Κατά την τελευταία πενταετία υπήρξε σημαντική αύξηση στο πλήθος των επισκεπτών στον νομό Χανίων. Η αύξηση αυτή είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά:
A. Δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας. Η κίνηση εξακολούθησε να συγκεντρώνεται στο καλοκαιρινό τρίμηνο κάτι που δημιουργεί δυσκολία στην αύξηση των εσόδων, των θέσεων εργασίας και δημιουργεί δυσανάλογα μεγάλη πίεση στις υποδομές.
B. Οι λόγοι της αύξησης ήταν σε μεγάλο βαθμό συγκυριακοί, καθώς ανταγωνιστικές γειτονικές αγορές αντιμετώπισαν προβλήματα που αν εξομαλυνθούν, το δικό μας τουριστικό προϊόν θα μειωθεί.
Έτσι, το 2016 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά 6,5%, παρότι οι επισκέπτες αυξήθηκαν σχεδόν κατά 8%, ενώ η μέση κατά κεφαλή δαπάνη και αυτή είναι μια πολύ ανησυχητική εξέλιξη – μειώθηκε στα 471 ευρώ, από 541 ευρώ το 2015!
Δυστυχώς, δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να ξεφύγουμε από το δίπτυχο ήλιος/θάλασσα και να εμπλουτίσουμε το τουριστικό μας προϊόν με τα μοναδικά χαρακτηριστικά που μας δίνουν ο πολιτισμός, η γαστρονομία και τα τοπικά προϊόντα, η θρησκευτική παράδοση και το μοναδικό ορεινό τοπίο μας. Η σύνδεση με αυτές τις κατευθύνσεις είναι απαραίτητη, καθώς θα αυξήσει το εύρος της τουριστικής περιόδου, θα εμπλουτίσει το προφίλ των επισκεπτών και κυρίως θα δημιουργήσει διάχυση της οικονομικής ωφέλειας και σε άλλες επαγγελματικές ομάδες, όπως οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι μας.
Η Κρήτη μπορεί να αποτελεί τη ναυαρχίδα του ελληνικού τουρισμού, ωστόσο, απέχει πολύ από τον κορεσμό. Η Μαγιόρκα, ένα νησί με λιγότερο από το μισό μέγεθος της Κρήτης, δέχεται κάθε χρόνο περισσότερους από 26 εκατομμύρια τουρίστες. Η Κρήτη δέχεται περίπου 4,5 εκατομμύρια. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι τα περιθώρια υπάρχουν και εναπόκειται σε εμάς να τα αξιοποιήσουμε.
Η Κρήτη -και τα Χανιά ακόμα περισσότερο- δεν έχουν επενδύσει στο branding του κύριου προϊόντος τους, του τουρισμού, ενώ έχουν να αντιμετωπίσουν και ένα κράτος που είναι εχθρικό προς τις επενδύσεις.
Ταυτόχρονα, η πλειοψηφία των υποδομών του νησιού σχεδιάστηκαν πριν από πολλές δεκαετίες, είναι ελλιπέστατα συντηρημένες και αδυνατούν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη. Για το σημαντικότατο αυτό θέμα θα επανέλθουμε, καθώς σήμερα εστιάζουμε σε δύο επίπεδα: της στρατηγικής και της επίλυσης των καθημερινών θεμάτων. Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνουν:
– Δημιουργία Συμβουλίου χάραξης στρατηγικής για τον τουρισμό του νομού μας, το οποίο θα απαρτίζεται κυρίως από τους θεσμικούς φορείς της αγοράς του τουρισμού (φιλοξενία, εστίαση, ψυχαγωγία). Το συμβούλιο θα έχει τη δυνατότητα να συλλέγει στοιχεία σχετικά με τις τουριστικές και ταξιδιωτικές υποδομές, να εκπονεί μελέτες στρατηγικής και να αναπτύσσει το branding του νομού. Το συμβούλιο θα πρέπει να έχει πρόσβαση και δυνατότητα ελέγχου σε όλα τα στοιχεία που αφορούν την εκτέλεση των έργων παραχωρήσεων και ΣΔΙΤ που αφορούν τις υποδομές (αεροδρόμιο, οδικοί άξονες, λιμάνια). Η χρηματοδότηση θα προέρχεται από τους φόρους που ήδη καταβάλλουν οι τουριστικές επιχειρήσεις και οι οποίοι σήμερα δεν έχουν καμία απολύτως ανταποδοτικότητα.
– Συνεκμετάλλευση με ιδιώτες αθλητικών εγκαταστάσεων για την προσέλκυση αθλητικού τουρισμού, την προετοιμασία ομάδων και αθλητών.
– Επιλογή θέσης, σχεδιασμό και κατασκευή με ΣΔΙΤ μιας κεντρικής μαρίνας στη βόρεια πλευρά του νομού με βάση αποκλειστικά τεχνοοικονομικά και περιβαλλοντικά κριτήρια, με στόχο την ανάπτυξη του θαλάσσιου τουρισμού. Επιτάχυνση της χωροθέτησης των καταδυτικών πάρκων.
