Με την ευκαιρία της σημερινής επετείου των 70 χρόνων από το Ολοκαύτωμα των χωριών του Κέντρους που τιμάται στο Άνω Μέρος, θα κάνουμε μια μικρή αναφορά στο χρονικό μέσα από μια πληρέστατη εργασία του αείμνηστου Θεόδωρου Φουρφουλάκη.
Περιέχεται και αυτή ολόκληρη στην ενότητα «Ολοκαυτώματα» της ιστοσελίδας Politistiko-Rethymno.org με την επιμέλεια της Εύας Λαδιά. Αναφέρει σχετικά ο αλησμόνητος λόγιος για τα γεγονότα στο Άνω Μέρος:
«Οι Γερμανοί (περίπου 150 στρατιώτες, με ελαφρύ οπλισμό) κύκλωσαν το Άνω Μέρος τα χαράματα της 22 Αυγούστου 1944 ημέρα Τρίτη. Τη νύκτα της παραμονής ήλθαν, προερχόμενοι από το Ρέθυμνο, στον Αφρατέ με τα αυτοκίνητά τους και από εκεί πεζοπορούντες για δύο ώρες έφθασαν στο χωριό. Κινήθηκαν σε φάλαγγα στη διαδρομή Αφρατές – Πετροχώρι – Αύλακας – Ρουπακιάς. Από το σημείο αυτό χωρίστηκαν σε δύο τμήματα. Το ένα κινήθηκε ΝΑ. Έφθασε και κύκλωσε το χωριό από το «Κατωχώρι» και το άλλο ΒΔ και κύκλωσε το «Πανωχώρι». Η κύκλωση ολοκληρώθηκε γύρω στις 4:30 το πρωί. Οι χωριανοί αντιλήφθηκαν τους Γερμανούς από τα επίμονα, συνεχή και άγρια γαυγίσματα των σκύλων και από ένα πυροβολισμό που ρίχτηκε στο Πανωχώρι κατά τις 4:00 το πρωί. Το έριξε ένας Γερμανός εναντίον του Μανώλη Ν. Καπαρού, που νέος τότε, μόλις αντιλήφθηκε τους Γερμανούς επιχείρησε να διαφύγει. Ο πυροβολισμός αυτός (που ακούστηκε στο Πανωχώρι) έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς να ξεφύγουν από τον κλοιό και να σωθούν (Μπαγούρηδες κ.ά.). Όσοι δεν πρόλαβαν έτρεξαν να κρυφτούν όπου μπορούσαν πριν ξημερώσει.
Μόλις έφεξε η μέρα, οι Γερμανοί σκορπίστηκαν στα σπίτια και στους δρόμους, έβριζαν, φώναζαν, κτυπούσαν, πυροβολούσαν σκοτώνοντας τα σκυλιά και καλούσαν τους χωριανούς να συγκεντρωθούν στο σχολείο. Στη δυτική αίθουσα μπαίνανε άνδρες και τα παιδιά από 16 χρόνων και πάνω και στην ανατολική τα γυναικόπαιδα.
Γύρω στις 8:00-8:30, άρχισε στην αίθουσα των ανδρών ο έλεγχος των ταυτοτήτων. Ένας – ένας άνδρας, σηκώνουνταν οι χωριανοί, δίνανε την ταυτότητά τους στο Γερμανό διερμηνέα «Ερμαν», ο οποίος αφού σύγκρινε τα στοιχεία του ελεγχόμενου με τα στοιχεία καταστάσεως που είχε μπροστά του ο επικεφαλής – διοικητής τους υποδείκνυε, μετά από συνεννοήσεις και συζητήσεις (με τον διοικητή) σε ποιο σημείο της αίθουσας να σταματήσουν. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου (που αποσκοπούσε στην επιλογή μελλοθάνατων) υπέπεσαν στην αντίληψή μου τα εξής:
Κατά τον έλεγχο της ταυτότητας του Στυλιανού Εμμ. Κουγιτάκη, του ζήτησαν οι Γερμανοί να τους παρουσιάσει (ήταν βέβαια παρόντες) και τους δύο αδελφούς του, Ηλία και Γιάννη. Εκτελέστηκαν και οι τρεις. Λέγεται ότι αργότερα οι Γερμανοί ζήτησαν από το Θοδωρή Λινοξυλάκη να τους επιδείξει τους αδελφούς του (οι οποίοι πάντως δεν είχαν συλληφθεί), αλλά αυτός αρνήθηκε ότι είχε αδέλφια. Ο Θοδωρής Λινοξυλάκης εκτελέστηκε.
Κατά τον έλεγχο της ταυτότητας του Γιώργη Εμμ. Κατσαντώνη, φοιτητή της Νομικής ακολούθησε σύντομη συζήτηση μεταξύ αυτού και των Γερμανών και κατόπιν έλαβαν τον στη θέση των μελλοθανάτων. Είναι αυτονόητο, ότι και αυτός εκτελέστηκε.
