Ανατρέχοντας στις ηρωικές σελίδες του στρατού μας την πρώτη εικοσαετία του περασμένου αιώνα και πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν υπάρχει μάχη και ελληνικός θρίαμβος και να μην αναφέρεται ο Στυλιανός Γαλερός. Ακόμα και στο μέτωπο της Ουκρανίας διακρίθηκε.
Για τους νεότερους αναγνώστες μας να σημειώσουμε ότι υπήρξε και τον περασμένο αιώνα μια κρίση στο χώρο που μαίνεται στις μέρες μας ο πόλεμος, δημιουργώντας τόσα θύματα και αναρίθμητους πρόσφυγες. Ήταν αμέσως μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση, στις 3 Μαρτίου του 1917, όταν συστάθηκε το λεγόμενο κεντρικό συμβούλιο της Ουκρανίας, το οποίο και προχώρησε στην αυτονομία της χώρας υπό το όνομα Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας με πρωτεύουσα το Κίεβο.
Την είχε αναγνωρίσει και η τότε σοβιετική κυβέρνηση (Απρίλιος 1917). Στη κίνηση όμως αυτή αντέδρασε, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η φράξια των Μποσελβίκων δημιουργώντας παράλληλα, μετά την ανεπιτυχή επανάσταση του Κιέβου, τη Σοβιετική Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας με πρωτεύουσα το Χάρκοβο, τη λεγόμενη και ανατολική Ουκρανία. Συνέπεια αυτού ήταν να ξεσπάσει ο Ουκρανο-Σοβιετικός πόλεμος, κατά τον οποίο η Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας (Δυτική) να μετατραπεί σε Χετμανάτο και να ζητήσει τη βοήθεια της Γερμανίας, μετά μάλιστα τη συνομολόγηση της συνθήκης της Βρέστης, καθιστάμενη τελικά γερμανικό προτεκτοράτο υπό τον Γερμανό στρατάρχη Χέρμαν φον Άιχορν, διοικητή της ομάδας των γερμανικών στρατιών Κιέβου.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μόλις πληροφορήθηκε τις διαθέσεις των Γάλλων για την εκστρατεία της Κριμαίας, έσπευσε αμέσως να χαιρετήσει την ιδέα, προσφέροντας μάλιστα στη διάθεσή τους, αρχικά, ολόκληρη δύναμη Σώματος Στρατού, αποτελούμενη από τρεις μεραρχίες, δηλαδή μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη με την οποία εκστράτευσαν οι Γάλλοι.
Η αποστολή του παραπάνω ελληνικού εκστρατευτικού σώματος υπήρξε ιδιαίτερα προβληματική. Όπως παρατηρήθηκε αυτή έγινε αφενός μεν βεβιασμένα, αφετέρου δε με πολύ παράδοξο τρόπο. Καταρχήν δεν υπήρξε οργάνωση της μεταφοράς, αλλά ούτε και προγραμματισμός της αποστολής του. Έτσι η αποστολή του γίνονταν κατά τμήματα από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και άλλα της Μακεδονίας, κυρίως με γαλλικά μεταγωγικά χωρίς το βαρύ οπλισμό, πυροβόλα κ.ά., τα οποία στέλνονταν στη συνέχεια με μεταγωγικά και φορτηγά πλοία. Δεν υπήρχε επίσης κεντρική ελληνική διοίκηση του εκστρατευτικού σώματος, αλλά με την άφιξη των τμημάτων του στην Κριμαία αυτά περιέρχονταν υπό τις διαταγές των επί τόπου Γάλλων διοικητών και διασκορπίζονταν σε μικρότερες μονάδες, τάγματα και λόχους, χωρίς μεταξύ τους συνοχή. Αλλά και οι Γάλλοι δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επιχειρήσεων, εκτός από το «βλέποντας και κάνοντας».
