Μετά τους Πατριάρχες είναι σειρά, στο αφιέρωμά μας, των Αρχιεπισκόπων που τίμησαν την αρχιεροσύνη τους ακόμα και στα πέρατα της γης, με τη ζωή και το έργο τους.
Ο Στυλιανός Χαρκιανάκης, ας μου επιτραπεί να προσθέσω, εκτός από την εκκλησία τίμησε και την ποίηση. Κι είναι στιγμές που μόνο με τους απέθαντους στίχους του μπορείς να στοχαστείς.
Ο πρώτος που μου είχε μιλήσει για τον Αρχιεπίσκοπο ήταν ο κ. Μπάμπης Πραματευτάκης επιστήθιος φίλος του και συμμαθητής. Μαζί μιλούσαν για ώρες πάνω σε υπαρξιακά και άλλα θέματα. Και μια μέρα του ανακοίνωσε ότι θα αφιερωθεί στο Θεό. Αυτό ξένισε τον στενό του φίλο γιατί πίστευε πως ο Στυλιανός με το ακτινοβόλο πνεύμα ήταν ταγμένος για τις ψηλότερες σφαίρες της επιστήμης και του Πνεύματος. Η φιλία τους διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του Αρχιεπισκόπου, στον οποίο τώρα ο επιφανής συνθέτης μας θα αφιερώσει μια ελεγεία, βασισμένη στην ποίηση του Στυλιανού.
Ένας ακόμα σπουδαίος Ρεθεμνιώτης ο κ. Μιχάλης Τζεκάκης πρώην διευθυντής της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης μας έχει σκιαγραφήσει θαυμάσια τον Στυλιανό Χαρκιανάκη με την ευκαιρίας μιας βράβευσης του μακαριστού ή πλέον Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας από το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα του νησιού μας.
Και ο πρώην αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Γιάννης Πυργιωτάκης, μας έχει δώσει κατά το παρελθόν μια θαυμάσια ανάλυση του ποιητικού έργου του Στυλιανού Χαρκιανάκη, ποίηση που λάτρευε και ο αείμνηστος Σπύρος Τ. Λίτινας από τους στενούς φίλους του μακαριστού Αρχιεπισκόπου.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός γεννήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης στις 29 Δεκεμβρίου 1935. Ο πατέρας του ήταν ένας από τους εθνομάρτυρες που εκτελέστηκε από τους ναζί τον Ιούνιο του 1941 στη θέση Σαρακίνα.
Σπούδασε θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου αποφοίτησε το 1958.
Χειροτονήθηκε διάκονος το 1957 και ιερέας το 1958.
Σχετικά με τη χειροτονία του Στυλιανού αναφέρει στο εμπνευσμένο άρθρο του στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» ο κ. Τζεκάκης:
«Τελικά ο ανήσυχος Κρητικός και θεολόγος θα πει το μεγάλο «Ναι» και θα ανταποκριθεί στην πρόκληση της ιερατικής κλήσης που δέχεται όλα αυτά τα χρόνια. Το 1958 θα κατέβη στη γενέτειρά του το Ρέθυμνο και θα χειροτονηθεί ιερέας στον καθεδρικό μας ναό των Εισοδίων από τον Επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου το μακαριστό Αθανάσιο. Το θυμάμαι με συγκίνηση το γεγονός αυτό. Ήμουν… θορυβώδες παπαδάκι της Μεγάλης Εκκλησία εκείνα τα χρόνια, και χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω η χειροτονία εκείνη μου είχε κάνει ξεχωριστή εντύπωση. Ο Στυλιανός δεν έπαψε ποτέ να θυμάται με αγάπη και μεγάλη εκτίμηση τον απλό, ασκητικό και αγαπητό σε όλους μας Επίσκοπο Αθανάσιο».
Δάσκαλος του ο Πάπας Βενέδικτος IΣΤ’
Ο Στυλιανός ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη συστηματική θεολογία και τη φιλοσοφία της θρησκείας στη Βόννη της Γερμανίας, από το 1958 έως το 1966.
Στους διδασκάλους του συμπεριλαμβανόταν ο Καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ, ο οποίος αργότερα έγινε ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’.
Έγραψε τη διατριβή του στην ιδέα πως η Ορθόδοξη εκκλησία κατείχε το αλάθητο όταν ενεργούσε από κοινού με συνοδικότητα (π.χ. τα οικουμενικά συμβούλια).
Τη περίοδο αυτή, η ιδέα του αλάθητου φαινόταν πως ανήκε αποκλειστικά στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, και ήταν εντελώς ξένη στην Ορθόδοξη.
