«Εδώ, στα Χανιά νοιώθω πως βρίσκομαι σε λιμάνι, γαλήνιος και ασφαλής. Λες και ξαναβρέθηκα στην αγκαλιά της οικογένειάς μου. Μη έχοντας ζήσει σε δική μου πατρίδα, έμαθα να θεωρώ την πατρίδα του πατέρα μου σαν δική μου πατρίδα. Εδώ είναι η οικογένειά μου, εδώ είναι το δικό μου λιμάνι, εδώ οι σκιές των δικών μου ξαναζωντανεύουν και εκμηδενίζουν ηλικίες και χρόνια, με κάνουν έφηβο, με κάνουν παιδί και νιώθω καθώς έστριψα σαν καράβι τον Κάβο-Ντόρο να ατενίζω τη ζωή με καθαρό μάτι, καθώς το νέο ταξίδι που ξανοίγει μπροστά μου μού επιφυλάσσει νέα αινίγματα και νέες συγκινήσεις…». Αυτά είχε αναφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης τον Αύγουστο του 2005. Αν μπορούσε να μιλήσει το ίδιο θα ‘λεγε και τώρα. Έστριψε για τελευταία φορά τον Κάβο-Ντόρο, διέσχισε τα γαλάζια νερά του Κρητικού πελάγους, γαλήνιος και ασφαλής έφτασε στο παντοτινό του λιμάνι.
Η σορός του Μίκη Θεοδωράκη, ύστερα από ένα δεκάωρο θαλάσσιο ταξίδι, όπως εκείνος επιθυμούσε, σύμφωνα με όσα έχουν προγραμματιστεί, θα μεταφερθεί με αυτοκινητοπομπή μέχρι την πλατεία της Δημοτική Αγοράς Χανίων και στη συνέχεια θα συνοδευτεί πεζή στη Μητρόπολη Χανίων, όπου θα τεθεί μέχρι τις 12.00 το μεσημέρι σε λαϊκό προσκύνημα. Στη συνέχεια θα μεταφερθεί και πάλι με αυτοκινητοπομπή στον Ι.Ν. Αγίου Νικολάου στον Γαλατά, όπου θα τελεστεί η εξόδιος ακολουθία στις 13:00 το μεσημέρι. Μετά την ολοκλήρωση της ακολουθίας θα συνοδευτεί πεζή η σορός στο κοιμητήριο του Γαλατά για να γίνει η ταφή. Εκεί κατά τις πληροφορίες, Ριζίτες με παραδοσιακές φορεσιές θα τον αποχαιρετίσουν με ριζίτικα τραγούδια.
Χιλιάδες κόσμου αποχαιρέτησαν χθες το μεσημέρι τον μεγάλο Έλληνα στην Μητρόπολη Αθηνών, εκεί που για τρεις μέρες είχε τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα. Με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι, με ένα τραγούδι του στο στόμα, με ένα δάκρυ στα μάτια, ο απλός λαός, άνθρωποι κάθε ηλικίας, του είπαν το ύστατο χαίρε ενώ όταν εξήλθε το φέρετρο από την Μητρόπολη επιδόθηκαν σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα φωνάζοντας «Αθάνατος».
Ο Μίκης για μια τελευταία φορά κατάφερε να ενώσει και τον πολιτικό κόσμο. Σύσσωμη η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία βρέθηκε στην Μητρόπολη Αθηνών, για να του αποτίσουν φόρο τιμής και να τον αποχαιρετήσουν.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο πρόεδρος της βουλής Κώστας Τασούλας, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, ο γ.γ.του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η πρώην γ.γ.του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα, ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Παπανδρέου, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, η επί χρόνια συνοδοιπόρος του Μαρία Φαραντούρη, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Γιώργος Νταλάρας, ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης, η Μαριάνα Βαρδινογιάννη, ο Κώστας Λαλιώτης, ο δημοφιλής Τούρκος συνθέτης που μαζί με τον Μίκη είχαν αγωνιστεί για την ελληνοτουρκική φιλία, Ζουλφί Λιβανελί, η Φιλανδή ερμηνεύτρια Άρια Σαγιονμά, πολλοί πρέσβεις ξένων χωρών, δεκάδες καλλιτέχνες, βρέθηκαν δίπλα στο φέρετρο του Μίκη Θεοδωράκη και δίπλα στην οικογένειά του.
