Γ’
Αρχές Ιουνίου του 1963 το τάγμα μας πήρε διαταγή να μετακινηθεί από τα Γρεβενά στα ορεινά της Φλώρινας, για να λάβει μέρος σε μια ευρύτερη άσκηση. Ήταν μια έκταση από λόφους και βουνά με απέραντα δάση, ώσπου έφτανε το μάτι. Στρατοπεδεύσαμε σ’ ένα υψίπεδο, που φαίνεται να είχε διαμορφωθεί από παλιότερα γι’ αυτό τον σκοπό, ηλιοβασιλέματα.
Την επόμενη το πρωί η διμοιρία μου έκαμε μια αναγνωριστική πορεία αρκετά χιλιόμετρα σ’ ένα υποτυπώδη δασικό χωματόδρομο. Σ’ ένα σημείο, πάνω στην ξερή λάσπη, είδα πατημασιές μακρόστενες, περίπου όσο ήταν το άρβυλό μου, και κατάλαβα ότι ήταν από αρκούδα. Κανείς από τους στρατιώτες μου δεν τις πρόσεξε και προς στιγμήν σκέφθηκα να αποσιωπήσω το εύρημα, όμως σκέφτηκα ότι ήσαν όλοι νησιώτες και είχαν πλήρη άγνοια από αρκούδες. Αν εμφανιζόταν καμιά, θα μπορούσε να δημιουργηθεί πανικός και να συμβεί κανένα ατύχημα. Χρειαζόταν ένα σχέδιο, που να αποτρέπει την ατομική πρωτοβουλία και τον πανικό.
Τους συγκέντρωσα λοιπόν, τους εξήγησα τι είναι το ίχνος και τους έδωσα εντολή να μην απομακρύνονται μεμονωμένοι και αν συναντήσομε καμιά αρκούδα, να βάλουν αμέσως τις ξιφολόγχες στα όπλα και να συσπειρωθούμε σ’ ένα σφιχτό κύκλο, που τον ονόμασα «Σκαντζόχοιρο».
– Αν τολμήσει να πλησιάσει κοντά, δεν θα καλοπεράσει. Θα τη σουβλίσομε όλοι μαζί, τους είπα ενθαρρυντικά.
Το ίδιο απόγευμα πήρα διαταγή να πάμε με τους άνδρες μου και να οργανώσομε αμυντικά ένα λόφο σημειωμένο στον χάρτη. Περπατήσαμε εντατικά στον χωματόδρομο πάνω από δυο ώρες και μετά κόψαμε δεξιά στο δάσος, κατεβήκαμε μια ρεματιά και διασχίσαμε μια πλαγιά. Μου έκαμε εντύπωση που οι βελανιδιές είχαν όλες το ίδιο περίπου μέγεθος και σκέφθηκα ότι πριν από πολλές δεκαετίες η περιοχή θα είχε αποψιλωθεί από πυρκαϊά. Ήταν πάντως απίστευτα ζωντανή, μέσα στην υγρασία και το παχύ στρώμα φύλλων υπήρχαν πάρα πολλοί βάτραχοι, φίδια, χελώνες, έντομα, ένας υγιής βιότοπος.
Βραδάκι φτάσαμε στον καθορισμένο λόφο. Η κορυφή του ήταν ένα ξέφωτο περίπου όσο ένα γήπεδο και στη μέση βρισκόταν μια μάντρα οχυρωμένη με αγκαθωτά κλαδιά. Στην άκρη της βρισκόταν μια καλύβα. Μόλις παρουσιαστήκαμε, μια αγέλη βοσκόσκυλων όρμησαν εναντίον μας γαυγίζοντας, αλλά ακούστηκε μια φωνή:
– Μη φοβάστε, γνωρίζουν το στρατό. Πράγματι σταμάτησαν σε απόσταση.