Σε κακή κατάσταση (από κακοποίηση) έφεραν στο σχολείο τους εξαδέλφους Εμμανουήλ Θ. Μαθιουδάκη και Γεώργιο Σταυρουλάκη, που τους βρήκανε να κρύβονται στον αχυρώνα. Και οι δύο εκτελέστηκαν. Ο Εμμανουήλ παπά Θεοδώρου Φουρφουλάκης δάσκαλος, που ήταν κρυμμένος επάνω στη Μουρνιά, που βρίσκεται σήμερο στην αυλή του μαζί με τον Πανάγο Ν. Καπαρό, τους είδαν όταν τους βγάλανε οι Γερμανοί από τον αχυρώνα του «ΠυρηνοΘοδωρή». Τους κτυπούσαν αλύπητα στο κεφάλι και στις πλάτες με τα υποκόπανα των όπλων τους.
Ο Γέρο Ζαχάρης Φραγκουδάκης ψιθυρίζοντας παρακινούσε τους χωριανούς: «να τονε μοντάρομενε μωρέ», «θα μας εσκοτώσουνε που θα μας σκοτώσουν». Την ίδια παρακίνηση έκανε στους χωριανούς και ο Εμμ. Χατζιδάκης (Χατζημανώλης) αργότερα όταν φεύγανε αδειάζοντας το χωριό. Μια τέτοια ενέργεια ήταν αδιανόητη εκείνη τη στιγμή. Ούτε το όπλο ούτε η «βέργα» υπήρχε στα χέρια μας. Θα μας σκότωναν όλους. Υπήρχε το θάρρος, αλλά δεν υπήρχε ο τρόπος να ξεφύγουμε από τη μοίρα μας.
Τους ξένους που βρίσκονταν στο χωριό κατά τον έλεγχο τους χώρισαν και τους τοποθέτησαν στο ΝΔ τμήμα της αίθουσας. Δεν σκότωσαν απ’ αυτούς κανένα, ενώ στα άλλα χωριά σκότωσαν τους περισσότερους. Με τους ξένους ανακατεύτηκε και ο νεαρός τότε Μιχάλης Διαμαντάκης (που είχε χάσει τη ταυτότητά του) και σώθηκε.
Σε κάποια στιγμή ρίχτηκε στην αυλή του σχολείου ένας πυροβολισμός. Υποθέσαμε πως κάποιον σκοτώσανε και σηκωθήκαμε όλοι από τα θρανία για να δούμε τι συμβαίνει. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν, άρχισαν τις φωνές και μας πρότειναν τα όπλα. Μάλιστα ένας στρατιώτης πήδησε και βγήκε πάνω στο τραπέζι του Διοικητή και μας πρότεινε το ταχυβόλο ουρλιάζοντας. Καθίσαμε αμέσως κάτω.
Μετά το περιστατικό που ανάφερα προηγουμένως για τον πυροβολισμό, οι Γερμανοί μας αραίωσαν. Πήραν μια παρτίδα από 22 άτομα και μας έκλεισαν στο γραφείο του Σχολείου. Από εκεί ήλθαν σε λίγο και πήραν 10 άτομα (αριθμητικά 1, 2, 3…) και τους κλείσανε ξανά στην αίθουσα, προφανώς για να συμπληρωθεί ο αριθμός 30, που προέβλεπε η διαταγή να εκτελέσουν. Τους υπόλοιπους 12 μας πήγαν συνοδεία στα σπίτια μας, πήραμε ρούχα και τρόφιμα για δύο μέρες και μας οδήγησαν έξω από το χωριό, με προορισμό τις φυλακές στο Ρέθυμνο.
Στη συνέχεια των περιστατικών που προαναφέραμε έγινε η φοβερή ανακοίνωση προς τα γυναικόπαιδα: «το χωριό σας έδειξε ασέβεια προς τις Γερμανικές διαταγές και θα τιμωρηθεί. Περιέθαλψε τους Άγγλους σαμποτέρ και τους Έλληνες συμμορίτες και δεν συνεργάστηκε μαζί μας για την ανεύρεση του στρατηγού Κράιπε. Τώρα θα πληρώσει. Θα πάτε στα σπίτια σας, θα πάρετε ό,τι μπορείτε και σε μια ώρα θα είστε όλοι εδώ, για να φύγετε από το χωριό. Στους δικούς σας που κρύβονται θα πείτε να παρουσιαστούν, γιατί όποιος παραμείνει ύστερα από μια ώρα θα τουφεκίζεται».
Καταλαβαίνει καθένας τι επακολούθησε ύστερα από την φοβερή αυτή ανακοίνωση και εντολή. Όλοι τρέξανε στα σπίτια τους, ειδοποίησαν τους δικούς των να παρουσιαστούν, πήραν ό,τι πρόχειρο έβρισκαν και κυρίως ψωμί, ελιές, λίγα ρούχα και γύρισαν στο σχολείο.