Επικήδειους αποχαιρετισμούς εκφώνησαν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου και ο γ.γ.του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας.
«Θα είναι πάντα εδώ, ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη μνήμη όλων μας»
Στην αποχαιρετιστήρια ομιλία της, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ανέφερε:
«Σήμερα αποχαιρετάμε τον Μίκη Θεοδωράκη, όλοι μαζί, όλες οι ηλικίες κι όλες οι γενιές. Και αυτές που μοιράστηκαν μαζί του βιωμένες εμπειρίες, και αυτές που εισέπραξαν τα τραγούδια του σαν ένα κάλεσμα για την υπέρβαση του ατομικού και τη συνάντηση με τους άλλους· σαν ένα κώδικα που υπερέβαινε τις συγκυρίες, σηματοδοτώντας την αντίσταση, την ελπίδα, τη συντροφικότητα, τη συλλογική διεκδίκηση· σαν ένα μήνυμα ελευθερίας. Και μαζί με τους μεγαλύτερους, τον αποχαιρετούν και οι νεότερες γενιές, τα παιδιά και οι έφηβοι. Γιατί και οι νέοι μας συγκινούνται όταν τραγουδούν το «Ένα το χελιδόνι» στα σχολειά τους, παρασυρμένοι από τον εγερτήριο άνεμο που διαπερνά τους στίχους και τη μουσική. Εκείνο τον σχεδόν μεταφυσικό άνεμο-ζωοδότη μιας εποχής οδύνης αλλά και ανάτασης, αγώνων και μεγάλων οραμάτων.
Τον αποχαιρετούν οι άνθρωποι, αλλά και οι τόποι. Οι τόποι που τους έζησε σαν δωρεά, τόποι μυρωμένοι των παιδικών του χρόνων, η Χίος, η Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, ο Πύργος, η Πάτρα, η Τρίπολη, όπου και έδωσε την πρώτη του συναυλία σε ηλικία 17 ετών με το έργο του «Κασσιανή»· οι τόποι της νιότης του – η Αθήνα, τα Χανιά, η Αλεξανδρούπολη – και της διεθνούς του αναγνώρισης: από το Παρίσι ως τη Μόσχα, από το Τελ Αβίβ ως τη Στοκχόλμη, από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη ως την Αβάνα. Αλλά και οι τόποι της εξορίας, η Ικαρία, η Μακρόνησος, η Ζάτουνα της Αρκαδίας, ο Ωρωπός, τους οποίους ο συνθέτης μετέτρεψε σε εστίες δημιουργικής έμπνευσης, καταφέρνοντας έτσι να ακυρώσει έμπρακτα τη φίμωσή του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης επέδρασε καταλυτικά στο αισθητικό, το ηθικό, το πολιτικό μας φρόνημα. Δημιούργησε ένα ιδιαίτερο μουσικό σύμπαν, μέσα από τον πλούσιο συγκερασμό δημοτικής παράδοσης και βυζαντινού μέλους, λαϊκού τραγουδιού και σύγχρονων αρμονικών κατακτήσεων, θέλοντας να εκφράσει, καθώς έγραφε το 1972, «την απέραντη ευαισθησία και το ένθεο πάθος του λαού μας». Έβαλε τους στίχους των ποιητών μας στο στόμα του καθένα από μας και τους έκανε κοινό μας κτήμα, σε τέτοιο, μάλιστα, βαθμό, «ώστε ακούγοντας ένα τραγούδι, να μη μπορείς να φανταστείς τη μουσική με άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική», όπως σημείωνε ο ίδιος. Έδωσε ρωμαλέα αγωνιστικότητα στο ελληνικό τραγούδι, δραματική διάσταση στις επικές του συνθέσεις, λυρική ομορφιά και υπόρρητη μελαγχολία στις μπαλάντες του.
Έλληνας και οικουμενικός, πατριώτης και διεθνής, ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε σύμβολο και παράδειγμα μαζί. Σύμβολο της υπεύθυνης ατομικής στάσης απέναντι στα σκληρά αιτήματα της Ιστορίας, συνέδεσε το όνομά του, ήδη από τα πρώτα του νιάτα, με το ΕΑΜ και την αντίσταση την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής. Με την πολιτική και πολιτιστική έκρηξη της δεκαετίας του εξήντα, με τους Λαμπράκηδες και το κίνημα της ειρήνης, με την αντιδικτατορική δράση εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών. Στη μεταπολίτευση, υπερασπίστηκε σθεναρά τη «λύση Καραμανλή», την ενότητα της αριστεράς, την υπόθεση της Κύπρου, την εθνική συμφιλίωση. Παράδειγμα θάρρους στην έκφραση γνώμης και τόλμης στη διατράνωση των πιστεύω του, αψήφησε διώξεις, συλλήψεις, εκτοπισμούς, διαψεύσεις, πικρίες – το βαρύ προσωπικό κόστος της συνέπειάς του ως πνευματικού πρωτοπόρου στο ηθικό χρέος απέναντι στην πατρίδα και τους ανθρώπους της, όπως το αντιλαμβανόταν και το όριζε ο ίδιος. Διακινδύνευσε για χάρη των κοινών, προσφέρθηκε στον διάλογο και στην κριτική, αντιστάθηκε στις δεσμεύσεις του μύθου του. Υπόδειγμα της διάχυσης του εαυτού μέσα στα πολλά πρόσωπα της κοινωνίας, κινήθηκε με την ίδια άνεση και ζωντάνια στους πιο διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους, είτε ανάμεσα στους συγχωριανούς του και τους φίλους του από τα παλιά, είτε ανάμεσα σε πολιτικούς ηγέτες παγκόσμιου βεληνεκούς. Τόσο η δημιουργία όσο και η πολιτική του στάση καθορίστηκαν πάντοτε από την πεποίθηση ότι ποιητική ύλη και ποιοτική αλήθεια μπορεί να βρει ο καλλιτέχνης στους κόλπους του λαού· και ότι χωρίς την πίστη στον λαό του κανείς δημιουργός δεν μπορεί να ανοίξει τα φτερά του στον κόσμο.
Άνθρωπος της πράξης και ταυτόχρονα ρομαντικά υπερβατικός, κατάφερε, ως το τέλος της ζωής του, να ηλεκτρίζει με την παρουσία του το συναίσθημα όλων μας. Μολονότι πολιτικά υπήρξε μοναχικός -«μόνος, ανένταχτος, ανεξάρτητος, αυτοστρατευμένος», αυτοχαρακτηριζόταν- δεν πρόδωσε ποτέ τις τρεις δεσπόζουσες της ζωής του: την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, την απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη, την αφοσίωση στα υψηλά προτάγματα της τέχνης του. Έγινε έτσι ένας παιδαγωγός του έθνους, που με την πολιτισμική και κοινωνική του παρέμβαση άλλαξε την Ελλάδα και τον καθένα μας με τρόπο πιο έμμεσο αλλά και πιο βαθύ απ’ όσο μπορούμε να διαγνώσουμε σήμερα.
Μαχητικός, χειμαρρώδης, ακατάβλητος, διέρρηξε τα όρια της εθνικής μας μοναξιάς, της ηττοπάθειας, της αποθάρρυνσης, και συνταιριάζοντας το εθνικό με το πανανθρώπινο, έδειξε έναν δρόμο για τη σφυρηλάτηση της νεοελληνικής μας ταυτότητας. Μας έδωσε τον ανεκτίμητο μίτο της μουσικής του για να τον ξετυλίξουμε, να βγούμε στο ξέφωτο της δημοκρατίας και να μετατρέψουμε το σάλπισμά του σε πράξη και Πολιτεία, λογοδοτώντας στην ιστορία μας. Δηλώνοντας παρών σε κάθε καμπή της εθνικής μας περιπέτειας, πάντα μεταβολίζοντας την ιστορική στιγμή μέσα από τα χαρακτηριστικά της ξεχωριστής, έντονης προσωπικότητάς του, σφράγισε ανεξίτηλα την ελληνική ζωή. Κι αν έγινε, και θα παραμείνει εσαεί, κραταιό πολιτισμικό σύμβολο είναι γιατί στο πρόσωπο και στη δημιουργία του συναιρέθηκαν μερικά από τα πιο ενθουσιώδη, οιστρήλατα, οραματικά στοιχεία της νεοελληνικής ιδιοπροσωπίας.
