Το «Στεγάδι» είναι ένα μικρό τοιχίο μήκους ενός μέτρου περίπου και ύψους ογδόντα εκατοστών, κτισμένο σε πιθανό πέρασμα λαγού, με προορισμό να κρύβει τον ενεδρεύοντα κυνηγό τη νύχτα με το φεγγαρόφωτο. Η ενέδρα για λαγό λεγόταν «Τόπωμα». Στην Ορνέ, στη ρίζα του Κέντρους από τη «Σεληνάρα» μέχρι τον «Κάστελλο», υπάρχουν πέντε ή έξι στεγάδια από πολύ παλιότερες γενεές κυνηγών.
Πριν από μισό αιώνα και περισσότερο, Σεπτέμβρη μήνα, πήγα και κάθισα σε ένα απ’ αυτά, δυτικά από τα «Μονοδέταρα», ένα μακρύ γκρεμνό. Ήταν φτειαγμένο στη σκιά ενός βράχου -μεγάλο πλεονέκτημα το σκοτάδι- και εδέσποζε σ’ ένα «χαλικιά», ένα χείμαρρο από χαλίκια που κατέβαινε από ψηλά, ευνοούμενο δρομολόγιο των πάντοτε προνοητικών λαγών.
Ο ήλιος είχε σχεδόν κρυφτεί πίσω από τον «Ασιδέρωτα», το Ακουμιανό αόρι, και φώτιζε μόνο την κορφή του Ψηλορείτη με τη σκιά να ανεβαίνει αργά και σταθερά. Η ώρα αυτή, ο ηλιοβασίλεμα, είχε τη δική της έκφραση στη Φύση. Κάτω, στο πορόλιμνο, ήταν η μάντρα, όπου δυο βοσκοί με δυο βοσκόσκυλα, τον Αράπη και τον Μπαμπάκο από το χρώμα τους, αγωνιζόταν να τιθασεύσουν και να αρμέξουν ένα κοπάδι αίγες. Ήξερα τη «σαμαί» του (η λέξη είναι δωρική κληρονομιά, σαμαία = σημαία, σημάδι), ήταν «δεξό σκιζάφτι – ζερβό κουτσάφτι» και την έκαναν οι βοσκοί με την ψαλίδα του κουρέματος κόβοντας την ακμή από το διπλωμένο αφτί στο ένα και την κορυφή στο άλλο. Ακουόταν η εντολή του αρμεχτή προς την αίγα «Στήσω» (στην έσω [γραμμή]) και το απότομο κουδούνισμα, όταν αυτή πηδούσε μακριά. Οι φωνές του άλλου βοσκού και το διακριτό γαύγισμα των σκύλων την επανέφεραν στην τάξη.
Την ώρα αυτή ο τρουλίτης πετούσε ψηλά και αποχαιρετούσε τη μέρα τραγουδώντας τη χαρά της ζωής. Το καλοκαίρι είχε πάει καλά. Τα τέσσερα πουλάκια του είχαν ανατραφεί με τη φροντίδα του στη φωλιά του κάτω από ένα αγούδουρα, χωρίς να τα ανακαλύψει ούτε ζώο ούτε φίδι ούτε εκείνος ο επικίνδυνος εναέριος κυνηγός, ο ανεμογιάννης ή κάπως έτσι. Τώρα είχαν αυτονομηθεί.
Την ίδια ώρα ο κερομύτης κοτσυφός μέσα στη χαρουπίδα που είχε διαλέξει για νυχτερινό κατάλυμα αντάλλασσε την καληνύχτα του με ένα άλλο κοτσυφό με μουσικό ιδιόμελο διαρκείας. Δεν έχω ακούσει μελωδικότερο ήχο απ’ αυτόν. Και δίπλα, στα «Μονοδέταρα», ο κυρίαρχος πέρδικος καλούσε το σμήνος του με το τυπικό πνιχτό μονοσύλλαβο κάλεσμά του να έρθει για τη διανυκτέρευση κοντά του, σε μισό τετραγωνικό βήμα. Είχα δει στο βουνό τη μικρή κοίτη τους γεμάτη κουτσουλιές.
