Κοιμούμαι και ονειρεύομαι / τα όσα έχω ζήσει
της Κατοχής τα βιώματα, / άνθρωπος να μην γνωρίσει.
Η κυρία Κυριακούλα που γεννήθηκε το 1926 σε γνωστό χωριό της περιοχής μας από Μικρασιάτες γονείς και κατοικεί σήμερα στην Καλλιθέα μόνη της έχοντας παραδίπλα τον γιο και τη νύφη της μόνοι τους και αυτοί, αφού έχουν παντρέψει τα παιδιά τους.
Στο χωριό όλοι την αγαπούσανε γιατί ήτανε παράδειγμα νοικοκυράς και συζύγου. Ο άνδρας της έχει φύγει από τη ζωή πριν αρκετά χρόνια. Όμως δεν το έβαλε κάτω να προσέχει την περιουσία τους μαζί με τα παιδιά της και όταν κοπήκανε τα ζάλα της κατοίκησε κοντά στο ένα, για να έχει την παρέα τους και να την προσέχει τώρα που έχει ανάγκη και για να μην πέσει σε ξένα χέρια. Πότε – πότε την παίρνει με δυσκολία με το αυτοκίνητό του και την πηγαίνει στο χωριό να δει το σπίτι που μεγάλωσε και δημιούργησε την οικογένειά της. Γυρίζει με δάκρυα στα μάτια γιατί θυμάται τα όσα τράβηξε και από τις δυο Κατοχές που έζησε και που δούλευε στο Βρύσινα στο θέρος στο αλώνι και στο λιόφυτο να μαζεύει τις ελιές μια -μια από κάτω μέσα από το αγκάθια και τα χόρτα για να βγάλουν λίγο λάδι να ζήσουνε. Αυτά και πολλά άλλα συνέχεια βλέπει στα όνειρά της και τα λέει για να περνά η ώρα της σαν ιστορία που βγαίνουν μέσα από το πολύ βασανισμένο σώμα της.
Στο σπίτι της κάνουν συχνά επισκέψεις αρκετοί νεότεροί της γιατί την αγαπούσανε που ήτανε η αφορμή να πάρουν και τα παιδιά τους πολλές συνήθειες από αυτήν.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένο που είναι μόνοι τους και αυτοί από το διπλανό χωριό της έκανε επίσκεψη, αφού η ασθένεια του κορονοϊού τους έκλεισε μέσα γιατί φοβούνται να κυκλοφορούν.
Είπανε πολλά από τα παιδικά τους χρόνια και μετά για τη φτώχεια που αντιμετωπίσανε την περίοδο της κατοχής. Η κυρία Κυριακούλα σε κάποια στιγμή που πήρε το λόγο θυμήθηκε μεταξύ των πολλών που πέρασε και τις γιορτές των Χριστουγέννων της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων που παγαίνανε όλα τα αδέλφια μαζί το βράδυ της Παραμονής και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια.
Όταν τα λέγαμε μας δίνανε καρύδια, φουντούκια, γλυκά σπιτικά και πολύ λίγοι μας δίνανε χρήματα. Γι’ αυτό είχαμε μαζί μας ένα σακούλι για τα καρύδια και τα φουντούκια, για τα γλυκά ένα μικρό πανέρι να βάζουμε όσα δεν τρώγαμε και τα λεφτά στην τσέπη του μεγάλου αδελφού.
Σε ένα σπίτι χτυπούσαμε πολλές φορές αλλά δεν μας ανοίγανε να τα πούμε. Όταν τελειώσαμε και γυρίσαμε τα είπαμε και στο δικό μας σπίτι και πήραμε ευχές από τον παππού, τη γιαγιά και τους γονείς μας να έχουμε καλή πρόοδο το νέο έτος. Μετά δώσαμε στη μάνα ότι είχαμε μαζέψει.
Επίσης της είπαμε ότι το σπίτι που είναι δίπλα στου θείου μας Γιάννη δεν μας ανοίξανε να τα πούμε. Τότε η μάνα μας είπε ότι είναι και οι δυο γέροι και ότι δεν ακούνε καλά. Όταν χτυπάς ο κουφός δεν ακούει! Γι’ αυτό λέγανε οι παλιοί «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» και ακόμα είπε: Όταν εγώ μεγάλωσα άκουγα αρκετές φορές τους γονείς μου να λένε αυτό το τροπάριο της παροιμίας που οι ίδιοι την είχανε φέρει από τη Μ. Ασία και γνωρίζανε τις συνέπειές της. Τη λέγανε για να την μάθουμε και για να την εφαρμόζουμε σωστά όταν θα κάνουμε οικογένειες και μας λέγανε πολλά παραδείγματα των χωριανών που είχανε αποτυχίες και συγχρόνως τους περιφρονούσαν και δεν είχανε καλές συναλλαγές μαζί τους.
Στου κουφού είπε όταν του χτυπάς την πόρτα του δεν ανοίγει γιατί δεν ακούει. Όμως από όταν η έννοια της παροιμίας μεταφέρθηκε στον άνθρωπο που δεν είναι κουφός και του λένε να εκτελέσει κάποια υποχρέωση που έχει την ευθύνη και δεν την πράττει τότε του υπενθυμίζουνε την παροιμία. Εάν του το λένε έως τρεις φορές και μετά την εκτελέσει έφερνε καλό αποτέλεσμα αλλά όταν του το λέγανε πολλές φορές χωρίς διακοπή τότε το αποτέλεσμα ήτανε δυσάρεστο.
