Σε ένα αγαθό λευίτη εστιάζεται το σημερινό μας οδοιπορικό μνήμης. Ένα πρότυπο ιερέα που έζησε τους χαλεπούς καιρούς, όπου δοκιμάζονταν οι ανθρώπινες αξίες και το ανάστημα της ψυχής.
Η αναφορά μας στον παπα Στυλιανό Καλογεράκη από τον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου.
Από ονομαστή οικογένεια
Γεννήθηκε το 1911 από ονομαστούς γονείς. Από τις πρώτες τάξεις του σχολείου έδειχνε έφεση στη μάθηση. Έτσι παρά τις δυσκολίες που δημιουργούσε η μόρφωση ενός παιδιού στον οικογενειακό προϋπολογισμό εκείνες τις εποχές, με χαρά άνοιξαν οι γονείς του τις θύρες της μάθησης στον γιο τους που παρακολούθησε τα μαθήματα του Γυμνασίου στο Ρέθυμνο. Το 1927 μόλις τέλειωσε τον έστειλαν στην Εκκλησιαστική Σχολή Χανίων. Η μεγάλη του ευσέβεια τον είχε προετοιμάσει για να γίνει λειτουργός του Υψίστου.
Η αγιασμένη σκιά του περίφημου Μητροφάνη, που έχει τη μεγάλη τιμή να είναι συγγενής του βαραίνει στη μεγάλη του απόφαση.
Ποιος ήταν ο Μητροφάνης
Αξίζει να ανοίξουμε μια παρένθεση και να θυμηθούμε την σπουδαία μορφή του ήρωα κληρικού που έδρασε στα δύσκολα χρόνια της τουρκικής κατοχής.
Ο Μητροφάνης καταγόταν από τον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου. Γεννήθηκε το έτος 1798 και σκοτώθηκε από τους Τούρκους το έτος 1829 σε ηλικία μόλις 31 ετών. Ο Μητροφάνης είχε επαναστατικό χαραχτήρα και γι’ αυτό διάλεξε τη χαΐνικη ζωή. Υπήρξε αρματωλός δηλαδή αντάρτης της εποχής, γιατί δεν άντεχε να βλέπει τον σκλαβωμένο λαό να υποφέρει κάτω από τον Τουρκικό ζυγό. Υπήρξε και αρχηγός αντάρτικου σώματος με την έναρξη της Επανάστασης του 1821. Έδρασε σαν άλλος Ξωπατέρας, για την περιοχή της Αμπαδιάς. Η χαΐνικη δράση του, όπως και του Ξωπατέρα, έφτασε ως την Πελοπόννησο.
Πριν την έναρξη της Επανάστασης του 1821 είχε διαπράξει πολλά ανδραγαθήματα κατά των Γενιτσάρων και τους είχε κατατρομάξει και μόνο με την εμφάνισή του. Γι’ αυτό οι Γενίτσαροι επεδίωκαν με κάθε τρόπο να τον εξοντώσουν.
Ο Μητροφάνης σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να αποφύγει και να προφυλαχτεί από τις ενέδρες που του έστηναν οι Γενίτσαροι της περιοχής Αμπαδιάς αν γινόταν μοναχός στη Μονή Ασωμάτων. Γι’ αυτό αποφάσισε και έγινε μοναχός στην Ιερά Μονή Ασωμάτων, όπου και έλαβε το μοναχικό όνομα «Μητροφάνης», αλλά χωρίς να εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα.
Η δράση του Μητροφάνη δεν περιορίστηκε στην Κρήτη, αλλά με τους επίλεκτους άνδρες του πήγε στην Πελοπόννησο και πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά του Ιμπραήμ Πασά και των Τούρκων εθελοντών, των λεγόμενων Καλοντζίδων, οι οποίοι είχαν πάει από την Κρήτη στην Πελοπόννησο για να καταστείλουν την επανάσταση. Αγωνίστηκε με τους πολεμιστές του πιθανόν για τρία (3) περίπου χρόνια, από το 1824 έως το 1827, στην Πελοπόννησο και κατάφερε σοβαρά πλήγματα στους Τούρκους. Μετά τη λήξη του αγώνα στην Πελοπόννησο επέστρεψε στην Κρήτη και συνέχισε τη δράση του κατά των Τούρκων.
Είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων της περιοχής Αμπαδιάς, οι οποίοι ήθελαν με κάθε τρόπο να τον εξοντώσουν. Μόλις πληροφορηθήκανε οι διαμένοντες στο Ηράκλειο Τούρκοι Αμπαδιώτες ότι ο Μητροφάνης με τα παλικάρια του επέστρεψε στη Μονή Ασωμάτων, φοβηθήκανε σε μεγάλο βαθμό, γι’ αυτό και αποφασίσανε να τον εξοντώσουνε με κάθε τρόπο. Ανέθεσαν λοιπόν σε μια ομάδα Αμπαδιωτών να πάνε στην επαρχία Αμαρίου που η Επανάσταση τότε ευρίσκετο σε ύφεση και, ως μυστική Ζουρίδα, να κατορθώσουν να σκοτώσουν τον Μητροφάνη. Η επιθυμία της εξόντωσης του Μητροφάνη ήτανε μεγάλη γι’ αυτό υποσχεθήκανε μεγάλες αμοιβές στην ομάδα των Αμπαδιωτών εκτελεστών, εφόσον τον σκοτώσουν, να του κόψουν το κεφάλι και το πάνε στο Ηράκλειο.
Φθάσανε πράγματι από το Ηράκλειο οι εντολοδόχοι Αμπαδιώτες και κρυφτήκανε κοντά στη Μονή Ασωμάτων σε κατάλληλη θέση, όπου είχανε πληροφορίες ότι θα περνούσε ανύποπτος ο Μητροφάνης και θα έπεφτε στην ενέδρα τους. Πράγματι, ο Μητροφάνης πέρασε από το σημείο της ενέδρας και αμέσως δέχτηκε ομοβροντία πυρών από πίσω και έπεσε στους βάτους σε ένα ρυάκι και εξέπνευσε. Επειδή το όπλο που κρατούσε ο Μητροφάνης πήρε τέτοια θέση σαν να σκόπευε γι’ αυτό και διστάζανε για πολλή ώρα να τον πλησιάσουνε φοβούμενοι μήπως ήτανε ζωντανός.
Αφού πέρασε αρκετός χρόνος και πειστήκανε ότι ο Μητροφάνης ήτανε νεκρός πλησιάσανε και του κόψανε την κεφαλή, την οποία τοποθετήσανε μέσα σε ένα σάκο (ντορμπά). Στη συνέχεια έτρεξαν και σε σύντομο χρόνο έφτασαν στο χωριό Άγιος Ιωάννης από όπου καταγόταν και συνάντησαν συγκεντρωμένες γυναίκες του χωριού. Αμέσως έβγαλαν την κεφαλή από το σάκο, την έδειχναν στις γυναίκες και έλεγαν: «Γνωρίζετε κυράδες αυτήν την κεφαλήν;». Μεταξύ των γυναικών που ήταν συγκεντρωμένες ήτανε και η δύστυχη μητέρα του Μητροφάνη, η οποία μόλις είδε την κεφαλή του γιού της την αναγνώρισε και με κραυγές και οδυρμούς απάντησε: «Ποιος, σκύλοι, δεν γνωρίζει την κεφαλήν του παιδιού του; Μα τί θαρρείτε; Πως εσκοτώσατε τον Μητροφάνη θα χαθεί η Χριστιανότης; Όχι, δεν χάνεται.»
Για το Μητροφάνη όμως θα ακολουθήσει μεγαλύτερο αφιέρωμα κοντά στην επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας.
Άξιος απόγονος
Ο παπα Στυλιανός αισθάνεται μεγάλο θαυμασμό για τους ηρωικούς προγόνους του και αισθάνεται την ανάγκη να υπηρετεί την αξιοπρέπεια και τις ανθρώπινες αξίες με ταπεινοφροσύνη. Γίνεται όμως η ζωή του πρότυπο για τους άλλους νέους, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώξει. Ακολουθεί η στρατιωτική θητεία και η διακονία στην Ιερά Μονή Πρέβελη. Μια ευκαιρία άσκησης πνευματικής πριν αναλάβει τα υψηλά του καθήκοντα.