Μόλις βίαια εγκατέλειψαν το χωριό τους οι Ανωμεριανοί, άρχισαν οι εκτελέσεις των μελλοθάνατων. Οι πρώτοι πυροβολισμοί σε ριπές αυτομάτων όπλων, ακούστηκαν όταν οι πρόσφυγες φτάνανε στις Δρυγιές, δηλ. ύστερα από μισή ώρα. Τους άκουγαν όλοι που βρισκόταν έξω από τον κλοιό, στην «Κορυφή», στις «Φασόκοιτες» στη «Σάμιτο». Τους κρατούμενους τους οδηγούσαν δύο – δύο δεμένους στο τόπο των εκτελέσεων, γι’ αυτό και κανείς δεν μπόρεσε να φύγει. Στις 2:00 μ.μ. σίγησαν τα τουφέκια και υπολογίζουμε αυτήν την ώρα να είχαν τελειώσει οι εκτελέσεις. Τους γέροντες τους σκότωσαν σποραδικά, σε διάφορα σημεία του χωριού.
Ως τόποι των ομαδικών εκτελέσεων χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα γειτονικά σπίτια. Των: Γεωργίου Τριχάκη, Λαζάρου Τριχάκη, Νίκου Καπαρού και Χαρίτου Σταυρουλάκη. Μετά τις εκτελέσεις έβαλαν φωτιά, έκαψαν τα σπίτια και τους σκοτωμένους και στη συνέχεια τα γκρέμισαν με δυναμίτες και πετρώθηκαν τα πάντα. Η ταφή των νεκρών από τα συντρίμμια των σπιτιών ήταν πλήρης και χρειάστηκε κόπος για την ανακάλυψή τους.
Από την επόμενη μέρα άρχισε το έργο της λεηλασίας του χωριού, καθώς και το κάψιμο και το γκρέμισμα των σπιτιών. Για τη μεταφορά των κλοπιμαίων επιστρατεύτηκαν πολλοί με τα ζώα τους από τα γύρω χωριά. Τα ρούχα, τα τρόφιμα, και τα άλλα είδη μεταφέρθηκαν στον Αφρατέ κι απ’ εκεί με αυτοκίνητα στο Ρέθυμνο. Το έργο της Καταστροφής και της λεηλασίας κράτησε έξι μέρες κι όταν τα χαράματα της 27ης Αυγούστου (Κυριακή) έφυγαν οι Γερμανοί, άφησαν πίσω τους μόνο ερείπια και σκοτωμένους.
Μαυρίλα σκέπαζε όλο το χωριό. Οι οσμές από το κάψιμο και από τα σκοτωμένα και σφαγμένα ζώα, που ήσαν κάτασπρα σ’ όλες τις γειτονιές, σ’ εμπόδιζαν να πλησιάσεις. Όλα τα σπίτια καμένα και γκρεμισμένα. Το Σχολείο, ο καθεδρικός ναός του Άνω Μέρους (Παναγία) και η εκκλησία του νεκροταφείου. Η εκκλησία της Παναγίας χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς ως σφαγείο Ζώων και αποχωρητήριο!!
Από την επόμενη Άνοιξη (1945) άρχισαν δειλά – δειλά οι Ανωμεριανοί να επιστρέφουν στο χωριό τους και να προσπαθούν να οικοδομήσουν μια γωνιά, για να ξαναφτιάξουν το χωριό τους. Χρειάστηκαν κόποι, ιδρώτας και δάκρυα πολλών χρόνων για να στεριώσει πάλι το Άνω Μέρος, να δημιουργηθεί ό,τι υπάρχει.
Το Ηρώο του Άνω Μέρους, μοναδικό στο είδος του, είναι ανάλογο της θυσίας των εθνομαρτύρων και του πολιτισμού των Ανωμεριανών, που μόχθησαν και δαπάνησαν για την κατασκευή του. Στημένο σε θέση περίοπτη και φωτιζόμενο με προβολείς, φαίνεται τη νύχτα από το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας, και αποτελεί στολίδι και κόσμημα της περιοχής, αλλά και σύμβολο των αξιών της ανδρείας, της θυσίας, της ανθρωπιάς και της ελευθερίας. Αξίες που με παραδειγματική αφοσίωση υπηρετούν πάντοτε οι Ανωμεριανοί.
Γύρω από το καλλιμάρμαρο Ηρώο, κάθε χρόνο, στις 22 Αυγούστου συγκεντρώνονται, απ’ όπου κι αν κατοικούν, οι Ανωμεριανοί, για να τιμήσουν και να κλάψουν τους ένδοξους νεκρούς τους, να προσευχηθούν για την ανάπαυσή της ψυχής τους και να τους διαβεβαιώσουν πως η Μνήμη τους είναι και θα παραμείνει αιωνία».