Κάναμε τον γύρο του λόφου. Υπήρχαν τέσσερα σκεπαστά πολυβολεία και περιφερειακό χαράκωμα. Άφησα από δύο σκοπούς στα πολυβολεία, γιατί δεν μου άρεσε η σκέψη ενός μοναχικού σκοπού λίγα μέτρα από το αδιαπέραστο δάσος. Μάλιστα το δεύτερο πολυβολείο το είχαν καταλάβει δύο τσακάλια, που εξαφανίστηκαν στο δάσος μόλις πλησιάσαμε, και συνέστησα στους σκοπούς να μείνουν απέξω, γιατί μέσα θα ήσαν εκατομμύρια ψύλλοι, ήξερα από τις αρκαλές στο χωριό μου. Οι υπόλοιποι κατασκηνώσαμε σ’ ένα ήπιο πρανές με αρουπάκους, έξω από το ξέφωτο, λίγο ψηλότερα από ένα μονοπάτι.
Εδώ μας περίμενε δυσάρεστη έκπληξη. Μόλις έσβησε και η τελευταία αντιλαψίδα του ήλιου και άρχισε να σκοτεινιάζει, ακούστηκε κάτω στη ρεματιά ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό. Δεν το είχα ξανακούσει, αλλά κατάλαβα αμέσως ότι ήταν λύκος. Πριν να τελειώσει καλά καλά, ακούστηκα ένα άλλο βορειότερα, κι άλλο κι άλλο. Από τη θέση και την έντασή τους υπολόγισα ότι θα ήταν τουλάχιστον έξι λύκοι. Αμέσως πήρα ένα στρατιώτη μαζί μου και με τις ξιφολόγχες στα όπλα κάναμε τον γύρο του λόφου και μάζεψα τους σκοπούς. Αγνόησα τις διαταγές που αγνοούσαν τους λύκους. Είπα στους άνδρες μου ότι θα φυλάξομε διπλοσκοπιές δίωρες και ότι θα είμαι κι εγώ με τους σκοπούς όλη τη νύχτα.
– Έχω το πιστόλι μου, αν εμφανιστεί κανένα άγριο ζώο, θα το πυροβολήσω κι εσείς, αν ακούσετε πυροβολισμό, θα πεταχτείτε έξω και θα σχηματίσομε τον «Σκαντζόχοιρο» που είπαμε. Προσοχή, όταν βγαίνετε από το αντίσκηνο, να κρατείτε το όπλο όχι από το κοντάκι, αλλά από την κάννη από τη λαβή της ξιφολόγχης, για να μην αλληλοχτυπηθείτε. Τώρα κοιμηθείτε ήσυχοι.
Δεν τους είπα ότι στο πιστόλι μου είχα δυο σφαίρες όλες κι όλες.
Σε λίγο ακούστηκαν από τη μάντρα άγρια γαυγίσματα και δυνατές φωνές των βοσκών, ένας εκκωφαντικός ορυμαγδός που κράτησε τέσσερα – πέντε λεπτά. Μετά ησυχία και ουρλιαχτά των λύκων. Σε λίγη ώρα πάλι το ίδιο. Έτσι, με εναλλαγή υλακών, ουρλιαχτών και κραυγών των βοσκών πέρασε η νύχτα.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ενώ κουβεντιάζαμε χαμηλόφωνα με τους σκοπούς, ακούσαμε βήματα στο μονοπάτι: «Τρελάθηκαν στο τάγμα» σκέφτηκα, «στέλνουν αγγελιοφόρο τέτοια ώρα σε τέτοιο τόπο;».
– Ἄλτ, τίς εἶ; φώναξε ο σκοπός. Δεν ήταν άνθρωπος, ήταν λύκος και με τη φωνή του σκοπού πέρασε στο μονοπάτι τρέχοντας σαν το άνεμο. Μόλις που τον είδαμε στην αστροφεγγιά.
Όταν ξημέρωσε και βγήκε ο ήλιος ένα κονταρόξυλο, πήγα στη μάντρα. Ήσαν τρεις βοσκοί.
– Γιατί δεν μας φωνάξατε να σας βοηθήσομε, αφού ξέρατε ότι ήμαστε δίπλα; ρώτησα.
– Γιατί δεν χρειάστηκε, αυτό γίνεται κάθε βράδυ, απάντησαν.
– Δηλαδή τι γίνεται;
– Να, παρουσιάζεται ένας λύκος από τη μια μεριά και τα σκυλιά τρέχουν να τον διώξουν κι εμείς τρέχουμε και φωνάζουμε στα σκυλιά να τα τραβήξουμε από την άλλη μεριά, γιατί από εκεί ορμούν οι πολλοί λύκοι. Προ καιρού που είχε ομίχλη μας έκοψαν ένα κατσίκι. Αυτό γίνεται κάθε βράδυ.
