Η μεγάλη μείωση των διευθυντικών στελεχών, η μείωση του εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού μαζί με την υποχώρηση μιας σειράς παραδοσιακών κλάδων της οικονομίας όπως οι κατασκευές, καθώς και η σημαντική ενίσχυση των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τριτογενή τομέα της οικονομίας, είναι μερικά από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για τις επιπτώσεις που είχε η οικονομική κρίση στη δομή της απασχόλησης στη χώρα μας.
Η περίοδος αναφοράς της έρευνας καλύπτει το χρονικό διάστημα από το 2008 μέχρι και το 2017 και ένα από τα βασικά της συμπεράσματα σε σχέση με τη δομή της οικονομίας είναι ότι σύμφωνα με την έρευνα παρατηρείται μια εμβάθυνση της τάσης «τριτογενοποίησης» της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, καθώς διαπιστώνεται υποχώρηση των παραδοσιακών κλάδων του δευτερογενούς τομέα (κατασκευές και μεταποίηση) αλλά και της αυτοαπασχόλησης και ενίσχυση της σχετικής σημασίας των κλάδων των υπηρεσιών.
Ένα από τα ζητήματα τα οποία η έρευνα του ΙΝΕ (έκθεση 2018) θεωρεί σημαντικό αφορά τις μεταβολές που έγιναν στη δομή της απασχόλησης κατά κλάδο και κατά επάγγελμα. Διαπιστώνει ότι κατά την περίοδο 2008-2017 μια σειρά κλάδοι που τα προηγούμενα χρόνια πριν από την κρίση απασχολούσαν μεγάλο τμήμα του εργατικού δυναμικού, σήμερα έχουν υποχωρήσει σε απόλυτη και σχετική σημασία, ενώ άλλοι κλάδοι εμφανίζονται ανερχόμενοι. Οι μεγαλύτερες απώλειες εμφανίζονται στον κλάδο των κατασκευών, του οποίου η συμμετοχή στο σύνολο της απασχόλησης περιορίζεται από 8,6% σε 4,1%, δηλαδή στο μισό. Αντίστοιχα, σοβαρή υποχώρηση αντιμετωπίζει και ο κλάδος της μεταποίησης, με τη συμμετοχή του στο σύνολο της απασχόλησης να υποχωρεί από 11,8% σε 9,5%. Στον αντίποδα βρίσκουμε τις εξελίξεις στον κλάδο παροχής εστίασης και καταλύματος (κύριες τουριστικές υπηρεσίες), όπου εμφανίζεται αύξηση της συμμετοχής στο σύνολο της απασχόλησης από 7,5% σε 10,4%, αλλά και στον κλάδο της υγείας με αύξηση από 5% σε 6,2%.
Οι τάσεις αυτές γίνονται εμφανείς και κατά την εξέταση των στοιχείων της απασχόλησης κατά επάγγελμα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, σημαντικές μειώσεις εμφανίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες επαγγελμάτων. Συγκεκριμένα, στα διευθυντικά στελέχη και στους ειδικευμένους τεχνίτες, με τους πρώτους να υποχωρούν από 10,4% του συνόλου των απασχολουμένων το γ’ τρίμηνο του 2008 σε 2,5% το γ’ τρίμηνο του 2017 και τους δεύτερους να περιορίζονται από 14,1% σε 9,4% την αντίστοιχη περίοδο. Η σημαντική μείωση στα διευθυντικά στελέχη υποκρύπτει δύο τάσεις: αφενός τον περιορισμό και τον εξορθολογισμό των διοικητικών δραστηριοτήτων και αφετέρου, και πιθανότατα κύρια, το γεγονός ότι μια σειρά από αυτοαπασχολούμενοι με μικρό αριθμό προσωπικού (κυρίως οι ιδιοκτήτες μικρών εμπορικών καταστημάτων) καταγράφονταν σε αυτή την κατηγορία.
Σε ότι αφορά την άλλη κατηγορία επαγγέλματος, δηλαδή στους εξειδικευμένους τεχνίτες, η έρευνα εκτιμά ότι αυτή η εξέλιξη μπορεί να σχετιστεί άμεσα με τη συρρίκνωση της απασχόλησης στον κλάδο κυρίως των κατασκευών, καθώς σε αυτό τον κλάδο απασχολούνταν η πλειονότητα των εξειδικευμένων τεχνιτών στην ελληνική οικονομία κατά το παρελθόν.
Αντίθετα, τα επαγγέλματα που σχετίζονται με υπηρεσίες εμφανίζουν σημαντική αύξηση, από 14,6% του συνόλου σε 23,9%. Αντίστοιχα, σημαντική αύξηση εμφανίζουν και τα επαγγέλματα που σχετίζονται με επιστημονικές δραστηριότητες, καθώς η συμμετοχή τους στο σύνολο αυξάνεται από 14,8% σε 18,9%. Οι εξελίξεις αυτές μας επιτρέπουν να διακρίνουμε μια εμβάθυνση της τάσης «τριτογενοποίησης» της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, με υποχώρηση παραδοσιακών κλάδων του δευτερογενούς τομέα (κατασκευές και μεταποίηση) αλλά και της αυτοαπασχόλησης και ενίσχυση της σχετικής σημασίας κλάδων των υπηρεσιών. Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΝΕ, αυτή η εξέλιξη δυσκολεύει τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα, καθώς «ο κλάδος της μεταποίησης παράγει τη μεγάλη πλειονότητα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Αντίθετα, η περαιτέρω ενίσχυση του κλάδου του τουρισμού, ενώ από μόνη της συνιστά θετική εξέλιξη, στον βαθμό που απολυτοποιείται βαθαίνει προηγούμενες ανισορροπίες, καθώς καθιστά την οικονομία ολοένα και πιο ευάλωτη σε εξωγενείς μεταβλητές, όπως το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα πολιτών ξένων χωρών.