Φθάνοντας η πρώτη αποστολή στην Οδησσό, τέθηκε αμέσως υπό τις διαταγές της 156ης γαλλικής μεραρχίας, που όμως δεν είχε λάβει καμία μέριμνα για την υποδοχή και εναποθήκευση του ελληνικού στρατιωτικού υλικού, που εκφορτώθηκε στην αποβάθρα. Τελικά αυτό μεταφέρθηκε και εναποθηκεύτηκε πρόχειρα σε αποθήκες με τη φροντίδα της ελληνικής ομογένειας της Οδησσού, με δικά της έξοδα και με εντόπια μεταφορικά μέσα. Παρά ταύτα ο Αρχηγός των εκεί γαλλικών στρατευμάτων με ημερήσια διαταγή χαιρέτησε την άφιξη του ελληνικού στρατού εξαίροντας την αποστολή του.
Με το πέρας της εκστρατείας αυτής το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα μεταφέρθηκε στη Μικρά Ασία, για ενίσχυση του μετώπου της μικρασιατικής εκστρατείας που μόλις είχε ξεκινήσει.
Σε όλες αυτές τις πολεμικές δράσεις έδωσε έντονο το παρόν ο Στυλιανός Γαλερός.
Ήταν γιος του Ανδρέα (Γαλεραντρέα) και της Καλλιρόης (Καλλιρής) ή Πηνελόπης Ηλιομαρκάκη από τα Ρούστικα. Γεννήθηκε στον Καλονύκτη στις 5 Ιανουαρίου 1878.
Ο παππούς του ήρωα, Βασίλης ή Αναγνώστης Ηλιομαρκάκης, με το όνομα, ήταν ο αρχηγός των επαναστάσεων 1866 και 1878 στην περιοχή Ρεθύμνου κι αυτός που διαμόρφωσε την προσωπικότητα του Ανδρέα.
Το πάθος του για την ελευθερία έφερε το Στυλιανό Γαλερό, τρία χρόνια νωρίτερα στα μετερίζια του αγώνα. Αν και ήταν στρατολογικής κλάσης του 1899, συμμετείχε ως ενήλικος από τις 18 Μαΐου 1896, στην επανάσταση 1895-1898 και συμμετείχε στις μάχες του Αρμού στο Πάνω Βαλσαμόνερο, του Βιολή το Χαράκι το Φεβρουάριο του 1897 και στο Σωμαθιανό φαράγγι στις 4 Αυγούστου 1897. Συμμετείχε επίσης στην Επανάσταση του Θερίσσου και μάλιστα ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον εκτιμούσε τόσο πολύ, ώστε του ανέθετε τις πιο εμπιστευτικές αποστολές, όπως την είσπραξη της οικονομικής βοήθειας από τους διάφορους αγωνιστές για το πατριωτικό κίνημα.
Ανακατευόταν με συνέπεια και στα κοινά προσφέροντας έργο, όπου κι αν τον επέλεξαν να συνεργαστεί. Εκείνος μάλιστα πήγαινε και λίγο παραπέρα από τους καταστατικούς στόχους κάθε φορέα.
Όταν ήταν ταμίας του Σκοπευτικού συλλόγου Ρεθύμνης «Το Αρκάδι», συνέβαλε στην εκπαίδευση των Ρεθύμνιων και μελών του συλλόγου στα όπλα, ώστε να είναι έτοιμοι στο κάλεσμα της πατρίδας. Κι αυτό φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμο στις πολεμικές περιπέτειες που ακολούθησαν.
