O Στυλιανός Ανδρ. Γαλερός γεννήθηκε στον Καλονύκτη γύρω στα 1878.
Ήταν υιός του Ανδρέα Γαλερού και εγγονός του Βασίλειου ή Αναγνώστη Ηλιομαρκάκη, με καταγωγή από τα Ρούστικα Ρεθύμνης και αρχηγό των επαναστάσεων 1866 και 1878 στην περιοχή του Ρεθύμνου. Συμμετείχε στην Κρητική Επανάσταση του 1897-98 και στις μάχες του Αρμού του Πάνω Βαλσαμονέρου, του Βιολή το Χαράκι τον Φεβρουάριο του 1897 και του Σωματά το φαράγγι στις 4 Αυγούστου 1897. Συμμετείχε επίσης στην Επανάσταση του Θερίσου, όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον χρησιμοποίησε σε εμπιστευτικές αποστολές. Στους Βαλκανικούς πολέμους, συγκρότησε και εξόπλισε τον Νοέμβριο του 1912 με δικά του έξοδα, σώμα Κρητών εθελοντών. Το σώμα των Κρητών εθελοντών συμμετείχε μαζί με τμήματα του Ελληνικού Στρατού υπό τις διαταγές του ταγματάρχηΣπύρου Σπυρομήλιου και με μικρή δύναμη Χειμαρριωτών, κατά τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Χειμάρρας και την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους.
Για τον Στυλιανό Ανδ. Γαλερό έχει κάνει εκτενή αναφορά στα «Ρ.Ν.» ο εξαίρετος ιστοριοδίφης μας κ. Γιώργος Εκκεκάκης, στο φύλλο της Πέμπτης 11 Φεβρουαρίου 1999.
Εμείς δεν θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τίποτα περισσότερο στην πλήρη και τόσο έγκριτη αναφορά παρά την μαρτυρία του ιδίου του ήρωα, που μας εξασφάλισε ο εγγονός του Μανόλης Ευαγ. Ηλιάκης υπάλληλος Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου.
Πρόκειται για μια ευχαριστήρια επιστολή σε κάποιον Κατεχάκη, που τον υποστήριξε όταν κινδύνευσε η σύνταξή του.
Όταν δηλαδή ήρθε στη Γερουσία το νομοσχέδιο για τη σύνταξη του ήρωα, κάποιος Γερουσιαστής ήταν αντίθετος και ο Κατεχάκης φρόντισε να διευθετηθεί το θέμα παραπέμποντάς το στην αρμόδια επιτροπή. Δεν είναι βέβαια τωρινό φαινόμενο να μένουν στην ψάθα οι άνθρωποι που πρόσφεραν στον τόπο τους.
Γράφει λοιπόν ο Γαλερός στην επιστολή του, που διασκευάζομε, δημοσιογραφική αδεία, υποχρεωτικά για να είναι κατανοητή σ’ εκείνους που δεν έχουν και την καλύτερη σχέση με αρχαΐζουσα, αλλά και καθαρεύουσα, που ήταν οι συνήθεις τρόποι γραφής την εποχή εκείνη.
«Είμαι υποχρεωμένος να περιαυτολογήσω, παρά τη συνείδηση και τον χαρακτήρα μου και να σας πω ορισμένα για τη δράση μου ως οπλαρχηγού και μετά ως αξιωματικού.
Από 15-16 ετών έχω λάβει μέρος στις επαναστάσεις της ιδιαίτερης πατρίδας μου Κρήτης 1896 και 1897 ως και του Θερίσσου 1905. Πήρα μέρος σε 32 μικρές και μεγάλες μάχες.
Κατά το 1912 κατάρτισα σώμα και πήγα στη Χειμάρρα υπό την αρχηγία του μακαρίτη Σπυρομίλιου. Έμεινα εκεί μέχρι 10 Μαρτίου 1913, δηλαδή μέχρι που τέλειωσε ο πόλεμος κι έπεσαν τα Ιωάννινα.
Για τη δράση μου αυτή είχε αναφέρει σχετικά όπου έπρεπε, με αναφορές του ο μακαρίτης Σπυρομίλιος.
Αλλά και ο μεγάλος μας Αρχηγός Πρόεδρος της τότε Κυβέρνησης και Υπουργός των Στρατιωτικών όταν παρουσιάστηκα για να τον αποχαιρετίσω στην αίθουσα του Υπουργείου των Στρατιωτικών, προκειμένου να κατέβω και ν’ ανοίξω το εμπορομπακάλικό μου, με συνεχάρη λέγοντας:
«Για όσες υπηρεσίες πρόσφερες στην πατρίδα με τους 50 άνδρες σου, δεν προσέφερε ολόκληρο Σύνταγμα τακτικού στρατού και γιατί το Σώμα σου μόνο κατ’ όνομα ήταν αντάρτικο. Σε όλα τα άλλα όμως πειθαρχίας, διαγωγής κ.λπ. ήταν ανώτερο από τον τακτικό στρατό».
