Toυ ΕΥΤΥΧΙΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗ*
Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή και δόξα, ότι η κεντρική οργάνωση εθνικής αντίστασης Κρήτης και ο οπλαρχηγός Μπαντουβάς επέλεξαν τον Αϊ-Γιάννη για την απόκρυψη των πλέον καταζητούμενων από τους Γερμανούς στην Κρήτη, της γυναίκας και του γιου του. Αυτό δείχνει πόση εμπιστοσύνη είχαν στα στελέχη της αντίστασης του χωριού και στους κατοίκους του γενικότερα.
Η διαβίβαση της πρότασης έγινε στο Μανώλη Παπαδογιάννη (παππού της αντίστασης όπως ήταν το παρατσούκλι του, γιατί ήταν από τους μεγαλύτερους σε ηλικία), σημαντικό στέλεχος της αντίστασης στην Κρήτη και μετέπειτα βουλευτής και υπουργός. Το αναφέρει εμπιστευτικά στον Καλογεροστελιανό (Κατσαντωνιά), οργανωμένο στην αντίσταση, πρόεδρο του χωριού, όπως και την επιθυμία του η απόκρυψη τους να γίνει στην κάτω ρούγα των Καλογερήδων, αν και δεν είχε συγγένεια μαζί τους και συγκεκριμένα στο σπίτι του Καλογεροσταύρου. Ο Καλογεροστελιανός διαφωνεί και αντιπροτείνει η απόκρυψη να γίνει στα καβροκέλια (δαιδαλώδη χαμόσπιτα στο κέντρο του χωριού) τα οποία ήταν και δίπλα στο σπίτι του Παπαδογιάννη και θα μπορούσε να επιβλέπει την όλη επιχείρηση. Ο Παπαδογιάννης δεν συμφωνεί γιατί τα καβροκέλια ήταν στο κέντρο του χωριού και θα μπορούσε να γίνει ευκολότερα αντιληπτή η παρουσία τους, δεν εξασφαλιζόταν αξιοπρεπή διαβίωση και συμφωνούν στην πρόταση του Παπαδογιάννη. Ο Καλογεροστελιανός κάνει την προσέγγιση και την πρόταση στον μπάρμπα του τον Καλογεροσταύρο, ο οποίος δεν αρνείται και ο Παπαδογιάννης κλείνει τον ερχομό τους.
Ο Καλογεροσταύρος γεννημένος το 1885, ήταν ο πέμπτος γιος του πρωτονοικοκύρη της επαρχίας Καλογερογιάννη. Οι δύο πρώτοι αδελφοί του (Μανόλης και Κώστας), είχαν πεθάνει στη φυλακή, ο πρώτος προδομένος από τον ίδιο το Σάντουλο (νονό) του, επειδή σκότωσε ένα τουρκοκρητικό μπουρμά (εξωμότη, αλλαξοπιστημένο). Ήταν μεγαλωμένος με τους θρύλους των κατορθωμάτων του αδελφού του παππού του, Καπετάν Μητροφάνη Καλογεράκη, Αρχηγού κατά τις αναφορές του Ανδρεδάκη Γεωργίου στην επανάσταση του 1821 και μετά, για τον οποίο διηγούταν και πρωτότυπα στοιχεία.
Το αρχοντόσπιτό του ήταν κτισμένο από το πατέρα του το 1865, στην κάτω άκρη του χωριού, κατάλληλο για την απόκρυψη. Γύρο του ήταν τα σπίτια του Ζωϊδαντώνη και του Καλογεροστελιανού που θα παρακολουθούσαν την επιχείρηση και θα επέμβαιναν σε περίπτωση εμπλοκής και μαζί με τον Παπαδογιάννη και τον Καλογεροσταύρο ήταν οι μόνοι στην πρώτη φάση, που γνώριζαν την όλη δράση και την πραγματική ταυτότητα των φιλοξενουμένων, που δεν είχε αποκαλυφθεί για λόγους ασφαλείας ούτε στα νεαρά μέλη της οικογένειας.
Γίνεται με κάθε μυστικότητα η εγκατάσταση. Ο Οπλαρχηγός Μπαντουβάς, από τα λημέρια του στον Ψηλορείτη ερχόταν νύκτα μία φορά την εβδομάδα και τους έβλεπε, και νύκτα έφευγε. Τον έφερνε ο Ζωϊδαντώνης που γνώριζε τα κατατόπια και μερικές φορές ο Παραδεισανός ο Κωστής από το Φουρφουρά, μπαίνοντας από το παράθυρο του αχυρώνα. Οι δύο κρυβόμενοι δεν έβγαιναν καθόλου την ημέρα ούτε στην αυλή. Όταν ερχόταν επισκέπτες καθόταν ακίνητοι στον οντά ή έμπαιναν στην αποθήκη ή τον αχυρώνα.
Στην πορεία του χρόνου το μυστικό διέρρευσε στο χωριό και στους Γερμανούς και τα πράγματα γινόταν επικίνδυνα. Φήμες ότι θα κάψουν το χωριό ερχόταν κατά κύματα και ανάγκαζαν οικογένειες να μένουν κατά καιρούς στα χωράφια και άλλους από φόβο να γίνονται επικίνδυνοι. Κίνδυνοι από τους Γερμανούς, κίνδυνοι και από τους δικούς μας. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα και οι αγωνιστές στο μέσο να πρέπει να ισορροπούν στο χείλος της αβύσσου.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο Παπαδογιάννης ζητά από τον Καλογεροστελιανό να οργανώσει τη διαφυγή τους προς την Ορνέ και τη Μονή Πρέβελη με τη φοράδα του, για να φυγαδευτούν στη Μέση ανατολή. Διαφωνούν και πάλι, ότι δεν πρέπει να φύγει με επισημότητες με τη λευκή φοράδα του με τα πλουμιστά σελοσκαλοχάλινά της, τον τοξοτό λαιμό και την πλούσια χαίτη, γιατί διακρίνεται από μακριά, γίνεται στόχος, την γνωρίζουν όλοι και οι Γερμανοί, που ως Πρόεδρος του χωριού την είχαν δει πολλές φορές και σε περίπτωση εμπλοκής καθ’ οδόν, θα επιβεβαιωνόταν η υποψία τους ότι ήταν στον Αϊ-Γιάννη και θα τον έκαιγαν. Έπρεπε να φύγει με γαϊδούρι που δεν αναγνωρίζεται και καταλήγουν σ’ αυτό. Μετά χαράς το δίνει η γεροντοκόρη Κορωνάκη Μαρία του Αγγελή, σε αντίθεση με άλλους που δεν έδιναν καμία βοήθεια.
Έτσι φεύγουν προς την Ορνέ με μικρή συνοδεία ανταρτών υπό το Σαλούστρο. Δεν μπόρεσαν όμως να διαφύγουν στο Κάιρο και αργότερα επιστρέφουν πάλι στον Αϊ-Γιάννη, αυτή τη φορά στο σπίτι του Ζωϊδαντώνη για αρκετό καιρό, χωρίς ευτυχώς να συμβεί κανένα κακό.
Ας έχουν όλοι αυτοί οι αγωνιστές, την παντοτινή ευγνωμοσύνη μας για τους κινδύνους που πέρασαν για τη λευτεριά.
* Ο Ευτύχιος Καλογεράκης είναι διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών