Έρχεται το πρωί και φεύγει το βράδυ με την βοήθεια ενός φίλου παλιού και μοναδικού. Κάθε μέρα έχει κοντά του ένα μπουκάλι ρακής, γεμίζει το ποτήρι του, το σηκώνει ψηλά, το κοιτάζει με λαίμαργο μάτι, το χαϊδεύει σαν πολύτιμο σκεύος ηδονής. Το αδειάζει και το γεμίζει, πηγαινοέρχεται στα χείλη του και βλέπεις ότι νιώθει απέραντη ευχαρίστηση. Κάθε μέρα οι ίδιες κινήσεις διαφορετικοί οι μορφασμοί κάθε ώρας ανάλογα με τη δράση του ποτού.
Σήμερα νωρίς ζαλίστηκε και τον πήρε ο ύπνος και το μυαλό με θυμιατό το οινόπνευμα γυρίζει πίσω και βλέπει εικόνες και γεγονότα της εποχής που ήταν νέος.
20 χρονών, βλέπει την πρώτη αγάπη του σαν νεράιδα να θέλει να την αγκαλιάσει, δεν μπορεί, τα χέρια πιάνουν αέρα, έλα μικρή μου φωνάζει και ξυπνά, ψευτογελά, ανοίγει τα μάτια όσο μπορεί να τ’ ανοίξει, ψάχνει να την βρει. Το ποτήρι είναι άδειο, το χέρι τρέμει, καταφέρνει να κάνει την μετάγγιση από το μπουκάλι, το φέρνει στα χείλη του, η γλώσσα στριφογυρίζει λαίμαργα, έρχεται δεύτερο, τρίτο, τέταρτο ποτήρι, δεν αντέχει τον παίρνει ξανά ο ύπνος, ονειρεύεται, παραμιλεί, χειρονομεί, κάνει γκριμάτσες, αρχίζει να ιδρώνει, τα σάλια τρέχουν από το στόμα, φωνάζει «γρήγορα έρχονται μην αργείς φέρε το τουφέκι αέρααα….» και ξυπνά. Το χέρι τρέμει, τρέμει πολύ, με δυσκολία γεμίζει το ποτήρι, το κατεβάζει με μιας, βγάζει ένα παξιμαδάκι από την τσέπη το βρέχει στη ρακή και το μασεί… Αρχίζει να ψελλίζει ένα σκοπό, ένα τραγούδι, δε μπορείς να καταλάβεις τι λέει, ίσως είναι παράπονο, ίσως της θύμησης προϊόν.
Πάει να σηκωθεί, δεν μπορεί, γλιστρά από την καρέκλα, πάει να πέσει κι όμως κρατιέται. Προσπαθεί να ξαναγεμίσει το ποτήρι, τρέμει κι ένα δάκρυ στάζει μέσα στο ποτήρι, πάει να σκουπίσει τα μάτια του, τώρα σαν βρύσες τρέχουν. Γυρίζει το κεφάλι, κοιτάζει το ταβάνι, η πυθία με τους ατμούς του οινοπνεύματος ξυπνά μέσα του, φωνάζει «Θα τους νικήσουμε, έχουμε άλογα πολλά, φέρε φαΐ να φάει ο στρατός, στην κορυφή ν’ ανεβούμε» τον παίρνει το κεφάλι του, ακουμπά στο τραπέζι, τον παίρνει ξανά ο ύπνος, ροχαλίζει -σαν να ‘ναι επιθανάτιος ρόγχος- κάποια στιγμή με παράξενη, δυνατή φωνή «Δεν είμαι φασίστας» λέει «είμαι καλό παιδί εγώ, δεν είμαι ΝΑΖΙ, φύγε, φύγε ξεκουμπίσου, έλα μέγα Αλέξανδρε δώσε μου το ξίφος σου να δεις πως θα τους νικήσω», σηκώνει το χέρι του, ακουμπά το μπουκάλι και πέφτει μαζί με το ποτήρι και μαζί τους κι αυτός νεκρός από την καρέκλα.
«Πέθανε ο μεθύστακας» λέει ένας, «καλά να πάθει» ένα άλλος κι ένας τρίτος «άκακος ήταν ο κακομοίρης αλλά ολομόναχος».
Την επομένη η επαρχιακή εφημερίδα έγραψε: Πέθανε στο χωριό από οινοποσία ο…. κηδεύεται σήμερα. Στην κηδεία ήταν ο ιερέας, ο ψάλτης, ο επίτροπος κι ένας εργάτης που τον έθαψε.
«Κι όμως, ήταν καλός άνθρωπος. Εγώ τον γνώριζα από παιδί. Σας λέω ότι άξιζε καλύτερης τύχης» είπε ένας γέρος και συνέχισε «τον αδικήσαμε, δεν του δώσαμε συμπόνια, αγάπη. Τον αφήσαμε μοναχό».