Μου ανέφερε μια προς μία τις μάχες που συμμετείχα με νικηφόρο αποτέλεσμα και θαύμασα για μια ακόμα φορά το μυαλό του μεγάλου μας αρχηγού. Τόνισε ότι ούτε κρεμυδόφυλλο δεν έκλεψε άνδρας από το Σώμα μου όπως δυστυχώς τόσοι άλλοι από διαφορετικά Σώματα, οπότε αναγκαστήκαμε να τα διαλύσουμε. Και επέμενε να του ζητήσω κάτι σαν ηθική αμοιβή γιατί γνώριζε ακόμα ότι με δικά μου μέσα φρόντιζα τη διατροφή τους και μάλιστα είχα ξοδέψει περισσότερα από 150 χρυσά εικοσόφραγκα επειδή δεν πήγα να πολεμήσω για να πάρω αμοιβές, αλλά για να κάνω το καθήκον μου σαν Έλληνας και κυρίως σαν Κρητικός. Εκείνος επέμενε και τότε αναγκάστηκα να δεχθώ και να του ζητήσω να δωρίσει τα όπλα στους άνδρες μου.
Κάλεσε τότε τον υπασπιστή του συνταγματάρχη Λιόλιο, πρόεδρο της εξοπλιστικής επί των εθελοντικών σωμάτων επιτροπής και τον διέταξε να ικανοποιήσει το αίτημά του. Εκείνος έφερε τις αντιρρήσεις του επειδή τα είχε πιστώσει ως στρατιωτικά. Ο αρχηγός επέμενε ότι για το Γαλερό θα γίνει εξαίρεση γιατί εργάστηκε εξαιρετικά. Αλλά επειδή είχε δίκιο ο άλλος ότι τα όπλα του κράτους δεν δωρίζονται τροποποίησε τη διαταγή του να παραδώσουν τα Μανλχερ και να τους δώσουν Μάουζερ. Ο συνταγματάρχης όμως ήταν ακόμα διστακτικός.
«Μα τότε αν το μάθουν οι άλλοι οπλαρχηγοί δεν τους νοιάζει να έρθουν να έρθουν εκεί κάτω στην Κρήτη και να σας τα ζητούν».
Τότε ο αρχηγός επανέλαβε για τρίτη φορά τη διαταγή του και μάλιστα σε έντονο ύφος, τονίζοντας τις υπηρεσίες που είχα προσφέρει στην πατρίδα.
Το ύφος του δεν σήκωνε άλλη συζήτηση, έτσι ο Συνταγματάρχης έφυγε και την επομένη μου παρέδωσε τα όπλα στην αποθήκη υλικών του πολέμου που πήγα με τους άνδρες μου, εκτελώντας την διαταγή του Αρχηγού.
Στις 18 Απριλίου 1917 αμύνθημεν 24 ανθυπολοχαγοί από τους οπλαρχηγούς. Από αυτούς έξι χάθηκαν σε διάφορα πεδία των μαχών οι λοιποί του πίνακα αυτού πλήν εμού και του Νικολάου Ψαρρού, λαμβάνουν την σύνταξή τους.
Σαν αξιωματικός πολέμησα και στα τρία μέτωπα που πολέμησε ο Ελληνικός Στρατός, δηλαδή στο Μακεδονικό, Ρωσικό και Μικρασιατικό, στο 7ο Σύνταγμα Πεζικού της 5ης Μεραρχίας πάνω από δυο χρόνια και μετά στο 14ο και 15ο Μεραρχίες στη Νικομήδεια.
Ήμουν τοποθετημένος στην ιδιαίτερη υπηρεσία του κ. Προέδρου της Κυβέρνησης όπου κι έμεινα για λίγο διάστημα Μετά κατεβήκαμε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα Είχα ζητήσει επτά φορές την άδεια από τον πρόεδρο να με στείλει στο μέτωπο αλλά μόνο την έβδομη φορά ενέδωσε και μ’ έστειλε».
Σε καιρούς ειρήνης ο Στυλιανός Ανδρ. Γαλερός διακρίθηκε σαν μελισσοκόμος.
Όπως αναφέρει ο κ. Εκκεκάκης, στην σχετική του αναφορά ο ήρωας πέθανε από ανακοπή το 1934 και ο θάνατός του προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στην τοπική κοινωνία. Και στην κηδεία του που έγινε με μεγάλη συμμετοχή κόσμου, οι ομιλητές μεταξύ των οποίων και ο Επίσκοπος Τιμόθεος Βενέρης, αναφέρθηκαν με εκτενείς λόγους στην προσφορά του ήρωα στην πατρίδα. Και τον τιμάμε πάντα με οδό που δόθηκε στο όνομά του και βρίσκεται στον Μασταμπά.