Με σεβασμό και συγκίνηση, εκ μέρους όλων των Ελλήνων, αποχαιρετώ τον Μίκη Θεοδωράκη. Θα είναι πάντα εδώ, ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη μνήμη όλων μας».
Δημήτρης Κουτσούμπας: Δεν σε αποχαιρετούμε, γιατί εσύ δεν έφυγες
Ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, αποχαιρετώντας τον Μίκη Θεοδωράκη, ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Βροντάνε στράτες κι αγορές» μετά την είδηση του χαμού σου, αγαπημένε μας Μίκη. Πλήθος ανθρώπων από όλες τις ηλικίες, απ’ όλες τις γενιές βρίσκονται τις τρεις αυτές μέρες εδώ για να σε αποχαιρετήσουν. Σεμνά, μα όχι βουβά. Με τα τραγούδια σου σε αποχαιρετάμε, όπως αξίζει σε εκείνους που λεβέντικα ροβόλισαν τον κόσμο. Και ένας ψίθυρος περνά από στόμα σε στόμα: «Χωρίς τον Μίκη θα ήμασταν αλλιώς».
Και έτσι είναι. Χωρίς εσένα θα ήμασταν αλλιώς.
Φράγμα μεγαλόπρεπο στη λήθη, ένα δοξαστικό στην εποποιία του λαού μας τον 20ο αιώνα, είναι το έργο σου.
Ορμητική, επαναστατική, φλογισμένη από το πάθος, μια κατάφαση είναι η μουσική σου ότι ο κόσμος μας χρειάζεται και μπορεί ν’ αλλάξει.
Με το αστραφτερό σπαθί της, εκτοπίζοντας τον φόβο, την ηττοπάθεια, την αδιαφορία, σαλπίζει νέο ξεκίνημα, πυρπολεί τα όνειρα, «πολιορκεί το “κοίταζε τη δουλειά σου”», γεμίζει με ήλιο τις καρδιές.
Μας έδειξες τη δύναμη του ελληνικού λαού, τη δύναμη των λαών του κόσμου. Χωρίς αμφιβολία ήξερες καλά να εδραιώνεις την πίστη πως το δίκιο, η ειρήνη, η ευτυχία, είναι πράγματα κατορθωτά.
Όσο ρωμαλέα και στιβαρά αναμετριέται η τέχνη σου με την αδικία, τόσο τρυφερά και απαλά ξέρει να θωπεύει τα όμορφα και τα καλά στη ζωή και τον κόσμο.
Έσμιξες «τους τρανούς αητούς με τους χρυσούς αγγέλους», μαθαίνοντάς μας πως για να είσαι δυνατός, πρέπει να είσαι ευαίσθητος.
Με ιερή αφοσίωση καλλιέργησες αυτή την ευαισθησία μας, μάς έμαθες, πως μέσα στις καταιγίδες, μπορούμε να κρατηθούμε από ένα λουλούδι.
Είχες εμπιστοσύνη στο λαό. Πίστευες, κι όχι άδικα, πως μόνο ο λαός μπορεί να κατανοήσει και να κατακτήσει τα ανώτερα δημιουργήματα του ανθρώπου, τέτοια όπως η τέχνη, η ποίηση, η μουσική. Αρκεί να του δώσει κάποιος τα κλειδιά.
Γι’ αυτό δεν μελοποίησες μόνο έξοχα τον ποιητικό λόγο, χωρίς να τον προδίδεις. Τον αναδημιούργησες και τον παρέδωσες με εκείνη τη μορφή που μπαίνει κατ’ ευθείαν στη λαϊκή ψυχή. «Έφερες την ποίηση στο τραπέζι του λαού, πλάι στο ποτήρι και το ψωμί του», όπως έγραφε για σένα ο Γιάννης Ρίτσος.
