουραρχείο, η υγειονομική υπηρεσία, το Νοσοκομείο, ένα- ένα μαζεύονταν.
Σύγχρονα, το ανατολικό Ρέθυμνο, αεροδρόμιο Πηγής, Άδελε, οχυρώσεις Σταυρωμένου, άδειαζαν ανατινασσομένων των οχυρωμάτων.
Το Αμάρι, ο Αι-Βασίλης, ένα – ένα εγλύτωσε.
Στο φεύγα τους οι Γερμανοί ανετίναξαν τις κυριώτερες γέφυρες.
12 Οκτωβρίου. Οι Γερμανοί άδειασαν το Λασίθι ολόκληρο-ολόκληρο το Ηράκλειο. Το Ανατολικό Ρέθυμνο – το Αμάρι- τον Αι-Βασίλη.
Βαστιούνται τώρα στην πόλη μέσα του Ρεθύμνου, και στο Δυτικό Ρέθυμνο.
Οι Κρητικοί αντάρτες είναι κατεβασμένοι, στον Εύλιγια, στα τρία μοναστήρια!
Εκατό μέτρα τους χωρίζουν, από τους Γερμανούς. Το κεφάλι των Ρεθεμνιώτων είναι κάτω από την λαιμητόμο.
Ένα βιάσιμο των ανταρτών και η λαιμητόμος θα μας κόψει.
Επιτέλους ξαστεριά
13 Οκτωβρίου. Ώρα 9 το πρωί. Μπροστά στο Καμαράκι, αυτοκίνητα, φορτηγά, μικρά πολυτελείας είναι μαζεμένα.
Αξιωματικοί με τας αποσκευάς τους. Στρατιώται. Από τις συνοικίες οι Γερμανοί Αξιωματικοί φεύγουν, και αποχαιρετούν το πληθυσμό, που τους κοιτάζει από τα σπίτια και τα μαγαζιά φοβισμένοι.
Γεμίζουν τ’ αυτοκίνητα στρατό. Γεμίζουν και τα μικρά, από Αξιωματικούς – από τη Σωχώρα φεύγουν τα Ιταλικά άρματα με τους μαυροκούκουλους.
Ένας Γερμανός στρατιώτης ξεκρεμά την ταμπέλα της Στρατιωτικής Διοικήσεως.
Η Γερμανική Σημαία δεν υψώθηκε σήμερα.
Και τώρα;
Οι Γερμανοί φεύγουν από το Ρέθυμνο.
Η Φάλαξ ξεκινά από τα Χανιά.
Ένα μικρό άρμα, σκεπασμένο με τη Γερμανική σημαία, δεν ξεκίνησε ακόμα.
Είναι το ορόσημο μεταξύ ελευθερίας και Γερμανοκρατούμενης ζώνης.
Μα να, άμα η φάλαξ φτάνει στους 4 Μάρτυρες ξεκινά κι αυτό.
Κάθε γύρισμα της ρόδας τους, λευτερώνει κι ένα μέτρο από τη γη του Ρεθύμνου. Η φάλαξ προχωρεί κι ακολουθεί το ορόσημο.
Ακόμη λίγο και το ορόσημο άρμα φτάνει, τώρα, στου Μπουχούρι, έξω από το Νεκροταφείο.
Μια ζητωκραυγή, ένα Χριστός Ανέστη, ένα ξεχύλισμα των δρόμων του Ρεθύμνου, από τους σκλάβους, του Εθνικοσοσιαλισμού, μια καμπανοκρουσία, θεία, αλησμόνητη, όνειρο αριστούργημα, σκεπάζει το Ρέθεμνος.
Τα μπαλκόνια, τα παράθυρα, τα μαγαζιά, γεμίζουν με τη κρυμμένη στο μπάτο της κασέλας, ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΟ, τα ζαρωμένα πρόσωπα γελούν. Χριστός Ανέστη, αντηχεί παντού.
Οι Γερμανοί έφυγαν.
Και το Ρέθεμνος συνεπέρνιεται από πυροβολισμούς.
Ανάσταση πραγματική!
Έτυχαν μερικοί στο Μπουχούρι, κι είδαν τους τελευταίους Γερμανούς, να γυρίζουν προς το Ρέθυμνο, ακούοντας τις ζητωκραυγιές και τις καμπάνες τους πυροβολισμού.
Ήσαν -λέει- χλωμοί, και μαραμένοι. Ήσαν οι ηττημένοι!
Ύστερα από μισή ώρα ακούστηκε μια δυνατή ανατίναξη.
Ήταν ο θάνατος της Ατσιπουλιανής καμάρας, πολεμικής κι αυτής ηρωίδος.