Νέος δημιουργεί οικογένεια με μια εξαιρετική κοπέλα από την περιοχή, τη Θεονύμφη Παραδεισανού.
Στους ίδιους πάντα χαμηλούς τόνους ξεκινά τη διακονία του, αλλά ο θείος λόγος που μεταφέρει στους πιστούς με την ίδια ιερότητα της θείας μετάδοσης, ενισχύεται και από πηγές της παράδοσης. Σκοπός του να μην ξεχνούν οι ενορίτες του και το ιστορικό παρελθόν του χωριού.
Ήρθε ο πόλεμος που έσερνε μαζί του και όλα τα δεινά για τον άμαχο πληθυσμό Ο παπα Στυλιανός προσπαθεί να εμψυχώνει τον κόσμο, ιδιαίτερα εκείνους που ξέρει ότι κάνουν αντίσταση. Ανάμεσά τους ο περίφημος «παππούς» της Αντίστασης ο πολιτικός Μανόλης Παπαδογιάννης. Οι προσευχές του εστιάζονται στον ιερό αγώνα και παρακαλεί τον Ύψιστο να ευλογεί κάθε πρωτοβουλία που θα φέρει πιο κοντά τη λευτεριά.
Ώρες και στιγμές χαμογελά μόνος του σκεπτόμενος αυτά που αρνείται να συλλάβει η ανθρώπινη φαντασία. Άκουγε παιδί τους παππούδες να μιλάνε για την ευλογία που είχε το χωριό να μη σιμώνει εχθρός. Τούρκος δεν τολμούσε να πλησιάσει μετά από όσα είχαν διαδοθεί για την σκληρή τιμωρία από τον Άγιο Ιωάννη καθενός που θα τολμούσε να πειράξει το χωριό και τους κατοίκους του.
Αρκετές ιστορίες είχαν να διηγηθούν οι παλαιότεροι για την επέμβαση του Αγίου σε κάθε αλλόθρησκο που τολμούσε να κάνει κακό στον τόπο που κοσμούσε ο ναός του.
Και να. Ακόμα και τότε στην περίοδο της Κατοχής δεν φαινόταν Γερμανός στο χωριό.
Μπροστά στο απόσπασμα
Τα γεγονότα δυστυχώς κατάφεραν να σπάσουν την παράδοση. Η δράση του Μανόλη Παπαδογιάννη, του περίφημου «παππού» της Αντίστασης, ήταν η αφορμή. Ακριβό το τίμημα για τις αδελφές και τον γαμπρό του που δεν ήθελε να αφήσει τη γυναίκα του στην τύχη της.
Βρέθηκε και ο παπα Στυλιανός μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα μαζί με τον πρώτο του εξάδελφο. Αν και είχε πιεστεί αρκετά, δεν άνοιξε το στόμα του εξοργίζοντας τους ναζί. Αποφάσισαν να τον εκτελέσουν. Τον έστησαν μπροστά στην πόρτα της εκκλησιάς των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων. Από ένα ευφυέστατο τέχνασμα, πάντως σώθηκε από την εκτέλεση. Ήταν θέλημα Θεού.
Γιατί η παρουσία του ήταν πολύτιμη, αφού αδιαφορώντας για τον κίνδυνο αλώνιζε τον τόπο για να προσφέρει παρηγοριά στους πιστούς και να τους βοηθήσει να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Χορδάκι, Δρυγιές και άλλα χωριά πέρα από το δικό του είχε υπό την πνευματική του εποπτεία και πήγαινε ακόμα και νύχτες για να τελέσει τις ακολουθίες αδιαφορώντας για τις άθλιες καιρικές συνθήκες, τους κινδύνους και τις δυσκολίες της μεταφοράς. Εκείνη την εποχή που και η οδοποιία ήταν ανύπαρκτη ήταν περιπετειώδης κάθε μετακίνηση. Αφήνουμε τους κινδύνους εκείνης της εποχής, της διχαστικής πολιτικής που έκρυβε παντού κινδύνους.