Δεν είναι μόνο ο «Επιτάφιος», η ανεπανάληπτη αυτή συνομιλία της μουσικής σου με την ποίηση του Ρίτσου, που μέσα και από τις συγκλονιστικές ερμηνείες του Μπιθικώτση και του Χιώτη, έγινε ένας διαχρονικός λαϊκός θρήνος και ύμνος μαζί στον θάνατο που γονιμοποιεί το μέλλον. Πέτυχες να μιλήσεις με την υψιπετή ποίηση στη λαϊκή ψυχή, ακόμα και μέσα από απαιτητικές και ασυνήθιστες στο λαϊκό αυτί μουσικές φόρμες, όπως αυτές:
– στο «Άξιον Εστί» του Ελύτη,
– στο «Επιφάνεια – Αβέρωφ» του Σεφέρη,
– στο «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού,
– στο «Κάντο Χενεράλ» του Πάβλο Νερούδα κ.ά.
Δίχως άλλο, χωρίς εσένα οδηγητή και πρωτεργάτη αυτής της νέας τέχνης, η μουσική θα ήταν αλλιώς. Βαθύς ποταμός, ακόμα ανεξερεύνητος είναι το έργο σου.
«Οι αγώνες και η μουσική είναι τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι, ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα» έλεγες. Σ’ όλη τη ζωή σου με το ένα χέρι κρατούσες το τουφέκι και με το άλλο τις παρτιτούρες σου. Και αυτό δεν είναι αλληγορία.
Μέχρι και στη Μακρόνησο, σ’ αυτό τον εφιαλτικό τόπο των μαρτυρίων, εσύ έγραφες μουσική. Εκεί έγραψες και το πρώτο συμφωνικό έργο σου, τη Συμφωνία για τη Μακρόνησο.
Εκεί κατάλαβες πόσο ευεργετική είναι η δημιουργία, όταν πρέπει να αντέξεις τον πόνο και την κτηνωδία, πόσο ευγενική γίνεται για τους γενναίους, αυτούς που μένουν όρθιοι και δε χαμηλώνουν το βλέμμα τους.
Στο ερώτημα για ποιόν δημιουργείς, πάντα απαντούσες: Για το λαό.«Και όταν ακόμα συνθέτω συμφωνικά έργα πάντοτε έχω στο νου μου το λαό. Φιλοδοξώ να γίνω κατανοητός από τους απλούς εργαζόμενους ανθρώπους, γιατί έχω πίστη ότι αυτοί αποτελούν τη βασική δύναμη που σπρώχνει μπροστά την ιστορία», είχες δηλώσει όταν σου απονεμήθηκε το βραβείο Λένιν.
Κι έπειτα πάλι συνήθιζες συχνά να επαναλαμβάνεις πως «Ό,τι φτιάξαμε το πήραμε από το λαό και στο λαό το επιστρέφουμε». Και δεν ήταν σεμνοτυφία.
Είχες βαθιά συνείδηση ότι για το προσωπικό καλλιτεχνικό σου επίτευγμα, σπουδαίο ρόλο έπαιξε η εποχή σου, ότι στον ιδιαίτερο τρόπο της τέχνης σου, αντανακλούσαν οι πράξεις του λαού. Αυτό άλλωστε είναι το μυστικό της μεγάλης, της αληθινής τέχνης, της τέχνης που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής και αφουγκράζεται το επερχόμενο.
Να αντλεί τη δύναμή της από την ανθρωπιά, από τα βάσανα, τους καημούς, τις μνήμες και τις ελπίδες του λαού, και αυτή την ανθρωπιά να την επιστρέφει πάλι στους δημιουργούς της.
Μια βαθύτερη όμως συνείδηση της ανθρωπιάς: Τη συνείδηση της δύναμης, που μόνο ο άνθρωπος μέσα σε όλα τα πλάσματα διαθέτει, να υποτάσσει τον κόσμο γύρω του, στην ανάγκη του για δίκιο και ευτυχία, να τον μετασχηματίζει στα μέτρα του.
Έτσι, γράφοντας για τον δικό σου λαό, είδες τη μουσική σου να σπάει τα σύνορα της χώρας, καθώς η γλώσσα της έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τα οράματα «όλων των τίμιων ανθρώπων της Γης που αγωνίζονται ενάντια στην τυραννία, τη βία και την εκμετάλλευση», αγγίζει τις καρδιές όλων των λαϊκών ανθρώπων ανεξάρτητα από εθνικότητα, γλώσσα, θρησκεία, φυλή.