Η αντιλαμψίδα του ήλιου είχε πια κι αυτή σβήσει και το φεγγάρι δεν είχε ανατείλει ακόμη. Ήταν το λυκόφως. Οι σκιές των βράχων πύκνωσαν φέρνοντας στη μνήμη μου τον στίχο του Ομήρου «δύσετ’ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι αἱ ἀγυιαί» (έδυσε ο ήλιος κι όλα τα δρομάκια γέμισαν σκιά). Σκεπτόμουν ότι δεν είχαν αξιολογήσει τη ζωντάνια των περιγραφών του μεγάλου ποιητή όσοι τoν θεωρούσαν τυφλό, εκτός αν τυφλώθηκε γέρος από καταρράκτη. Χαμηλότερα, στην τελευταία ελιά, ακούστηκε η κραυγή της κουκουβάγιας σε ανοδικό και καθοδικό τόνο, κάτι σαν «κλιν – κλον», με την οποία κατοχύρωνε την κυνηγετική της περιοχή. Μου άρεσε αυτός ο ήχος, ήταν ο τελευταίος που άκουα στο κρεβάτι μου το βράδυ, πριν κοιμηθώ, και θυμήθηκα αυτό που γράφει ο Έγελος, ότι η κουκουβάγια, το σύμβολο της σοφίας, παρουσιάζεται το βράδυ, όταν οι δραστηριότητες της ημέρας έχουν τελειώσει, ακριβώς όπως η γνώση στην ανθρώπινη ζωή.
Ήταν η ώρα που βγαίνουν οι σκνίπες και αναζητούν τον τροφοδότη τους. Προηγείται ένας έρρινος ήχος που κορυφώνεται και διακόπτεται απότομα, όταν η πεινασμένη σκνίπα προσγειωθεί στο πρόσωπο και βυθίσει το ρύγχος της στο δέρμα. Καθηλωμένος σε ακινησία (ο λαγός ελέγχει από μακριά το δρομολόγιό του) προσπαθούσα με κάθε δυνατό μορφασμό να τις διώξω, ενώ ερχόταν στο μυαλό μου η σκληρή σάτιρα του Αριστοφάνη στις «Νεφέλες» εις βάρος του Σωκράτη παρουσιάζοντάς τον να λύνει το… τεράστιο ζήτημα αν ό ήχος της σκνίπας προέρχεται από το στόμα της ή από τον πισινό της, και να «αποδεικνύει» με ανατομικά επιχειρήματα ότι προέρχεται από τον πισινό της! Είχα πάντοτε ένα ερωτηματικό για την αιτία και το βαθύτερο νόημα των «Νεφελών», γιατί θεωρούσα ότι ο Αριστοφάνης πρέσβευε παραπλήσιο αξιακό σύστημα με τον Σωκράτη.
Ωστόσο οι σκιές έγιναν μισοσκόταδο και η στίλβη των αστεριών ευδιάκριτη, όταν λίγο δεξιότερα από την κορφή του Ψηλορείτη η σκοτεινιά άρχισε να αραιώνει, ανέτελλε το φεγγάρι. Ο ολοστρόγγυλος δίσκος του ανέβαινε σταθερά καταυγάζοντας τα πάντα και δίδοντας το έναυσμα για το άλλο μισό της ζωής, το νυχτερινό.
Οι αρσενικές τροξαλίδες (όσοι αποποιούνται τη χωριάτικη καταγωγή τους τις λένε τριζόνια) διαλαλούσαν τις ερωτικές τους διαθέσεις ελπίζοντας να προσελκύσουν ένα ταίρι κι από τα ρυάκια και τους καταπότες στα «Κατσούρια» ακουόταν αχνά η ερωτική συναυλία των βορθακών. Η Φύση αναγεννάται αενάως πειθαρχώντας στα βασικά ένστικτά της, την επιβίωση και την αναπαραγωγή.