– Δημιουργία ενός μεγάλου και άλλων μικρότερων γηπέδων γκολφ για την ευρύτερη και ποιοτικότερη ανάπτυξη του τουρισμού στο νομό μας και την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου. Η προτεινόμενη από πολλούς συλλόγους και φορείς θέση στο παλιό αεροδρόμιο στο Μάλεμε είναι ιδανική για ένα έργο ΣΔΙΤ.
– Έμφαση στον τουρισμό των πόλεων, τον γαστρονομικό τουρισμό που θα αναδεικνύει τα μοναδικά αγροτικά μας προϊόντα.
– Ανάπτυξη του φυσιολατρικού τουρισμού, με έμφαση στις ορεινές διαδρομές σε συνεργασία με τους κατ’ εξοχήν γνώστες των βουνών μας, που είναι οι κτηνοτρόφοι μας.
– Διερεύνηση της υποχρεωτικής χρήσης Οδηγών Βουνού από τους επισκέπτες μας για τις δύσβατες ορεινές διαδρομές. Αυτό θα προσφέρει νέες μορφές απασχόλησης στους νέους κατοίκους των ορεινών επαρχιών μας, ενώ θα μειώσει τα υψηλά και συνεχώς αυξανόμενα κόστη διάσωσης των επισκεπτών ορειβατών.
Αν και πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι τουριστικές επιχειρήσεις στην καθημερινή τους λειτουργία είναι κοινά για όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις (πρόσβαση σε χρηματοδότηση, δαιδαλώδης γραφειοκρατία, υψηλή φορολογία), υπάρχουν και ειδικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα, με απλές και γρήγορες λύσεις:
– Απλοποίηση του νομικού πλαισίου για την ανέγερση ξενοδοχειακών μονάδων και ιδιαίτερα των χρήσεων γης, για τις οποίες ο τουρισμός θα πρέπει να αφορά ειδική αυτοτελή κατηγορία. Είναι παράλογο να εφαρμοσθούν στις νησιωτικές και σε άλλες παράκτιες περιοχές της χώρας οριζόντια, αποστάσεις 100 μέτρων από τον αιγιαλό. Η απόσταση από τη γραμμή αιγιαλού θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση και ανάλογα πάντα με τις τοπικές συνθήκες. Οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερο λόγο στην ανάπτυξη του τόπου τους.
– Εκσυγχρονισμός των νομοθετικών πλαισίων που διέπουν τις προστατευόμενες περιοχές, οι οποίες ανήκουν στο δίκτυο NATURA 2000. Στο νομό μας η τελευταία μελέτη εφαρμογής και υπαγωγής ήταν το 1990 – είναι απαραίτητη η έκδοση νέου προεδρικού διατάγματος, το οποίο θα καλύπτει πλήρως τα σύγχρονα δεδομένα.
– Παροχή κινήτρων σε τουριστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να μειώσουν το ενεργειακό τους αποτύπωμα, αλλά και να στραφούν σε λύσεις εξοικονόμησης και αφαλάτωσης νερού, συνδυασμένες με φωτοβολταϊκά συστήματα. Σε αντιστάθμισμα οι επιχειρήσεις που επενδύουν σε τέτοιες υποδομές, θα μπορούσαν να λάβουν αύξηση στον συντελεστή δόμησης και, με τον τρόπο αυτό, να υπάρχουν μόνο οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη για όλους.
– Μείωση των φορολογικών συντελεστών, που εκτοξεύτηκαν τα τελευταία χρόνια, σε ανταγωνιστικά επίπεδα: του φόρου των επιχειρήσεων στο 20%, του ΕΝΦΙΑ κατά 30% εντός διετίας, του φόρου στα μερίσματα, στο 5% (κάτι το οποίο ενδιαφέρει ιδιαίτερα, όχι απλά τις μεγάλες, αλλά κυρίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις), άμεση επιστροφή του ΦΠΑ στον τουρισμό (εστίαση και διαμονή) στον χαμηλό συντελεστή.
– Επιστροφή του φόρου διανυκτέρευσης στον τουρισμό, με σκοπό την αποκλειστική ενίσχυση δράσεων για τη βελτίωση και προώθηση του τουριστικού προϊόντος, τη δημιουργία και συντήρηση υποδομών και την προστασία του περιβάλλοντος.
Η επιλογή που έχουμε μπροστά μας είναι ξεκάθαρη: είτε παραμένουμε απαθείς, προσκολλημένοι σε ιδεοληψίες, παρατηρώντας τη συνεχή υποβάθμιση του τουριστικού μας προϊόντος, ιδιαίτερα όταν εκλείψουν και οι συγκυριακές ευνοϊκές συνθήκες, ή προχωράμε στον δρόμο της λογικής, χαράζοντας στρατηγική, αναπτύσσοντας το branding και αναβαθμίζοντας το τουριστικό μας προϊόν.
*Ο Βασίλης Διγαλάκης είναι Καθηγητής Η.Μ.Μ.Υ. & π. Πρύτανης Πολυτεχνείου Κρήτης