«Ο καλλιτέχνης, που ζει και δημιουργεί μέσα στην πάλη, εξασφαλίζει ξεχωριστή θέση για το έργο του» δήλωνες. Και πράγματι το έργο σου έκανε θρύψαλα τον μύθο, ότι η δέσμευση καταστρέφει την τέχνη. Το έργο σου είναι τρανή απόδειξη ότι η μεγάλη τέχνη είναι πάντα πολιτική, είτε το γνωρίζει είτε δεν το γνωρίζει ο δημιουργός της.
Από νωρίς, «πήρες του ήλιου το δρόμο, κρεμώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο», για το λαό μας, για όλους τους λαούς, ως άλλος Σολωμός, ως άλλος βάρδος της ελευθερίας, με όλα τα προτάγματα της δικής μας εποχής».
Σε άλλο σημείο του αποχαιρετιστήριου λόγου του, κ. Κουτσούμπας αφού αναφέρθηκε συνοπτικά στην πολιτική διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη που ξεκίνησε από τα 17 του στο ΚΚΕ, είπε:
«Το ξεχωριστό, στην περίπτωσή σου είναι ότι η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα σου συναντήθηκε με μια προσωπικότητα ανήσυχη και άγρυπνη, που ένοιωθε πάντα την ανάγκη να ξεπερνά τον εαυτό της.
Έτσι συνέχιζες μέχρι το τέλος να το δίνεις το «παρών» σε όλες τις κρίσιμες στιγμές που ακολούθησαν, παίρνοντας το μέρος της αλήθειας και της δικαιοσύνης…
Παρών δήλωσες και στη δίκη της εγκληματικής, ναζιστικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής.
Παρών και στο δίκαιο αγώνα του λαού μας για την κατάργηση των μνημονίων και όλων των αντεργατικών εφαρμοστικών νόμων τους.
Η αλήθεια είναι, όπως και γνωστό σε όλους, πως δεν συμφωνούσαμε πάντα με τις πολιτικές πρωτοβουλίες σου, όμως αυτό που μένει, το υστερόγραφο της δόξας, είναι η τεράστια παρακαταθήκη του έργου σου και η πολιτική διαθήκη που μας άφησες, «σβήνοντας τις λεπτομέρειες» και κρατώντας τα «Μεγάλα Μεγέθη». Το ότι «τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά, τα ώριμα χρόνια σου τα πέρασες κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ».
Και κατέληξε ο Δημήτρης Κουτσούμπας λέγοντας:
«Δεν σε αποχαιρετούμε σύντροφε Μίκη, γιατί εσύ δεν έφυγες. Μέσα στις φλέβες μας είσαι. Θα ’σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά πολέμησες, θα ’σαι για πάντα σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου. Κι όταν «θα πάρουν τα όνειρα εκδίκηση» και γύρω μας θα λάμπει η λιόλουστη ζωή θα είσαι κι εσύ, τρανός, όπως πάντα, στις μεγάλες στιγμές, παρών.
Γιατί το έργο σου έγινε ελπιδοφόρος αναγεννητικός «ανάκουστος κελαηδισμός» για τον ελληνικό λαό, για όλους τους λαούς, στη σύγχρονη ιστορική εποχή της ανατολής της νέας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Για την Ελευθερία σε όλες της τις μορφές: Πνευματική, ηθική, πολιτική, κοινωνική, για την πλήρη, αληθινή ελευθερία.
Στο φέρετρό σου σηκώνεται, υψώνει τη γροθιά της «κι αντριεύει και θεριεύει» η Ελλάδα!
Όπως ήθελες θα γίνει, όπως το προδιέγραψες με την πολιτική διαθήκη σου «στους μεγάλους δρόμους κάτω από τις αφίσες», με τα αθάνατα τραγούδια σου. Θα τον «σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα». Θα τον «σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο».
Όταν απόψε το πλοίο θα σαλπάρει από τον Πειραιά, για να διασχίσει τα γαλάζια νερά της ελληνικής θάλασσας για να σε οδηγήσει στην τελευταία σου κατοικία, στον τόπο καταγωγής σου, στο Γαλατά Χανίων, στην αγαπημένη σου Κρήτη, σύμφωνα με την επιθυμία σου, όλη η Ελλάδα θα σε συνοδεύει με τα τραγούδια σου.
Γιατί για σένα, για να δανειστούμε στίχους από το μεγαλείο του Σολωμού, «ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε»…