Η πολεμική του δράση
Στους Βαλκανικούς πολέμους, συγκρότησε και εξόπλισε τον Οκτώβριο του 1912 με δικά του έξοδα, αντάρτικο και άτακτο σώμα 44 ανδρών από Κρήτες και άλλους Έλληνες εθελοντές. Το σώμα των εθελοντών, το οποίο ήταν ένα από τα 77 σώματα Κρητών των Βαλκανικών Πολέμων, συμμετείχε στο Αποβατικό σώμα Χειμάρρας που συγκροτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1912 στην Κέρκυρα, μαζί με τμήματα του Ελληνικού Στρατού και συνολικά 200 Κρήτες κατά πλειοψηφία (μετά των επίσης Κρητών οπλαρχηγών Παπαγιαννάκη, Τζουλάκη και Πολυξίγγη), υπό τις διαταγές τις οποίες έδιδε ο ταγματάρχης Σπύρος Σπυρομήλιος. Όλοι αυτοί μαζί με μικρή δύναμη Χειμαρριωτών, επιχειρούν με απόβαση στον όρμο Σπήλια, για την κατάληψη της Χειμάρρας και την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους, με τους οποίους συνεπλάκησαν στις 5 Νοεμβρίου 1912 και ο σημαιοφόρος Κωνσταντίνος Αγγελάκης από το καπετανάτο Κυρβιτσάκη του σώματος Γαλερού υψώνει την ελληνική σημαία στην Χειμάρρα Πέραν της Χειμάρρας, απελευθερώνουν και τα χωριά του καζά της Χειμάρρας, Βούνο, Λιάτες, Δρυμάδες και Παλάσα, φθάνοντας ως την διάβαση του Λογαρά και διακρίθηκε με το σώμα του και τους λοιπούς Κρήτες εναντίων των Αλβανών στη μάχη του Λογαρά στις 12/11/1912 και στη νικηφόρα μάχη της Παλάσσης (θέση Γκρόπα της περιοχής Λογαρά) εναντίων των Τούρκων στις 27 και κυρίως 28 Δεκεμβρίου 1912. Στις 13/11/1912 το αποβατικό σώμα ενισχύθηκε με λόχο 100 ανδρών από την Κέρκυρα. Συνολικά με το σώμα του, έμεινε 5 μήνες στην περιοχή της επαρχίας Χειμάρρας.
Από την πηγή που αντλούμε στοιχεία για το Γαλερό αναφέρονται και οι παρακάτω σημαντικοί σταθμοί της δράσης του:
– Β’ Βαλκανικός Πόλεμος: ο Γαλερός προτείνει στον Βενιζέλο να λάβει μέρος στον πόλεμο με το σώμα του.
– Κίνημα Εθνικής Αμύνης: Ο Στυλιανός Γαλερός ήταν από τα κορυφαία στελέχη του κινήματος Εθνικής Αμύνης στο Ρέθυμνο, τότε που έλαβε και τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.
– Mακεδονικό Μέτωπο: Διεκρίθη στην μάχη της Δοϊράνης στις 5/18 Σεπτεμβρίου 1918.
– Μικρασιατική Εκστρατεία: Διακρίθηκε στην υπεράσπιση των Λύγδων Οδεμησίου από τους Τσέτες. Στις 29/4/1921ή στις 28/5/1921 παραιτείται από το στράτευμα, κατόπιν αιτήσεως του, οπότε και επιστρέφει στο Ρέθυμνο.
– Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922: Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή που οδήγησε στην έξωση του βασιλέα Κωνσταντίνου από την Ελλάδα από το επακόλουθο στρατιωτικό κίνημα Πλαστήρα – Γονατά, ήταν από τους Ρεθεμνιώτες Bενιζελικούς οπλαρχηγούς που στα γεγονότα του Ρεθύμνου 15 με 17 Σεπτεμβρίου 1922, κατάφεραν με την ανάπτυξη πολιτοφυλακής, να σωθεί το Ρέθυμνο από την άναρχη δράση διαφόρων ένοπλων ομάδων και να περάσει στην Επαναστατική διοίκηση. Με τον αδερφό του Ιωάννη και τον ξάδερφο του Χαράλαμπο Γαλερό συγχαίρουν την Επαναστατική Κυβέρνηση Αθηνών, για την εκτέλεση των έξι στις 15/11/1922, που καταδικάστηκαν ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Παρά ταύτα θεωρεί την οργάνωση εφεδρικού σωματείου στον νομό Ρεθύμνης ως απαραίτητη, προκειμένου να ελεγχθούν όσοι από τους συνοπαδούς του ενήργησαν για τα δικά τους συμφέροντα, αντί να αποτρέψουν την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και την συνεπακόλουθη Μικρασιατική Καταστροφή.