Πάνω από τα γεγονότα
Σαν άλλος παπα Γιάνναρος ο αγαθός λευίτης, εποχές που η μισαλλοδοξία οδηγούσε σε ακρότητες, στεκόταν πάνω από τα γεγονότα, μιλούσε για ενότητα και την ανάγκη να σμίξουν τα χέρια για να σηκώσουν την πληγωμένη χώρα που αιμορραγούσε μετά τις περιπέτειες του πολέμου. Διακήρυττε με παρρησία τις θλιβερές επιπτώσεις από τον φανατισμό και τη διχόνοια που αποτελεί κατάρα για το έθνος των Ελλήνων.
Ενδιαφέρεται ακόμα και για τη μόρφωση των παιδιών του. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση απόκτησε κι εκείνος μεγάλη οικογένεια. Παλεύει όμως με αξιοπρέπεια για την ευημερία της και παίρνει τη μεγάλη ηθική ανταμοιβή της καλής πορείας των παιδιών του, όπως εκείνος ήθελε. Να μεγαλουργούν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, απαλλαγμένα από το μικρόβιο της ματαιοδοξίας.
Ο παπα Στυλιανός δεν γονάτισε ούτε και στα δυνατά χτυπήματα της ζωής, γιατί ο Θεός θέλησε να τον δοκιμάσει περισσότερο ίσως από όσο επιτρέπουν οι ανθρώπινες αντοχές.
Ο θάνατος των γονιών του και τεσσάρων αδελφών του και μάλιστα τόσο οικτρός, άνοιξε βαθιές πληγές στην ψυχή του άξιου λειτουργού. Δεν επηρέασε όμως ούτε στιγμή την πίστη του και την ευρύτατη χριστιανική του αντίληψη.
Έτσι το όνομά του ταυτίζεται με κάθε παράδειγμα θέλησης, πίστης, υπομονής, εγκρατείας, ανεξικακίας, αρχοντιάς και αξιοπρέπειας. Για 46 χρόνια πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο μεγάλο πνευματικό μετερίζι που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, χωρίς να λιποτακτήσει από το βαρύ καθήκον.
Ο Θεός τον κάλεσε κοντά του το 1986. Κοσμοσυρροή στην κηδεία του έδειξε για μια ακόμα φορά πόσο ο κόσμος τον θαύμαζε και τον αγαπούσε. Από τον τόσο μεστό επικήδειο που εκφώνησε ο Ευτύχιος Καλογεράκης, καθηγητής τότε του Λυκείου Ανωγείων, σταχυολογούμε και μερικούς στίχους που αγγίζουν την καρδιά και θεωρούμε ότι σκιαγραφούν απόλυτα την προσωπικότητα του λαμπρού κληρικού.
Κοιμήσου λοιπόν σεβάσμιε λευίτη
γλυκά κι αθώα κοιμήσου
αγαπημένη μέσα μας θα ζει πάντα η θύμησή σου.
Άρχοντας ήσουν ιερός στον τόπο αυτό που ζούσες
αρχοντικό το τέλος σου καθάριο όπως ποθούσες.
Κοίταξε εδώ λαός πολύς στην ύστατη αυτή στιγμή σου
ήρθε συγκινημένος μα και περήφανος ν’ ακούσει τη θανή σου.
Είναι αυτοί που βάφτισες που μύρωσες, που πάντρεψες
που βάφτισες τα παιδιά τους
που έθρεψες πνευματικά
κι αγίασες τα καλά τους…
Άξιζε να γνωρίσουμε καλύτερα τον παπα Στυλιανό Καλογεράκη. Δίδαξε με τη ζωή του ότι κάνει τον άνθρωπο να βλέπει ψηλότερα. Και του αξίζει κάθε τιμή στη μνήμη του.
ΠΗΓΕΣ:
Επικήδειος Ευτυχίου Καλογεράκη εφημερίδα «Αμαριώτικη Φωνή» (Νοέμβριος 1985- Ιανουάριος 1986).
Σταύρου Φωτακη: «Στη βορεινάδα μιας κορφής, γράφω τα που θυμούμαι».
Εύας Λαδιά: «Ρεθεμνιώτες ήρωες στην επανάσταση του 1821».
Σταυρου Φωτακη: «Ο ξεχασμένος καλόγερος- Καπετάν Μητροφάνης» Άγονη Γραμμή.