Κάθε αναχώρηση οπλαρχηγού, αρχές του περασμένου αιώνα αποτελούσε μεγάλο κοινωνικό γεγονός. Η τοπική κοινωνία έτρεφε μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπό τους. Ήταν τα σύμβολα που καθορίζουν το χρέος κάθε Κρητικού, κάθε ελεύθερου πνεύματος.
Έτσι κι όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του Στυλιανού Βαρδάκη, η γενική συγκίνηση που απλώθηκε στην πόλη ιχνηλατείται και από τα δημοσιεύματα στον τοπικό τύπο:
«Την 5η Φεβρουαρίου, παρέδωσεν το πνεύμα, ο εκ του χωρίου της επαρχίας Ρεθύμνης γηραιός αγωνιστής, Στυλιανός Βαρδής.
Ο μεταστάς πολεμιστής, εκ των κρατίστων, και πατριώτης ενθουσιώδης, εχρημάτισε αρχηγός της επαρχίας μας καθ’ όλας τας επαναστάσεις, από του 1866 και εντεύθεν. Συνάμα εις την Πολιτείαν, εις εποχήν καθ’ ήν, ο τύραννος κατόρθωσε να επιβάλει το κράτος ο εκλιπών εγίνεται αντικείμενον μεγάλων περιποιήσεων, περιβληθείς ουκ άπαξ, υψηλά αξιώματα παρά τη Διοικήσει του τόπου.
Ούτω η εκλιπούσα φυσιογνωμία, δια τας μεγάλας αυτάς υπηρεσίας απηύλαυε πολλών συμπαθειών ως και ανεγνωρίζετο ως μια κορυφή μεταξύ των άλλων αγωνιστών της ηρωικής Μεγαλονήσου…».
Πράγματι ο Στυλιανός Βαρδάκης έχαιρε μεγάλης εκτίμησης, γιατί είχε πάρει μέρος σε όλες τις επαναστάσεις από το 1858 και ήταν αρχηγός της επαρχίας από το 1866. Ήταν πρόεδρος της δεκαμελούς Επιτροπείας Αγωνιστών του νομού Ρεθύμνης, αποστολή της οποίας ήταν η αξιολόγηση.
Απορίες στο έτος γέννησης
Ο κ. Μιχάλης Τρούλης που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον ήρωα, ύστερα από παράκληση των απογόνων του Γιάννη και Βαρδή Μανιουδάκη, των οποίων ήταν παππούς της μητέρας του Άννας, αναφέρει ως τόπο γέννησης το Ροδάκινο και έτος γέννησης το 1827, ενώ ο αείμνηστος Γεώργιος Εκκεκάκης αναφέρει στο βιβλίο του «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη» ως έτος γέννησης του Στυλιανού το 1823. Ο κ. Τρούλης, που είχε τη δυνατότητα να μελετήσει τα οικογενειακά αρχεία, αλλά και να μελετήσει σχετικά έγγραφα στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, προσθέτει ότι ο μεγάλος αγωνιστής ονομαζόταν και «Ροδακινιώτης» ακριβώς επειδή γεννήθηκε στο Ροδάκινο.
Αναφέρεται όμως και άλλη χρονολογία γέννησης, Αποχαιρετώντας τον νεκρό ο δημοδιδάσκαλος Ιωάννης Βαλεργάκης ανέφερε ότι ο Στυλιανός Βαρδής εγεννήθη το 1825. (Κρητική Επιθεώρηση – 17/2/1918). Ακόμα και με το επώνυμο δημιουργείται σύγχυση, καθώς αλλού αναφέρεται Βαρδής και αλλού Βαρδάκης.
Σύμφωνα με την έρευνα του κ. Μιχάλη Τρούλη, ο Βαρδάκης, παντρεύτηκε μια Βαλεργοπούλα κόρη από την Καρέ Ρεθύμνου και εγκαταστάθηκε στο Όρος Ρεθύμνου. Απέκτησε μεγάλη περιουσία και έχαιρε της εκτίμησης όλων για την ορθή κρίση, τη φρόνηση, τη σωματική ρώμη, τη γενναιότητα, την ισχυρή θέληση, την παρρησία και την επίκαιρη και καυστική ετοιμολογία του. Οι αρετές αυτές αναδείχθηκαν και εκτιμήθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια των Κρητικών Επαναστάσεων, όσο και μετά από αυτές, στους χρόνους της ελευθερίας και της ειρήνης.
Μετείχε ως πληρεξούσιος των Ρεθεμνιωτών Αγωνιστών στη συγκέντρωση των Κρητών στα Μπουτσουνάρια Χανίων (Απρίλιος του 1858). Στην Επανάσταση του 1866-69 μετείχε ως Αρχηγός των Οπλαρχηγών του Μεσημβρινού Τμήματος της επαρχίας Ρεθύμνης. Στην Επανάσταση του 1878 εκπροσώπησε την επαρχία του στα πεδία των μαχών, αλλά και στις Γενικές Επαναστατικές Συνελεύσεις, που οδήγησαν στη Σύμβαση της Χαλέπας.
Η συμμετοχή του και στην επανάσταση του 1889, του στοίχισε τη σύλληψη, την καταδίκη και τη δεκαπενταετή εξορία του στην Αφρική. Στην Επανάσταση της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής (1895-1896), συμμετείχε ως Αντιπρόεδρος και στην τελευταία απελευθερωτική Επανάσταση (1897-1898) ως Αρχηγός του Τμήματος Ρεθύμνου. Το 1898 εξελέγη μέλος της Γενικής των Κρητών Συνελεύσεως, η οποία καθιέρωσε τον πρώτο Συνταγματικό Χάρτη της Κρήτης. Μετά τα «Κρητικά Ελευθέρια» υπηρέτησε τον τόπο του από τις θέσεις του Δημάρχου Βρυσιναίων, του Προέδρου της Επί των Αγωνιστών Δεκαμελούς Επιτροπείας του Νομού Ρεθύμνης, όπου διακρίθηκε και για τις μοναδικές διοικητικές ικανότητές του, την αμεροληψία και την καλοσύνη.
Τίμησε το περιβάλλον του
H ένδοξη πορεία του Στυλιανού Βαρδάκη καθορίστηκε από το περιβάλλον που τον γαλούχησε. Γεννημένος στο μεγάλο ξεσηκωμό, συνήθισε την οσμή του μπαρουτιού και συνειδητοποίησε ποιο ήταν το οφειλόμενο χρέος ενός Κρητικού. Έτσι στα 30 του χρόνια που χρειάστηκε να αντικαταστήσει τον πατέρα του στην αρχηγία του τμήματος Βρυσιναίων ήταν πανέτοιμος να δικαιώσει την εμπιστοσύνη που του έδειξαν οι αρχαιότεροι αγωνιστές.
Κι έχει σημασία να το προσέξουμε αυτό. Σύμφωνα με τους άγραφους νόμους του αγώνα, αν ο πατέρας ήταν σπουδαίος αγωνιστής θα έπρεπε και ο γιος να δείχνει την ίδια γενναιότητα διαφορετικά γινόταν αντικείμενο μεγάλης περιφρόνησης. Ούτε κατά διάνοια ότι θα αναλάμβανε τόσο νευραλγικό πόστο αν δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις.
Από την πρώτη στιγμή ο Στυλιανός Βαρδάκης τίμησε το όνομα και τους αγώνες του πατέρα του βάζοντας ψυχή στον αγώνα. Έτσι σύντομα απέκτησε φήμη σαν όνομα αυτός ο ίδιος και όχι ως γιος ενός ήρωα.
Από τη θέση αυτή συμμετέχει και σε άλλες ενέργειες που προϋπόθεταν «ψυχή». Γιατί και μια απλή διαμαρτυρία πνιγόταν στο αίμα.
Το 1858 ο Στυλιανός Βαρδάκης εκπροσωπεί την επαρχία του στην μεγάλη συνέλευση που έγινε στα Πουτσουνάρια. Αξίζει να αναφερθούμε στην αφορμή αυτής της συγκέντρωσης και στο αποτέλεσμά της.
Οι περιπέτειες με την Αυτοκρατορική Γραφή
Σημαντικός σταθμός στις ιστορικές εξελίξεις που σημειώνονται στο νησί μας, υπήρξε ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856). Με τη Συνθήκη των Παρισίων (1856) ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να εκδώσει το περίφημο Χάττι Χουμαγιούν (Αυτοκρατορική Γραφή), με το οποίο παραχωρούσε για πρώτη φορά σημαντικά προνόμια στους χριστιανούς υπηκόους του (ανεξιθρησκία, προσωπική ελευθερία, εξασφάλιση της ιδιοκτησίας και της τιμής).
Η άρνηση των τουρκικών αρχών της Κρήτης επί Βελή Πασά, να εφαρμόσουν και στο νησί τις διατάξεις του Χάττι Χουμαγιούν οδήγησε σε νέα επαναστατική ενέργεια, που είναι γνωστή ως «Κίνημα του Μαυρογένη», από το όνομα του Χανιώτη οπλαρχηγού Εμμανουήλ Μαυρογένη (14 Μαΐου 1858). Ο φόβος για μια νέα επανάσταση, σε περίοδο που η Τουρκία ήταν διεθνώς ταπεινωμένη, ανάγκασε τον σουλτάνο να διαπραγματευτεί με τους αρχηγούς των Κρητών. Στις 7 Ιουλίου 1858 εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο παραχωρούνταν στους χριστιανούς της Κρήτης προνόμια θρησκευτικά, διοικητικά, φορολογικά και δικαστικά, καθώς επίσης και το δικαίωμα της οπλοφορίας. Ακόμη, παραχωρήθηκε το προνόμιο της οργάνωσης των χριστιανικών Δημογεροντιών, θεσμού μεγάλης σημασίας για την εσωτερική οργάνωση και τη ζωή των χριστιανικών κοινοτήτων. Οι Δημογεροντίες ανέλαβαν το σημαντικό έργο της κοινωνικής πρόνοιας και της παιδείας, με την ίδρυση νοσοκομείων και σχολείων.
Κατά την επόμενη δεκαετία, ως την έκρηξη της μεγάλης επανάστασης του 1866, η αγγλική προπαγάνδα προσπάθησε να καλλιεργήσει στην Κρήτη την ιδέα της δημιουργίας ενός «νησιωτικού ελληνικού κράτους», υπό αγγλική προστασία. Είναι η κίνηση των λεγόμενων «αντεπαναστατών», τους οποίους υποστήριζε και υποκινούσε ο Άγγλος Πρόξενος στα Χανιά Henry Ongley. Η ιδέα δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος, καθώς προσέκρουσε στην καθολική αποδοκιμασία των Κρητών και οι ελάχιστοι υποστηρικτές της απομονώθηκαν ως προδότες της εθνικής ιδέας και διακωμωδήθηκαν με λαϊκές σάτιρες.
Πάνω που πήγε να πάρει μια ανάσα το νησί ο διάδοχος του Βελή, ο επίσης βίαιος και αυταρχικός Ισμαήλ Πασάς προκαλεί την εξέγερση του 1866.
Από τους πρώτους που πιάνει το τουφέκι είναι ο καπετάν Βαρδής.
Οι παρακάτω πληροφορίες είναι από τη νεκρολογία του Ιωάννη Βαλλεργάκη.
Διακρίνεται ο οπλαρχηγός, στις πρώτες φονικές μάχες που έγιναν στο Βρύσινα, κι ήταν το πρώτο του βάπτισμα πυρός σε αρχηγική θέση.
Η αναμέτρηση ήταν σκληρή γιατί μια ομάδα γενναίων ήταν απέναντι σε μια ισχυρή δύναμη που ενίσχυε και το στρατιωτικό δυναμικό των Τούρκων από το Ρέθυμνο.
Η γενναιότητα και η αποφασιστικότητα που έδειξε έπεισε τους επιτελείς να του αναθέσουν την αρχηγία του μεσημβρινού τμήματος της επαρχίας, από τα πιο επικίνδυνα τμήματα. Γιατί ήταν ο πρώτος στόχος που θα έπρεπε να πλήξουν οι Τούρκοι ερχόμενοι από το Ρέθυμνο. Από την αντίσταση δε των πολεμιστών αυτής της γραμμής και κατά πόσο ήταν σε θέση να τους καθυστερήσουν καθοριζόταν η τύχη των άλλων αποσπασμάτων που κατείχαν άλλες θέσεις.
Ο καπετάν Βαρδής, όχι μόνο δημιουργούσε ανάχωμα που εμπόδιζε τους Τούρκους να προχωρήσουν περισσότερο, αλλά σαν αετός έπαιρνε τους γενναίους του κι έδινε μεγάλη βοήθεια σε άλλες περιοχές που κινδύνευαν όπως ο Πλατανές και ο Μαρουλάς.