Σημαντική πηγή το ημερολόγιό του
Ένας άξιος απόγονος του ήρωα, ο τραπεζικός Ευστράτιος Σταυρουλάκης, που έχει αναλωθεί στην έρευνα για τις ιστορικές ρίζες της γενιάς του, έχει επιμεληθεί ένα πληρέστατο βιογραφικό για τον επιφανή πρόγονό του. Έχει επίσης αξιοποιήσει με θαυμαστό τρόπο το ημερολόγιο του καπετάν Γαλερού, πολύτιμο σε ιστορικά στοιχεία.
Επιστρέφοντας στο Ρέθυμνο ο Γαλερός ανέπτυξε έντονη κοινωνική και πολιτική δράση. Αναφέρουμε λεπτομέρειες σε σχετικά αφιερώματα που έχουμε δημοσιεύσει στο παρελθόν.
Ο θάνατός του Στυλιανού Γαλερού την Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 1934, από ανακοπή καρδιάς προκάλεσε αίσθηση στην πόλη που του απέδωσε τις τιμές που άξιζε.
Η λειτουργία στην Αγία Σοφία
Σ’ αυτή την εκστρατεία στην Ουκρανία, συνέβη και το μεγάλο ανδραγάθημα του παπά Λευτέρη Νουφράκη που αδιαφορώντας για τους Τούρκους, λειτούργησε στην Αγία Σοφία που ήταν τζαμί.
Για τον ατρόμητο ρασοφόρο είχαμε αναφέρει σε προηγούμενα αφιερώματα τη συμβολή του στη μάχη τού Σαρανταπόρου, όπου έλαβε το βάπτισμα του πυρός επιδεικνύοντας απαράμιλλο θάρρος και αποφασιστικότητα. Αλλά το ίδιο και στη μάχη των Γιαννιτσών (18/20 Οκτ.), στο Όστροβο, στο Γκορνίτσοβο και στην πολιορκία τού Μπιζανίου ο ιεροδιάκονος Νουφράκης επέδειξε τον ίδιο ηρωισμό.
Αποκορύφωμα όμως της πατριωτικής του δράσης στάθηκε η λειτουργία στην Αγιά του Θεού Σοφία το έτος 1919, όταν τα ελληνικά καράβια περνούσαν από την Πόλη, μεταφέροντας τις 2η και 13η μεραρχίες μας στη Ρωσία.
Η Β’ Ελληνική Μεραρχία που όπως προαναφέραμε συμμετείχε στο «συμμαχικό» εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία στάθμευσε για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία την εποχή εκείνη βρισκόταν υπό «συμμαχική επικυριαρχία», ύστερα από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σύμφωνα με τον Ανδρέα Κυριάκο στο περιοδικό «Τα Πάτρια» «…μια ομάδα Ελλήνων αξιωματικών με επικεφαλής 4ο γενναίο κρητικό και μαζί του τον ταξίαρχο Φραντζή, τον ταγματάρχη Λιαρομάτη, το λοχαγό Σταματίου και τον υπολοχαγό Νικολάου αγνάντευαν από το πλοίο την πόλη και την Άγια-Σοφιά, κρύβοντας βαθιά μέσα στην καρδιά τους το μεγάλο μυστικό τους, τη μεγάλη απόφαση που είχαν πάρει το περασμένο βράδυ, ύστερα από πρόταση και έντονη επιμονή του τολμηρού Κρητικού παπα-Λευτέρη Νουφράκη. Να βγουν δηλαδή στην πόλη και να λειτουργήσουν στην Αγιά-Σοφιά.
Όλοι τους ήταν διστακτικοί, όταν άκουσαν τον παπα-Λευτέρη να τους προτείνει το μεγάλο εγχείρημα. Ήξεραν ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.