Το 1965, ενώ ολοκλήρωνε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, ανακηρύχτηκε καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 1966 ορίστηκε ηγούμενος στη Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ιδρυτικό μέλος, στη συνέχεια αντιπρόεδρος και εν τέλει πρόεδρος, του Πατριαρχικού Ινστιτούτου Πατερικών Μελετών στη μονή.
Από το 1969 έως το 1975, δίδαξε συστηματική θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Το 1970, εξελέγη Τιτουλάριος Μητροπολίτης Μιλητουπόλεως (ενώ παρέμενε στην Ιερά Μονή Βλατάδων) ως έξαρχος υπεύθυνος για θέματα που απασχολούσαν τη βόρεια Ελλάδα και το Άγιον Όρος.
Το 1975, ο Στυλιανός Χαρκιανάκης εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας και Έξαρχος Ωκεανίας.
Κατέχοντας αυτή τη θέση, συμμετείχε σε αρκετούς διαλόγους μεταξύ της Ορθοδοξίας και άλλων Χριστιανικών ομάδων.
Η πλέον περίοπτη θέση που κατείχε ήταν αυτή του συμπροέδρου του θεολογικού διαλόγου με τη Ρωμαικαθολική εκκλησία, αλλά και ως αντιπρόεδρος με τις Αγγλικανικές εκκλησίες.
Δίδασκε θεολογία και πνευματικότητα στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ από το 1975. Το 1986, αναγορεύθηκε ο πρώτος κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ανδρέα, όπου επίσης κατέχει τη θέση του διδάκτορα στη Συστηματική Θεολογία.
Το 1973, του απονεμήθηκε το Διεθνές βραβείο Χέρντερ. Επίσης του απονεμήθηκε το βραβείο ποίησης από την Ακαδημία Αθηνών το 1980, ως ένας αξιοσημείωτος ποιητής με εκτενή βιβλιογραφία.
Το 1985 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ από το Πανεπιστήμιο του Λούμπλιν στη Πολωνία. Ακόμη, ένα από τα ποιήματα του, το «Μετά Εφιάλτου», μελοποιήθηκε από τον Κώστα Τσικαδέρη.
Το 2014 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
«Τα Αδρά Σουσούμια του Κρητικού»
Για τον Ρεθεμνιώτη διεθνούς εμβέλειας μακαριστό Αρχιεπίσκοπο με μεγάλη προσφορά τόσο στον εκκλησιαστικό όσο και τον ευρύτερο κοινωνικό και πνευματικό χώρο αναφέρει επίσης στο άρθρο που προαναφέραμε ο κ. Μιχάλης Τζεκάκης:
«Λίγοι συγκαιρινοί συμπατριώτες μας φέρουν τα αδρά σουσούμια του κρητικού χαρακτήρα όσο ο Στυλιανός Χαρκιανάκης. Το στοιχείο αυτό αποτελεί ένα βασικό κομμάτι της προσωπικότητάς του που σημαδεύει όλες τις ενέργειες και συμπεριφορές του. Ντόμπρος, ίσιος και ευθύς. Ό,τι έχει να πει θα σου το πει μπροστά σου χωρίς φκιασίδια. Τίποτα άλλο δεν τον κάνει θηρίο ανήμερο όσο η αθέτηση και η παρέκκλιση από το λόγο σου, λόγω κοινωνικών ή άλλων σκοπιμοτήτων. Δε δίστασε να τα βάλει ανοικτά με ιεράρχες, πατριάρχες, υπουργούς, πρωθυπουργούς προέδρους και άλλους σημαίνοντες. Και όλα αυτά τα πληρώνει με εξαιρετικά μεγάλο κόστος. Τίποτα δεν τον ενοχλεί περισσότερο όσο ο φαρισαϊσμός (ιδιαίτερα ο εκκλησιαστικός) και η υποκρισία. Το καταπληκτικό και συγχρόνως τραγικό στην περίπτωσή του είναι ότι δεν πρόκειται για ένα ανάλγητο και σκληρό χαρακτήρα. Αντίθετα πρόκειται για ένα εξαιρετικά ευαίσθητο άνθρωπο. Οι συγκρούσεις αυτές τον πονούν και τον τραυματίζουν, αλλά η γενναιότητα του κρητικού δεν του επιτρέπει να συμβιβαστεί και να υποχωρήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι η ποίηση μετουσιωμένη σε προσευχή, αποτελεί το μυστικό καταφύγιο για το γενναίο και συγχρόνως ευαίσθητο αυτό κρητικό».