Ήταν επίσης από τους πρώτους που έσπευσε να βοηθήσει το φλεγόμενο Αρκάδι, αλλά και μετά ήταν αυτός που καταδίωξε τους άνδρες του Μουσταφά, στα φαράγγια των Σφακίων και στις πλαγιές του Κέντρους, παρά το Γερακάρι και τον Τράχηλα.
Ήπιε κι αυτός το πικρό ποτήρι της απογοήτευσης μετά την αποτυχία της επανάστασης που έφερε περισσότερα δεινά στους χριστιανούς από τους οργισμένους Τούρκους.
Με παρέμβαση επέστρεψε στο νησί
Το Δεκέμβρη του 1868 σπίθες μόνο από την επανάσταση υπήρχαν σποραδικά στη δυτική Κρήτη.
Τότε ο αρχηγός της Ρεθύμνης Πετροπουλάκης ακολουθούμενος από λίγους αλλά γενναίους οπλαρχηγούς συνέχισε τον αγώνα. Από την ομάδα αυτή δεν μπορούσε να λείψει ο καπετάν Βαρδής. Όταν βρέθηκε στα Σφακιά περικυκλωμένος από ισχυρότατη δύναμη Τούρκων αναγκάστηκε να παραδοθεί. Το ίδιο και ο «Ροδακινιώτης» που μεταφέρθηκε πρώτα στη Σύρο και μετά στην Αθήνα όπου κι έμεινε κάπου τρία χρόνια.
Επέστρεψε στο νησί μετά από παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στην Πύλη.
Κοινωνικές τιμητικές διακρίσεις
Όσο γενναίος ήταν στον πόλεμο άλλο τόσο σημαντικός ήταν σε περίοδο ειρήνης. Τo κύρος του τον έφερνε σε σημαντικές θέσεις της κοινωνικής ιεραρχίας. Για μια πενταετία υπηρέτησε ως ταγματάρχης της Χωροφυλακής και για δυο χρόνια διετέλεσε έπαρχος Μυλοποτάμου και Αγίου Βασιλείου. Αργότερα διορίστηκε Γενικός Διοικητικός Σύμβουλος στα Χανιά, ιδιότητα που διατήρησε για δυο ακόμα χρόνια.
Δεν έμεινε επίσης αδιάφορος στη επανάσταση 1878 – 1879 αδιαφορώντας αν θα έχανε τη βολή του. Για τον καπετάν Βαρδή η πατρίδα ήταν πάνω από όλα.
Στα 1896 ξαναξεχείλισε το ποτήρι της καταπίεσης στο σκλαβωμένο νησί. Ο καπετάν Βαρδής ήταν πια μεγάλος, με επιβλητική μορφή που την έκαναν βιβλική σχεδόν τα άσπρα του μαλλιά. Δεν τον σταμάτησε όμως ούτε η ηλικία. Έσπευσε να δηλώσει παρών στη συνέλευση στους Κάμισους του Αποκόρωνα. Εκεί τον περίμεναν νέες συγκινήσεις, καθώς οι συμμετέχοντες οπλαρχηγοί τιμώντας τον ήρωα τον όρισαν αντιπρόεδρο της συνέλευσης.
Αυτή ήταν και η τελευταία εξέγερση. Ο καπετάν Στυλιανός Βαρδάκης αξιώθηκε να ζήσει το ξημέρωμα της λευτεριάς.
Δήμαρχος Βρυσιναίων
Στην ανασυγκρότηση της διοίκησης στο ελεύθερο πλέον νησί, ευτυχώς δεν ξεχάστηκε ο ατρόμητος καπετάνιος. Το ελεύθερο καθεστώς τίμησε τον καπετάν Βαρδή με την εκλογή του από τον πρίγκιπα Γεώργιο ως δημάρχου Βρυσιναίων.
Όταν το κράτος αποφάσισε να ενισχύσει τους μπαρουτοκαπνισμένους αγωνιστές με ένα μικρό βοήθημα, ο Στυλιανός Βαρδάκης ορίστηκε μέλος της επιτροπής που εξέταζε και αξιολογούσε τις αιτήσεις.
Ο ατρόμητος καπετάνιος εκτός από τη γενναιότητά του διακρινόταν και για την ευστροφία του που άφηνε έκπληκτους τους συνομιλητές του.
Αναφέρεται σχετικά ότι ευρισκόμενος στην Αθήνα και γνωστής της αξιοπρέπειας που τον διέκρινε με το πρόσχημα πρόσκλησης σε γεύμα επιδίωξε κάποιος πολιτικός παράγοντας να του δώσει τιμητικό δίπλωμα. Και ζήτησε υπογραφές για να τον ορίσει αντιπρόσωπο του νομού Ρεθύμνης στην Αθήνα.