Οι Γερμανοί έφυγαν και από το Ρέθυμνο!
Οι αναμνήσεις ενός παιδιού
Και μια ακόμα αντιπροσωπευτική εικόνα από τον 7χρονο τότε Αντώνη Πλυμάκη εκλεκτό συγγραφέα, φωτογράφο και επίτιμο πρόεδρο του Ορειβατικού Συλλόγου Χανίων. Έχει κάποιες διαφορές από την προηγούμενη μαρτυρία κι εκεί ακριβώς βρίσκεται το ενδιαφέρον της.
Αναφέρει σχετικά:
«Οι Γερμανοί είχαν τόσο βαρύ πολεμικό υλικό συγκεντρώσει που θυμάμαι να λένε οι μεγάλοι τότε ότι θα μπορούσαν να αντιστέκονται για έναν και πλέον χρόνο στους συμμάχους που θα επιχειρούσαν εκδίωξή τους και ακόμη πως είχαν παγιδέψει την αγορά των Χανίων, και πολλά άλλα καίρια σημεία στην πόλη, για να τα ανατινάξουν σε περίπτωση ανάγκης.
Μικρό παιδί, ξενύχτησα πολλά βράδια στο παράθυρο του σπιτιού μας, που βρισκόταν στην λεωφόρο Κουντουριώτου, για να χαζεύω τα φοβερά πυροβόλα, τα τεθωρακισμένα και τις φάλαγγες που περνούσαν όλη νύχτα με κατεύθυνση τα Χανιά και που όταν έφθανε η ημέρα σταματούσαν καλυπτόμενα από κλαδιά και δίχτυα παραλλαγής. Για να αποφύγουν μάλιστα οι Γερμανοί ενέδρες και επιθέσεις ανταρτών στην πορεία τους, ιδίως στις τελευταίες φάλαγγες, έπαιρναν κορίτσια του Ρεθέμνους, τα οποία τοποθετούσαν σε εμφανή σημεία των οχημάτων της φάλαγγας και το βράδυ επέτρεπαν να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Μερικές ημέρες πριν φύγουν καλούσαν συνεχώς, κυρίως δια στόματος του ντελάλη του Νικολέλη που γύριζε όλη την πόλη, να πάνε οι άντρες να βοηθήσουν να φορτωθούν τα πυρομαχικά από τα πυροβολεία του Ευλιγιά και όπου αλλού, για να τα ρίξουν στη θάλασσα αλλιώς θα τα ανατίναζαν εκεί και θα γινόταν μεγάλη ζημιά στην πόλη. Δεν νομίζω να πήγε κανείς αλλά όλοι σχεδόν οι άνθρωποι του Ρεθέμνους, με ό,τι μπορούσαν να κρατούν μαζί, οδοιπορούσαν σε μια ατελείωτη φάλαγγα προς τον Κουμπέ, Ατσιπόπουλο ή και ανατολικά, για να γλιτώσουν.
Ρίφθηκαν μερικά στη θάλασσα αλλά υπήρξε και ανατίναξη. Θυμάμαι που η πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη είχε γεμίσει πέτρες και κομμάτια μετάλλου.
Πριν αναχωρήσουν οι κατακτητές τοποθέτησαν δύο ψαροκάικα (τράτες) το ένα πίσω από το άλλο στην είσοδο του λιμανιού, δίπλα στον φάρο και τα ανατίναξαν. Παράλογη βέβαια ενέργεια γιατί τι είδους πολεμικό πλοίο των συμμάχων να χωρούσε σε αυτό.
Αξέχαστο θα μου μείνει, το θέαμα με το τελευταίο όχημα που άφησε το Ρέθεμνος με τον γνωστό αιμοβόρο Γερμανό Γκεσταπίτη «Γιαννάκη» σκυθρωπό και πεσμένο επάνω στο οπλοπολυβόλο του.
Ήταν η 13η Οκτωβρίου του 1944. Οι Γερμανοί κατευθυνόμενοι προς τα Χανιά ανατίναζαν, μετά το πέρασμά τους, όλες τις γέφυρες του κεντρικού δρόμου. Έτσι μόλις ακούστηκε η έκρηξη από την ανατίναξη της Ατσιποπουλιανής γέφυρας, ένα μόνο χιλιόμετρο από το κέντρου του Ρεθέμνους, άρχισαν να χτυπάνε όλες μαζί οι καμπάνες των Ρεθεμνιώτικων εκκλησιών, ενώ ο λαός του Ρεθέμνους ξεχύθηκε στους δρόμους σαν τρελός πανηγυρίζοντας, κλαίγοντας, τραγουδώντας. Μέσα δε σε λίγη ώρα το Ρέθεμνος είχε πλημμυρίσει από χιλιάδες γενειοφόρους, συνήθως αντάρτες όλων των παρατάξεων που πυροβολούσαν πανηγυρικά στον αέρα με κάθε είδους φορητό όπλο. Αυτό συνεχιζόταν για μέρες, έτσι που όταν βάδιζες στους δρόμους του Ρεθέμνους πατούσες σ’ ένα παχύ στρώμα από κάθε είδους κάλυκες φυσιγγίων.