Το 1975 ο Οικουμενικός θρόνος τον καλεί να αναλάβει την ηγεσία της εκκλησίας στην Ε’ Ήπειρο. Ο Στυλιανός θα ανταποκριθεί στο κάλεσμα. Ανέλαβε μια εκκλησία σπαραγμένη από την προαιώνια ασθένεια του Ελληνισμού. Την εθνική διχόνοια. Δε δίστασε να έλθει σε σύγκρουση με μεγάλα συμφέροντα που του κήρυξαν ανοικτό πόλεμο. Ο γενναίος όμως ιεράρχης άντεξε και δε μετακινήθηκε ούτε κατ’ ελάχιστο από τις αρχές του. Ποίμανε την εκκλησία στην απέραντη εκείνη χώρα ως πραγματικός ηγέτης. Το ποιμαντικό του έργο εκεί είναι προέκταση και εφαρμογή στην πράξη της στέρεης θεολογικής παιδείας. Για τη θητεία και το έργο του Στυλιανού στην Αυστραλία το σημερνό σημείωμα δε μας επιτρέπει να επεκταθούμε περισσότερο.
Το 1985 εξελέγη παμψηφεί από όλους τους εκπροσώπους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ως ο μόνιμος πρόεδρος αυτών, εις τον επίσημο Θεολογικό Διάλογο μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (Πάτμος-Ρόδος, 1980), έχων συμπρόεδρό του το Βατικανό έχει τοποθετήσει μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τον Καρδινάλιο Johannes Willebrands. Στο πόστο αυτό ο Στυλιανός υπηρέτησε πιστά την Ορθόδοξο εκκλησία Ορθοδόξων εκκλησιών. Όμως και εδώ η ευθύς του λόγος και η ακεραιότητά του δημιούργησαν πολλές πικρίες. Δεχόταν κτυπήματα και από οικείους και από αντιπάλους. Υπέβαλε δύο φορές της παραίτησή του που δεν έγινε δεκτή, την τρίτη όμως φορά ο ασυμβίβαστος Κρητικός ήταν ανυποχώρητος. Κατά κοινή ομολογία το κενό που άφησε ο Στυλιανός με την παραίτησή του δεν έχει καλυφθεί ακόμα.
Το ελεύθερο και ανοικτό του πνεύμα
Παρά το γεγονός ότι ο Στυλιανός στρατεύτηκε από νωρίς στην Εκκλησία και έγινε κληρικός, δεν έχασε ποτέ την ελευθερία της σκέψης του. Δεν απεμπόλησε ποτέ τις κοινωνικές και πνευματικές του ανησυχίες. Σε μια εποχή που εκκλησιαστικοί παράγοντες εξόρκιζαν με βδελυγμία τα κείμενα του Καζαντζάκη δε διστάζει να διακηρύξει θρασαλέως: «Είπον και επαναλαμβάνω ενταύθα, ότι με «επροβλημάτισεν» με όλα τα βιβλία του, και το εν προκειμένω επίμαχον (εννοεί το βιβλίο: «Ο τελευταίος πειρασμός») ο Καζαντζάκης κατά την εφηβική μου ηλικίαν, δεν με «εσκανδάλισεν» όμως. Διότι οι μη διατεινόμενοι ότι εκφράζουν την διδασκαλίαν του Χριστού, αλλά τας προσωπικάς των κατ’ άνθρωπον δοξασίας, ουδέποτε θα με σκανδαλίσουν, εφ’ όσον εκ των προτέρων γνωρίζω οποίον μυστήριο η ανθρώπινη φύσις, και δη μετά την πτώσιν. Εις τούτο άλλωστε έγκειται και η μεγαλοψυχία του Χριστιανού Ποιμένος, μιμουμένου τον ασυγκρίτως φιλανθρωπότερον Κύριον. Σκανδαλίζομαι όμως τα μέγιστα και αγανακτώ με «δεδηλωμένους» χριστιανούς που δεν διαθέτουν θεμελιώδεις χριστιανικάς ιδιότητας ανεξαρτήτως αν είναι κληρικοί, μοναχοί ή λαϊκοί. Και ουδείς βεβαίως αγνοεί ότι θεμελιωδεστέρα των χριστιανικών ιδιοτήτων τυγχάνει η διάκρισης. (Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, Στο περιθώριο του διαλόγου (1980-1990) Αθήνας, Δόμος 1991). Απαρεγκλίτως αδούλωτος, ελεύθερος και ασυμβίβαστος υπήρξε σ’ όλη την πορεία του βίου του ο Στυλιανός Χαρκιανάκης.