– Κι αφού τους βλέπετε, γιατί δεν παίρνετε ένα τουφέκι να τους σκοτώσετε;
– Γιατί απαγορεύεται με τον νόμο.
– Πολύ να ήθελα να περάσει μαζί σας εδώ μια νύχτα αυτός που έφτειαξε τον νόμο, εσχολίασα.
Παράλληλα παρατηρούσα τον «εξοπλισμό» των σκύλων. Οι περισσότεροι, μεγάλοι ποιμενικοί, φορούσαν ένα είδος δερμάτινου θώρακα: ένα φαρδύ Περιλαίμιο, που δενόταν στον τράχηλο του ζώου με δυο πόρπες, όπως τα ντοκ στα στρατιωτικά άρβυλα της εποχής εκείνης. Το Περιλαίμιο συνεχιζόταν στον θώρακα του σκύλου και δενόταν με ένα γερό λουρί με πόρπη στην ωμοπλάτη του. Σε όλη την έκτασή του προβαλλόταν οξύτατα καρφιά, τέσσερα με πέντε εκατοστά στο Περιλαίμιο και διπλάσια στον Θώρακα. Όπως μου εξήγησαν, στο Περιλαίμιο προστάτευαν τον λαιμό από τις δαγκωματιές των λύκων, ήταν αμυντικά, ενώ τα μακρύτερα του θώρακα ήταν επιθετικά, γιατί τα σκυλιά έπεφταν επάνω στους λύκους με το στήθος μπροστά. Όλο το σύστημα το συγκροτούσαν δύο σκληρά δέρματα σφιχτοραμμένα και τα εξωτερικά καρφιά πατούσαν στο εσωτερικό σολόδερμα.
– Πέρυσι, ένα βραδάκι βγάλαμε το πετσί από τον καλύτερο σκύλο μας να ακονίσομε τα καρφιά, αλλά οι λύκοι ήρθαν νωρίς, ο σκύλος όρμησε γυμνός να τους διώξει και οι λύκοι τον έπνιξαν και τον έφαγαν.
Ανάμεσα σε μένα και τους βοσκούς βρισκόταν ένα καζάνι γάλα, μόλις είχαν αρμέξει τις αίγες.
– Πόσο θέλετε γι’ αυτό το γάλα; ρώτησα
Μου είπαν ένα ποσόν, που τους πλήρωσα. Πήρα κι ένα αλουμινένιο μαστραπά, που βρισκόταν εκεί πάνω σ’ ένα κουτσούρι, και τους παρακάλεσα να το πάμε στην κατασκήνωσή μας.
Οι στρατιώτες μου πολύ το χάρηκαν. Ο λοχίας γέμιζε τις καραβάνες με τον μαστραπά και το ρουφήξαμε άβραστο και ξεροσφύρι, αλλά μας φάνηκε αμβροσία, καθώς είμαστε νηστικοί από το προηγούμενο μεσημέρι. Καταναλώσαμε τα δύο τρίτα και το υπόλοιπο το πήραν οι βοσκοί με τα σκεύη τους.
Τώρα έπρεπε να οργανωθούμε αμυντικά, μην βρω και κανένα μπελά σε περίπτωση εφόδου, όμως εκείνη την ώρα ήρθε σήμα με τον ασύρματο να επιστρέψομε στο τάγμα. Ξεκινήσαμε, εγώ μπροστά με τη χαχαλόβεργά μου και η διμοιρία πίσω μου εις φάλαγγα κατ’ άνδρα.
Στο τάγμα μάθαμε ότι ο εφοδιασμός το προηγούμενο βράδυ μας έψαχνε σε λάθος λόφο, μέχρι που άκουσε τους λύκους, φοβήθηκε και γύρισε στο στρατόπεδο. Καλά που δεν μας έψαχνε σε κανένα γειτονικό κράτος.
Ένας ζωογόνος ύπνος πάνω σ’ ένα παχύ στρώμα από θάμνους και μια κουβέρτα στην ευεργετική σκιά του αντίσκηνου ήταν ότι μου χρειαζόταν εν όψει της επόμενης άσκησης.
Άχ αυτά τα νιάτα, μακρινή ανάμνηση τώρα.