Λίγες μέρες μετά, στον θαλασσινό ορίζοντα προς το Ηράκλειο, φάνηκε ένα πολεμικό πλοίο που τελικά ήταν Βρετανικό. Χιλιάδες Ρεθεμνιώτες κατάκλυσαν την παραλία και τον Φάρο του Ρεθέμνους για να το δουν και να το υποδεχτούν. Όταν όμως πλησίασε στην πόλη άρχισαν να υψώνονται τριγύρω του τεράστιοι πίδακες νερού που τους προκαλούσαν οι οβίδες που έριχναν τα βαρέα Γερμανικά επάκτια πυροβόλα του Δραπάνου. Το πολεμικό αφήνοντας πυκνό προπέτασμα καπνού τράπηκε σε φυγή προς το Ηράκλειο, ενώ το συνόδευαν μέχρι τέλους οι τεράστιες οβίδες, που κατά κοινή ομολογία δεν είχαν σκοπό τη βύθισή του. Τα φοβερά αυτά πυροβόλα των Ναζί λεγόταν ότι αν αυτοί ήθελαν μπορούσαν να ισοπεδώσουν την περιοχή μέχρι πολύ πέρα από το Ρέθεμνος.
Μετά από λίγες ημέρες, την 28η Οκτωβρίου, στον πρώτο εορτασμό της μετά την κατοχή, είχαμε πάλι παρελάσεις ανταρτών, στρατιωτών κ.λπ. και ρίφθηκαν προκηρύξεις, που φυλάσσω στο αρχείο μου, από τον ΕΛΑΣ που παροτρύνει σε γενικό ξεσηκωμό για να ελευθερωθούν τα σκλαβωμένα Χανιά!
Τώρα αν αυτό μπορούσε να πραγματοποιηθεί με πεντέ-έξι πολυβόλα και κάμποσους αντάρτες απέναντι στα 600 πυροβόλα και την ασύγκριτη δύναμη προς των 15.000 Γερμανών αυτό είναι άλλο θέμα. Όλων των αποχρώσεων οι αντάρτες μπήκαν στα Χανιά μετά την παράδοση των Γερμανών.
Ακόμα στη θύμησή μου έρχεται το τραγικό θέαμα που αντικρίζαμε συχνά τα πρωινά από το άλλο παραλιακό σπίτι μας, όταν λίγα ή πάμπολλα τουμπανιασμένα κορμιά πνιγμένων Ιταλών, Βρετανών ή Γερμανών που είχαν πληγεί τα πλοία τους, επέπλεαν στη θάλασσα για να εκβρασθούν λίγο αργότερα από το κύμα στη Ρεθεμνιώτικη αμμουδιά ή την παραλιακή λεωφόρο. Όμως και στην αστεία περίπτωση ενός πρωινού που ξυπνήσαν από τα κροταλίσματα των πολυβόλων και αντικρίσαμε την παραλία γεμάτη καπνούς και λάμψεις, ενώ μεγάλες σχεδίες αποβίβαζαν άνδρες με κόκκινα καπέλα.
Κρυφτήκαμε όλοι καλά μην τυχόν μας βρει καμιά αδέσποτη σφαίρα και όταν ησύχασε ο θόρυβος των μαχών χτύπησε η πόρτα μας και ο πατέρας μου συμπέρανε ότι είχε γίνει επιτυχής… συμμαχική απόβαση και κάποιος… σύμμαχος κτυπούσε. Αυτός όμως ήταν κάποιος γνωστός που διαμένοντας μακριά από την παραλία δεν είχε ιδέα για την… απόβαση. Τελικά επρόκειτο για Γερμανική άσκηση απόκρουσης απόβασης και… σύμμαχοι ήταν πάλι Γερμανοί που είχαν βάλει ανάποδα τα καπέλα τους παριστάνοντας την εικονική αποβατική δύναμη.
Επιτέλους το Ρέθυμνο ήταν ελεύθερο. Ένα καινούργιο κεφάλαιο ξεκινούσε, μια δύσκολη περίοδος για όλους όμως ήταν πια ελεύθεροι. Κι αυτό μετρούσε περισσότερο.