Μέσα σ’ όλο αυτό τον ορυμαγδό της δράσης και των υψηλών θεολογικών και εκκλησιαστικών καθηκόντων, ο Στυλιανός παρέμεινε ένα σκεπτόμενος ιεράρχης με πνευματικές ανησυχίες και προβληματισμούς. Μελετούσε, διάβαζε, ενημερωνόταν για τα ποικίλα πνευματικά και ανατρεπτικά ρεύματα της εποχής μας χωρίς να κλονίζεται η πίστη του και η αγάπη του στην Ορθοδοξία. Οι ανησυχίες του αυτές το έφεραν κοντά σε σοβαρούς πνευματικούς ανθρώπους του καιρού μας. Όχι σπάνια η συναναστροφή αυτή κατέληγε σε δεσμούς στέρεης φιλίας, όπως είναι η περίπτωση του ζωγράφου και ποιητή της Θεσσαλονίκης, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και του δικού μας του Παντελή Πρεβελάκη στο έργο των οποίων αφιέρωσε δύο εξαίρετες μελέτες…».
Ο ποιητής Αρχιεπίσκοπος
Και για τον ποιητή Χαρκιανάκη σημειώνει μεταξύ άλλων ο πρώην αντιπρύτανης κ. Πυργιωτάκης
«…προστρέχω συχνά στον μεγάλο Κρητικό ποιητή, τον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, Στυλιανό Χαρκιανάκη, έναν από του μεγαλύτερους νεοέλληνες ποιητές κατά την κρίση μου. Πλούσιος ο αμητός. Πάνω από τριάντα οι ποιητικές συλλογές, στο ενεργητικό του Αρχιεπισκόπου. Και βέβαια δεν είναι μόνον η ποσότητα. Αυτό που μετρά είναι η ποιότητα. Ένας βαθιά ερωτικός ποιητής με έναν καθολικό Παπαδιαμαντικό ερωτισμό που, όπως και στον κυρ-Αλέξανδρο, διαχέεται παντού και διαπερνά τα έμψυχα και τα άψυχα αυτού του κόσμου και συνθέτει ποιήματα μοναδικά, για τα πάντα. Γιατί στη ψυχή του ιερωμένου ποιητή δεν φαίνεται να υπάρχουν μικρά και μεγάλα, σημαντικά και ασήμαντα. Μέσα στον δικό του κόσμο, κόσμος το κάθε πράγμα. Ένας μικρόκοσμος το κάθε πλάσμα, καθόλου υποδεέστερος του άλλου κόσμου, του κόσμου του άπειρου. Το αειπάρθενο της ζωής.
Ένα παπούτσι τρύπιο έχει μια ιστορία,
το ειδύλλιο με το δρόμο,
οι καθημερινοί αποχαιρετισμοί
και οι εκ νέου συναντήσεις με το πόδι
μα πάνω απʼ όλα η μακρινή ανάμνηση,
σχεδόν διαλυμένη στα υγρά της βυρσοδεψίας,
πως κάποτε το δέρμα αυτό το βαμμένο
ήταν επιδερμίδα που πονούσε και κρύωνε.
Έτσι το τρύπιο παπούτσι μας οδηγεί στις πρωταρχικές του ρίζες, σʼ αυτό το μακρινό ζώο, που κάποτε είχε επιδερμίδα που πονούσε και κρύωνε. Και τώρα πονάει ο ίδιος και προκαλεί και σʼ όλους εμάς αυτή την περισυλλογή για το ζώο που χάθηκε. Εκεί λοιπόν που τα πράγματα παύουν να προκαλούν τη δική μας αίσθηση, λειτουργεί η ευαισθησία του ποιητή, ανακαλύπτει τις λειτουργικές σχέσεις, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες μεταξύ των πλασμάτων και συνθέτει ποιήματα για τα χαμένα, τα ματαιωμένα και τα απρόσμενα. Κι όποιος διαβάζει την «Δεντρόμορφη Παναγία», δεν μπορεί παρά να αισθανθεί πως για τον ποιητή φαίνεται να κατοικεί μέσα στο κάθε πλάσμα ο ίδιος ο Δημιουργός.