Ο Βαρδής αντιλήφθηκε αμέσως το σκοπό του οικοδεσπότη που είχε στρώσει στο μεταξύ τάβλες αργυρές για τους καλεσμένους του. Έκανε υπομονή για να βρει την κατάλληλη στιγμή και σε ανύποπτο χρόνο ρώτησε τον οικοδεσπότη «Άραγες για τούτο να μας έκαμες το τραπέζι;». Κι όταν κατάλαβε πως είχε μαντεύσει σωστά συνέχισε «Έχασες καυμένε το φαητό σου». Και μετά από αυτό παρέσυρε και τους άλλους να σηκωθούν και να φύγουν.
Ένας τραγικός πατέρας
Δυστυχώς όμως αυτό που δεν κατάφερε κανένας εχθρός στο πεδίο της τιμής, δηλαδή να πλήξει τον γενναίο αυτό οπλαρχηγό, το πέτυχε ο θάνατος ανοίγοντας αγιάτρευτες πληγές στην καρδιά του πατέρα.
Ήταν Ιούνιος του 1885 όταν έχασε τη Βαγγελίτσα του. Ήταν η μοναχοκόρη του. Ένα πανέμορφο πλάσμα που έφυγε τόσο άδοξα χωρίς να προλάβει να χαρεί τη ζωή. Ο θάνατός της συγκλόνισε την τοπική κοινωνία. Η εφημερίδα «Αρκάδιον» δημοσιεύει μια πολύ συγκινητική νεκρολογία που αναφέρεται στις χάρες του άτυχου κοριτσιού ( φ.36 /29/6/1885).
Δεν ήταν όμως αυτό μόνο το πλήγμα που δέχτηκε ο άτυχος πατέρας.
Ο γιος του Εμμανουήλ, που είχε γεννηθεί το 1861, παρότι ήταν υπάλληλος του Ειρηνοδικείου και το 1912, σε προχωρημένη ηλικία έσπευσε να καταταγεί εθελοντής στον πόλεμο του 1912.
Σκοτώθηκε κατά τις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Μυτιλήνης (5/12/1912). Ενταφιάστηκε μάλιστα με τιμές ήρωα στο μονή Λειμώνος, όπου έχει εντοιχιστεί αναμνηστική πλάκα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ίδια μάχη σκοτώθηκε και ο νεαρός Ρεθεμνιώτης φοιτητής Ιωάννης Παυλιδάκης.
Ήταν φυσικό να τελειώσει ο βίος του τραγικού πατέρα σε σκοτάδι πένθους, αφού είχε κλείσει το σπίτι του μετά το διπλό αυτό χτύπημα του χάρου. Είχε στο μεταξύ πεθάνει και η γυναίκα του, μια αγγελική ψυχή άξια να συμπορεύεται στο βίο με ένα τόσο σημαντικό άνδρα.
Για δυο χρόνια ήταν κλινήρης σε ένα στενό κρεβάτι. Αν και το κορμί του δοκιμαζόταν δεν τον εγκατέλειψε η ευστροφία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Είχε πει μάλιστα στο δάσκαλο Ιωάννη Βαλεργάκι που τον επισκεπτόταν ότι το τέλος πλησίαζε. Και δυο μέρες μετά παρέδωσε το πνεύμα.
Ο θάνατος τον βρήκε βυθισμένο στη θλίψη αλλά πάντα με το κεφάλι ψηλά χωρίς να τον εγκαταλείψει η αξιοπρέπεια ούτε ένα λεπτό. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη.
Έτσι επάξια κατέχει μια ζηλευτή θέση στο πάνθεον των ηρώων διακώνοντας τους νέους του καιρού του που τον είχαν πρότυπα γενναιότητας και φιλοπατρίας.
Πηγές:
Γεωργίου Εκκεκάκη: «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη».
Μιχάλη Τρούλη: Στυλιανός Βαρδάκης και Στυλιανός Μανιουδάκης: Δύο Ρεθεμνιώτες Αγωνιστές από την Γραμβούσα ως τη Μάχη της Κρήτης, Ρέθυμνο 2009.
Κρητική Επιθεώρηση: φύλλα 17-18 Φεβρουαρίου 1918.
Αρκάδιον: Νεκρολογία: φ. 36//29/6/1885.