Όμως ο παπα-Λευτέρης είχε πάρει την απόφασή του, ήταν αποφασιστικός και κατηγορηματικός. «Αν δεν έρθετε εσείς, θα πάω μοναχός μου! Μόνο ένα ψάλτη θέλω. Εσύ, Κωνσταντίνε Λιαρομάτη, θα μου κάνεις τον ψάλτη; «Εντάξει, παππούλη», του απάντησε ο ταγματάρχης, ο οποίος πήρε και αυτός την ίδια απόφαση, κι όλα πια είχαν μπει στο δρόμο τους.
Τελικά, μαζί τους πήγαν και οι άλλοι. Το πλοίο που μετέφερε τη Μεραρχία είχε αγκυροβολήσει στ’ ανοιχτά, γι’ αυτό επιβιβάστηκαν σε μία βάρκα στην οποία κωπηλατούσε ένας Ρωμιός της Πόλης και σε λίγο αποβιβάστηκαν στην προκυμαία.
Ο Κοσμάς, Ο ντόπιος βαρκάρης, έδεσε τη βάρκα και τους οδήγησε από το συντομότερο δρόμο στην Αγιά Σοφιά. Ο παπα-Λευτέρης ψιθύρισε με μεγάλη συγκίνηση: «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς Ναόν Άγίον σου εν φόβω…». Προχωρεί γρήγορα, δεν χρονοτριβεί, εντοπίζει το χώρο στον όποιο βρισκόταν το Ιερό και η Αγία Τράπεζα. Βρίσκει ένα τραπεζάκι, το τοποθετεί σ’ αυτή τη θέση, ανοίγει την τσάντα του, βγάζει όλα τα απαραίτητα για τη Θεία Λειτουργία, βάζει το πετραχήλι του και αρχίζει.
Όλα γίνονται ιεροπρεπώς, σύμφωνα με το τυπικό της Εκκλησίας.
Στο μεταξύ η Αγιά Σοφιά, έχει γεμίσει με Τούρκους κι ανάμεσα τους υπάρχουν και πολλοί Έλληνες της Πόλης, οι οποίοι βρέθηκαν εκεί αυτή την ώρα και παρακολουθούν με συγκίνηση τη λειτουργία, χωρίς να τολμούν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματα τους «δια τον φόβον των Ιουδαίων», ήτοι των Τούρκων. Μόνο κάποιες στιγμές δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα δάκρυα, πού τρέχουν από τους οφθαλμούς τους και για να μην προδοθούν φροντίζουν και τα σκουπίζουν πριν γίνουν «πύρινο» ποτάμι και τότε ποιος θα μπορούσε να τα συγκρατήσει.
Η λειτουργία στο μεταξύ φτάνει στο ιερότερο σημείο της, την Αναφορά. Ο παπα-Λευτέρης, με πάλλουσα από τη συγκίνηση φωνή, λέει: «Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα». Όλοι οι αξιωματικοί γονατίζουν και ή φωνή του ταγματάρχη Λιαρομάτη ακούγεται να ψέλνει το «Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν, Κύριε, και δεόμεθά Σου, ό Θεός ημών». Σε λίγη ώρα ή αναίμακτη θυσία του Κυρίου μας έχει τελειώσει στην Αγιά Σοφιά, ύστερα από 466 ολόκληρα χρόνια!! Ακολουθεί το «Άξιον εστίν», το «Πάτερ ημών», το «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε» και όλοι οι αξιωματικοί πλησιάζουν και κοινωνούν τα Άχραντα Μυστήρια. Ο παπα-Λευτέρης λέει γρήγορα τις ευχές και ενώ ο Λιαρομάτης ψέλνει το «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον…» καταλύει το υπόλοιπων της Θείας Κοινωνίας και απευθυνόμενος στον υπολοχαγό Νικολάου του λέει: «Μάζεψε τα γρήγορα όλα και βαλτά μέσα στην τσάντα». Ύστερα κάνει την Απόλυση! Ή Θεία Λειτουργία στην Άγια-Σοφιά, έχει ολοκληρωθεί. Ένα όνειρο δεκάδων γενεών Ελλήνων έχει γίνει πραγματικότητα. Ο παπα-Νουφράκης και οι τέσσερις αξιωματικοί είναι έτοιμοι να αποχωρήσουν και να επιστρέψουν στο πλοίο. Ή Εκκλησία όμως είναι γεμάτη Τούρκους, οι όποιοι έχουν αρχίσει να γίνονται άγριοι, επιθετικοί συνειδητοποιώντας τι ακριβώς είχε συμβεί. Η ζωή τους κινδυνεύει άμεσα.