Πίσω μου σε κοντινή απόσταση ακούστηκε ένα σύρσιμο στα ξερά φρύγανα. Να ήταν ο λαγός που εγώ περίμενα από μπροστά; Μου είχε συμβεί αυτό την προηγούμενη χρονιά στον «Αχλαδόλακκο». Ο ήχος από το κέλυφος ενός χοχλιού που συντρίβεται έλυσε την απορία μου: ένας κατσόχοιρος σύρθηκε κάτω από τους θάμνους και ανακάλυψε ένα χοχλιό κοιμισμένο πίσω από τον θερινό υμένα του. Ήξερα το περπάτημά του, έμοιαζε με τα παιδικά παιγνίδια που κυλούν ίσια με τις ροδίτσες τους στο πάτωμα του σπιτιού.
Στη γαλήνη της νύχτας ακούστηκε η κραυγή τρόμου των περδίκων στα «Μονοδέταρα» και ένα δυνατό φτεροκόπημα. Κάποιο αρπακτικό θα πλησίασε πολύ κοντά με επίβουλη προφύλαξη, αλλά ο πέρδικος το αντιλήφθηκε και έδωσε το σύνθημα της φυγής. Πέρασαν πάνω από το στεγάδι μου με κατεύθυνση το σκουρί της «Λίμνης του Χάρακα». Θυμήθηκα την προτεινόμενη ετυμολογία της λέξης πέρδικα από το πέρδεσθαι και δεν μου φάνηκε αβάσιμη. Δεν άργησε να φανεί και ο εχθρός. Μια ζουρίδα (η λέξη φαίνεται βενετσιάνικο επιβίωμα από το usura = μικρή, ζαρωμένη) ερχόταν από τα «Μονοδέταρα» με τον κυματιστό βηματισμό της με κατεύθυνση τα αμπέλια στην «Αναβάλλουσα». Θα έψαχνε εκεί κανένα ξεχασμένο καμπανάρι, κανένα ξερό σύκο ή κανένα αφυδατωμένο συκάπιδο από τη συκαπιδέ που παππού Θόδωρου. Στην καλύτερη περίπτωση ένα ποντικό και στην ανάγκη θα πρόσθετε και κανένα υπόγλυκο παξιμαδάκι από τη χαρουπέ του γέρο Παύλου του χτίστη. Πέρασε αθόρυβα από μπροστά μου χωρίς να με αντιληφθεί.
Σε λίγο ακούστηκαν από ψηλά χαλίκια που κυλούσαν. Οι σφυγμοί μου επιταχύνθηκαν, αλλά αμέσως κατάλαβα ότι δεν ήταν ο αλαφροπάτητος λαγός που ερχόταν, ήταν ένας γνωστός άρκαλος, (η λέξη είναι αρχαία, άρκηλος = νεογνό αιλουροειδούς). Η φωλιά του, η αρκαλέ, ήταν στη ρίζα ενός τεράστιου βράχου λίγο πιο πάνω από τα «Μονοδέταρα» και πριν από λίγες μέρες οι κυνηγοί, που πουλούσαν το δέρμα των αρκάλων και τη χειμερινή γούνα των ζουρίδων, είχαν ανάψει φωτιά στη χαμηλή είσοδό της, για να τον αναγκάσει ο καπνός να βγει. Τον άκουσαν να βήχει, αλλά δεν βγήκε έξω στον θάνατο.
Τώρα κατέβαινε βιαστικός με το ευθύγραμμο βάδισμά του και έστριψε δεξιά μου χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. Πήγαινε στα περιβόλια στα «Κατσούρια». Θα έριχνε κάτω και θα μασούλιζε κανένα θρεπτικό ξενικόσταρο, θα έψαχνε στα κληματερά στους τράφους για κανένα φτακοίλι και θα έσκαβε πολλούς λάκκους, ξερριζώνοντας φασουλιές, για να βρει κανένα χυμώδη γεωσκώληκα ή κανένα τραγανό πλατσίκουρα (το αρχαίο πρασόκουρον). Στο τέλος θα έσκαβε ένα λακκάκι, για να αφήσει το επισκεπτήριό του διάστικτο από τους σπόρους των σύκων της προηγούμενης βραδιάς. Το πρωί που θα πήγαινε η Αδαμοβαγγελιά να περβολαρέψει δεν θα χαιρόταν καθόλου και το μεσημέρι θα γκρίνιαζε στον άντρα της: «Πάτε και γυρεύετε τσι αρκάλους στα λιόφυτα κι αυτοί ξεπατώνουν το σώχωρό μου στα ’Κατσούρια’».