Μάνα και Παναγιά φαίνεται να συγκινούν ιδιαίτερα τον ιερωμένο ποιητή και αποτελεί αυτό ένα ακόμη κοινό σημείο με τον Μεγάλο Αλλοδαπό της Αθήνας, τον Άγιο των Ελληνικών Γραμμάτων, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Οι δυο τους χωρίς να ταυτίζονται φαίνεται να έχουν πολλά κοινά σημεία. Κι αυτή η αδυναμία προς τη μάνα γίνεται και για τον ιερωμένο ποιητή συχνά λόγος ποιητικός. Πολλά τα ποιήματα που μιλάνε για Κείνη την φτωχιά και περήφανη μάνα, αυτήν που ήξερε να θυσιάζεται για «να θρέψει τα λιμώττοντα ορφανά Της».
Αξιοπρεπής μέχρι το τέλος
Ποιήματα του Στυλιανού Χαρκιανάκη έχει μελοποιήσει ο κ. Μπάμπης Πραματευτάκης και έχει ερμηνεύσει ιδανικά η κ. Φερενίκη Βαλαρή. Για όσους επιθυμούν έχω αναρτήσει αυτά που περιλαμβάνονται στο δίσκο εκτός εμπορίου «Μαρμαρυγές» στο κανάλι μου (Εύα Λαδιά – Youtube).
Ο Στυλιανός αν και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να λυπεί τους φίλους του με τα προβλήματα αυτά. Κι έτσι αξιοπρεπής πάντα, έφυγε ήρεμα και ειρηνικά ανήμερα του Ευαγγελισμού του 2019.
Το άγγελμα του θανάτου του προκάλεσε έντονη συγκίνηση και όχι μόνο στο Ρέθυμνο.
Είπαν κι έγραψαν γι’ αυτόν επιφανή μέλη της Ελληνικής Κοινότητας.
Σταχυολογούμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα, από τις δηλώσεις των επιφανών και άλλων παραγόντων της Αυστραλίας, στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος».
«Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός, ήταν αδιαμφισβήτητα μια εμβληματική φυσιογνωμία της ορθοδοξίας..
Κατά την διάρκεια της θητείας του αναδιοργάνωσε πλήρως την Αρχιεπισκοπή, ασχολήθηκε με θέματα που αφορούσαν την διάδοση και την διατήρηση του ελληνικού πολιτισμού, των τεχνών και των γραμμάτων, ενώ έδωσε σκληρές μάχες με κοινότητες και ομογενειακούς παράγοντες.
Επί ημερών του επήλθε εξομάλυνση των σχέσεων σχεδόν με το σύνολο των Ελληνικών κοινοτήτων στην Αυστραλία.
Πολλοί ομογενείς, πολιτικοί, παράγοντες, επιχειρηματίες και απλοί πιστοί τον θυμούνται με αγάπη και μοιράζονται τις σκέψεις τους…».
«Για εμάς ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός ήταν ένας πραγματικός ηγέτης που για 44 συναπτά έτη υπηρέτησε την Ορθοδοξία και εργάστηκε σκληρά για τη θεμελίωση και τη διάδοση των Ορθόδοξων Θεολογικών Σπουδών στην Αυστραλία. Θα μας λείψει πολύ και σαν ιερέας, και σαν άνθρωπος αλλά και σαν ποιητής», Στάθης Γεωργανάς ομοσπονδιακός βουλευτής.
«Πολλές φορές πρωθυπουργοί και υπουργοί της Αυστραλίας τον επισκέπτονταν και ζητούσαν τη συμβουλή του, όπως έκανε και ένας πολιτειακός θησαυροφύλακας της Νότιας Αυστραλίας. Και μια προσωπική μου εμπειρία. Ήθελα τόσο πολύ η κόρη μου να συναντήσει αυτό τον άνθρωπο που για χρόνια και γενιές ολόκληρες υπερασπίστηκε την πίστη μας και την Ορθοδοξία και παρόλο που η Τία στην αρχή ήταν λίγο φοβισμένη, μόλις είδε τον Αρχιεπίσκοπο έτρεξε κοντά του και εκείνος την υποδέχθηκε με έναν θερμό εναγκαλισμό σαν να ήταν δική του εγγονή…» Τομ Κουτσαντώνης πρώην πολιτειακός θησαυροφύλακας.
Αυτός ήταν ο «δικός» μας Στυλιανός Χαρκιανάκης.
Κι εμείς θα προσευχόμαστε πάντα για τον Ρεθύμνιο Αρχιεπίσκοπο που έγραψε ιστορία στη μακρινή ήπειρο όπου τίμησε την Ορθοδοξία και θα στοχαζόμαστε διαβάζοντας τους υπέροχους στίχους του με τα διαχρονικά μηνύματα.