Όμως δε διστάζουν, πλησιάζει ο ένας τον άλλο, γίνονται «ένα σώμα», μια γροθιά και προχωρούν προς την έξοδο.
Οι Τούρκοι είναι έτοιμοι να τους επιτεθούν, όταν ένας Τούρκος αξιωματούχος παρουσιάζεται με την ακολουθία του και τους λέει: «Ντουρούν χέμεν» (αφήστε τους να περάσουν Στο άκουσμα αυτών των λόγων οι Τούρκοι υποχωρούν. Ο παπα-Νουφράκης και οι άλλοι αξιωματικοί βγαίνουν από την Αγιά Σοφιά κατευθυνόμενοι προς την προκυμαία, όπου τους περιμένει ή βάρκα. Ένας μεγαλόσωμος Τούρκος τους ακολουθεί, σηκώνει ένα ξύλο και ορμά για να χτυπήσει τον παπα-Νουφράκη. Διαισθάνεται, ξέρει ότι αυτός ο παπάς είναι ο εμπνευστής αυτού του γεγονότος. Ο ηρωικός παπάς σκύβει για να προφυλαχθεί, αλλά ο Τούρκος καταφέρνει και τον χτυπά στον ώμο. Λυγίζει το σώμα του από τον αβάσταχτο πόνο, όμως μαζεύει τις δυνάμεις του, ανασηκώνεται και συνεχίζει να προχωρεί.
Ο τολμηρός απλός παπάς, από τις Άλωνες Ρεθύμνου, σήκωσε πάνω στους ώμους του και ζωντάνεψε, έστω και για λίγο, ένα από τα πιο επικά, πιο ιερά, πιο άγια όνειρα.
Κύλησαν τα χρόνια και το γεγονός ξεχάστηκε μαζί με τον πρωταγωνιστή του, ο οποίος αισθανόταν πάντα έτοιμος να υπηρετήσει την πατρίδα του.
Ο πόλεμος του ’40 τον βρίσκει συνταξιούχο. Επιμένει όμως να πολεμήσει. Και δηλώνει εθελοντής.
Βρίσκεται κι αυτός στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας να πολεμά τον ύπουλο εχθρό. Εκεί παθαίνει κρυοπαγήματα. Μεταφέρεται στην Αθήνα λόγω κρισιμότητας της κατάστασής του. Γιατί ένα παλιό τραύμα στο πόδι του, από το Μικρασιατικό Πόλεμο εξαιτίας των κρυοπαγημάτων, δημιουργεί σοβαρότερα προβλήματα υγείας στον ατρόμητο παπα-Λευτέρη.
Έτσι ταλαιπωρημένο τον βρίσκει ο θάνατος. Πέθανε στους Αμπελόκηπους τον Αύγουστο του 1941.
Πηγές:
Βικπαίδεια
Στρατή Ε. Σταυρουλάκη: Αρκετά δημοσιεύματα για τον ηρωικό του πρόλογο κι ένα σημαντικό ημερολόγιό του.
Γιώργη Εκκεκάκη: Στυλιανός Γαλερός («Ρεθεμνιώτικα Νέα» 1999).
Εύας Λαδιά: Έτρεφε τους στρατιώτες του με δικά του έξοδα.
Εύας Λαδιά: Όταν ο καπετάν Αβάτζος αποχαιρετούσε τον συναγωνιστή του.
Εύας Λαδιά: Παπά-Λευτέρης Νουφράκης: Λειτούργησε στην Αγία Σοφία 466 χρόνια μετά την άλωση.