Το φεγγάρι είχε ψηλώσει και οι σκιές είχαν μικράνει. Ελάχιστα αστέρια αντιστεκόταν στη φωταύγειά του κι η ατμόσφαιρα ήταν ακίνητη, σχεδόν χλιαρή, καθώς οι πέτρες και οι βράχοι απέδιδαν στη νύχτα τη θερμότητα που είχαν απορροφήσει τη μέρα από τις ηλιαχτίδες. Θα περνούσαν τα μεσάνυχτα για να δροσίσει λίγο. Η θεία τάξη της Φύσης, η φυσική αρμονία, απλωνόταν γαλήνια.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι η μόνη παραφωνία, το μόνο ξένο σώμα σ’ αυτή την αρμονική σύνθεση της Φύσης ήμουν εγώ. Παραμόνευα εκεί με ένα όπλο στο χέρι, αθέατος και απειλητικός. Τα σκάγια μου θα είχαν στόχο ένα λαγό, όμως η τουφεκιά θα θρυμμάτιζε τη γαλήνη και την ισορροπία του κόσμου γύρω μου και θα γέμιζε τρόμο τα πλάσματά του, καθώς θα τόνιζε ότι ο τεχνολογικός θάνατος είχε εισβάλει ανάμεσά τους. Άρχισα να αισθάνομαι άβολα, ιερόσυλος που σπάζει το τζάμι του ναού για να αρπάξει τα αναθήματα. Χωρίς να έχω αφαιρέσει καμιά ζωή ένιωθα άσχημα, σχεδόν ένοχος. Άλλωστε, απολογήθηκα στον αρχέγονο κυνηγό μέσα μου, ο λαγός που περίμενα δεν ήρθε, οι άλλοι από τα υψίπεδα θα αργούσαν μια ή δυο ώρες ακόμη και το κάθισμα στην πέτρα δεν ήταν το πιο άνετο. Σηκώθηκα αργά, κρέμασα στη ράχη το βουριάλι μου, που άδειο μόνο βαραίνει τους ώμους του κυνηγού, και το όπλο στον ώμο μου και άρχισα να κατεβαίνω τον χαλικιά, προσέχοντας μην κάμω τσουλήθρα, προς το ορεινό μονοπάτι.
Στη σκέψη μου ήρθε η ερμηνεία που δίδει ο Έριχ Φρομμ στο προπατορικό αμάρτημα. Η ενοχή, λέει, που προέκυψε από την παρακοή του Αδάμ στην εντολή του Θεού να μη φάγει «ἀπό τοῦ ξύλου τοῦ γιγνώσκειν καλόν καί πονηρόν» είναι απόρροια της διαφοροποίησης του πρώτου ανθρώπου από τη Φύση στην οποία ανήκε. Μέχρι που ο άνθρωπος ήταν ένα άλογο πλάσμα μέσα στην άλογη Φύση, δεν αισθανόταν καμιά ενοχή, κανένα αμάρτημα. Από τότε που έλαμψε στο μυαλό του η πρώτη σπίθα λογικής, διαχωρίστηκε από τη Φύση και αντιπαρατέθηκε σ’ αυτήν, τη μητέρα και τροφό του, έγινε πολέμιός της. Αυτή η αρχέγονη αντιπαράθεση του πρωτανθρώπου προς τη Φύση, η συναίσθηση της αχαριστίας του, αποτυπώθηκε στη συλλογική του συνείδηση ως αμάρτημα, έτσι εννοιοδοτεί το σχετικό χωρίο της Γένεσης ο Έριχ Φρόμμ.
Όταν έφτανα στην τελευταία στροφή του δρόμου προς το χωριό, στον «Αζόγυρο», ένας σκύλος γαύγισε μανιασμένα στην άλλη άκρη του και την ίδια στιγμή συντονίστηκαν μ’ αυτόν όλοι οι σκύλοι του χωριού σ’ ένα ορυμαγδό υλακών. Ένας άγνωστος στον σκύλο νυχτοπερπατητής έμπαινε στο χωριό. Θα τον δω πιο ύστερα στο καφενείο.
* Ο Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τ. δήμαρχος Ρεθύμνης