Στη συνέχεια και ο γείτονας πρόσθεσε: και στο χωριό μου είχαμε ορισμένους που κάνανε τους κουφούς για να επωφελούνται από τους άλλους αλλά οι χωριανοί τους αποφεύγανε να έχουν συναλλαγές και τους λέγανε ότι και τα λόγια μας πάνε χαμένα μαζί σας. Δεν θα ξεχάσω είπε όταν ο εξάδελφός μου ζήτησε από τον πατέρα μου να του δώσει το αλέτρι να σπείρει χασίλια τα πρωτοβρόχια γιατί το δικό του το είχανε κλέψει. Όταν τελειώσει του είχε πει να το γυρίσει γιατί το χρειάζεται. Κάθε φορά του απαντούσε καλά θα σου το φέρω. Αναγκάστηκε στο καφενείο και στην εκκλησία να τον προσβάλλει και από ντροπή ένα βράδυ όταν κοιμηθήκαμε το έφερε και το άφησε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μας.
Και ο κύριος Παύλος Χ. που ήτανε μαραγκός και είχε το μαραγκούδικο στην παλιά πόλη πριν αρκετά χρόνια είχε πει στην παρέα του: Μια φορά είχε πέσει πολλή δουλειά στο μαγαζί μου και αναγκάστηκα να πάρω εργάτη για να την τελειώσω. Κατά διαστήματα δεν ερχότανε και τον παρατηρούσα συνέχεια. Αυτός έκανε ότι δεν τον άκουγε και αναγκάστηκα να του πω. Από αύριο στοπ δουλειά, πάρε τα λεφτά που δούλεψες και φύγε. Μια μέρα που δεν θα έχεις θα έρθεις και θα μου χτυπάς την πόρτα για να σε πάρω. Εγώ θα σου κάνω τον κουφό όπως τον έκανες και εσύ όταν σου έλεγα γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις. Οι παλιοί μας λέγανε: «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα». Τώρα όσο και να την χτυπάς εγώ δεν θα σε ξαναπάρω μόνο φύγε από μπροστά μου.
Όμως και ο αρθρογράφος θυμήθηκε όταν στο χωριό του πριν αρκετά χρόνια που είχε δημοτικές εκλογές. Ο Πρόεδρος που για πρώτη φορά ήτανε υποψήφιος είχε υποσχεθεί στους χωριανούς ότι μόλις βγει και αναλάβει θα φέρει το νερό μέσα στο χωριό από μια πηγή του Βρύσινα και ότι δε θα πηγαίνουν πια οι χωριανοί με τις στάμνες να το κουβαλούν στα σπίτια τους. Με την υποστήριξη όλων βγήκε αλλά δεν τήρησε την υπόσχεσή του όταν τον συναντούσανε οι χωριανοί τον ρωτούσανε: Πρόεδρε, το νερό πότε θα το φέρεις; Αυτός έκανε τον κουφό μέχρι που τελείωσε η θητεία του. Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα και στις επόμενες εκλογές πάλι ήτανε υποψήφιος και τα κατάφερε να πάρει μόνο τους ψήφους της οικογένειάς του και του λέγανε: μας έκανες τον κουφό, τώρα θα δεις μέσα σε επτά μήνες το νερό θα είναι στα σπίτια μας, αλλά θα πίνεις και εσύ από αυτό.
Και θα τελειώσουμε το παράδειγμα με τη συμμετοχή της πολιτείας στις εκλογές που γίνανε την ίδια εποχή και στο ίδιο χωριό. Κάτοικος πριν φύγει από τη ζωή είχε πει στο καφενείο: μια ημέρα το απόγευμα όπως πίναμε καφέ οι χωριανοί πέρασε ο… υποψήφιος βουλευτής και είπε ακριβώς: όταν πάρει τον κόμμα μου την εξουσία και εγώ βγω το πολύ σε ένα χρόνο θα έρχεται το λεωφορείο να κατεβαίνετε στη χώρα.
Τέρμα τα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Όλοι βάλετε τα δυνατά να βγούμε. Βγήκε το κόμμα και ο ίδιος αλλά δεν τον ξαναείδαμε για να μας πει για το δρόμο.
Πήγαινε ο πρόεδρος και οι χωριανοί στο γραφείο τους και τους λέγανε: υπομονή – υπομονή… και υπόψη ότι ο δρόμος έγινε μετά 20 χρόνια από άλλο κόμμα και βουλευτή. Την παροιμία μάλλον δεν την είχανε διδαχθεί γι’ αυτό στο επάγγελμά τους ήτανε οι περισσότεροι κουφοί.
Και σήμερα η παροιμία λέγεται αρκετές φορές σε όλες τις εργασίες για όσους δεν ενδιαφερθήκανε έγκαιρα να αποκτήσουν μόνιμη εργασία και περιπλανούνται δοκιμαστικά ότι σε κάποια θα προσληφθούν για να δημιουργηθούν.
Σε αυτήν την πλανόδια περιπέτειά τους έρχονται αντιμέτωποι με την παροιμία από πολλούς εργοδότες. Υπόψη ότι σήμερα κανείς δεν είναι κουφός, ούτε μπορεί να προσποιείται αυτόν καθότι υπάρχουν σύγχρονα ακουστικά και δεν μπορούν να πούνε ψέματα ότι δεν έχουν ακοή.