Της ΕΛΠΙΔΑΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Ο δίαυλος επικοινωνίας των πολιτών με τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους είναι απαραίτητο στοιχείο για τη γνωριμία μας με την ιστορία μας, την ταυτότητά μας και την πολιτιστική μας κληρονομιά. Η επαφή με τις αρχαιότητες προσφέρει γνώσεις για την προέλευσή μας, για τον τόπο μας, για την καταγωγή μας. Όμως συχνά τα μουσεία, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία δεν απολαμβάνουν της αξίας που τους αρμόζει. Όχι μόνο σε ό,τι αφορά στη διαφύλαξη και προστασία τους από πλευράς των αρμόδιων υπηρεσιών, αλλά και από τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι συχνά τα αγνοούν. Η επαφή των πολιτών με τα μουσεία και η δημιουργία μιας αμφίδρομης σχέσης μεταξύ των δυο πλευρών, είναι αυτό που προσπαθεί να επιτύχει η Δημόσια Αρχαιολογία. Κύρια αποστολή της είναι να κάνει την Αρχαιολογία γνωστή και προσιτή. Ως ερευνητικό αντικείμενο, η Δημόσια Αρχαιολογία ανιχνεύει τη σχέση και την αλληλεπίδραση της Αρχαιολογίας και της Πολιτισμικής Κληρονομιάς με το μεγάλο κοινό.
Είναι όμως ταυτόχρονα και όλοι οι πολίτες που με τον δικό τους τρόπο συμμετέχουν, βοηθούν, υπερασπίζονται την προστασία, την ανάδειξη και την αξιοποίηση της αρχαιολογικής κληρονομιάς.
Η δημόσια Αρχαιολογία αποτέλεσε το αντικείμενο του 1ου Συνεδρίου που ξεκίνησε χθες στην πανεπιστημιούπολη Γάλλου και θα ολοκληρωθεί την Κυριακή. Το συνέδριο, όπως είπε η Νένα Γαλανίδου, καθηγήτρια Αρχαιολογίας που το διοργάνωσε, εντάσσεται στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα INNOVARCH (Innovating Training Aims for Public Archaeology) το οποίο χρηματοδοτείται από το Erasmus+ και υλοποιείται από τέσσερα ιδρύματα, το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, το Πανεπιστήμιο Carl Linnaeus της Σουηδίας, το Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας και το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Αναπτύσσει καινοτόμες μεθόδους διδασκαλίας για τη Δημόσια Αρχαιολογία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της Δημόσιας Αρχαιολογίας αποτελεί το μουσείο της Αρχαίας Ελεύθερνας που αποτέλεσε το θέμα της εναρκτήριας ομιλίας του καθηγητή της Αρχαιολογίας του Π.Κ και εμπνευστή του έργου, Νίκου Σταμπολίδη.
«Χειρουργούμε το σώμα της γης στον χώρο και τον χώρο»
Το μουσείο αποτελεί μια κυψέλη γνώσης, ιστορίας και πολιτισμού και στον ένα μόλις χρόνο λειτουργιάς του έχει μαγνητίσει το ενδιαφέρον επισκεπτών ανά τον κόσμο που θέλησαν να δουν από κοντά τα ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφικές έρευνες 30 και πλέον ετών του καθηγητή και των συνεργατών του.
Ο Νίκος Σταμπολίδης μίλησε για τον ρόλο του μουσείου στη Δημόσια Αρχαιολογία, για τους διαύλους επικοινωνίας που έχει ανοίξει τόσο με τη μαθητική κοινότητα, όσο και με όλη την τοπική κοινωνία. Μίλησε για τα μουσειοπαιδαγωγικά προγράμματα που πραγματοποιούνται, με πρωτοβουλία και πόρους του ίδιου και των συνεργατών του, για τις πολιτιστικές διαδρομές που σχεδιάζονται από τις Μαργαρίτες μέχρι την Ελεύθερνα, αλλά και για όλες τις δράσεις που προβάλλουν και αναδεικνύουν τον πλούτο των ευρημάτων, διατηρώντας το μουσείο σαν ένα ζωντανό παλλόμενο οργανισμό.
Δεν πρόκειται για ένα Μουσείο που απλά δέχεται επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο για να ξεναγηθούν. Αλλά για ένα χώρο που δίνει πολλά περισσότερα. Σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Κρήτης στοχεύει στη δημιουργία μιας ισχυρής εκπαιδευτικής και πολιτιστικής κυψέλης.
Ο κ. Σταμπολίδης δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην επαφή των παιδιών με την ιστορία, στη γνωριμία τους με τους προγόνους και με τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν, καθώς όπως επισημαίνει, αυτές οι προσλαμβάνουσες από τη γνωριμία και την εξοικείωση των μαθητών με τους χώρους του μουσείου και με την ιστορία των εκθεμάτων του, τους φέρνει σε μια πρώτη επαφή και γνωριμία με την πολιτιστική και ιστορική τους ταυτότητα.
Αυτός είναι ένας τρόπος, προκειμένου το Μουσείο να γίνεται περισσότερο προσβάσιμο και αντιπροσωπευτικό.
Σε σχετικές δηλώσεις του μάλιστα, αναφερόμενος στη λειτουργία του Μουσείου της Ελεύθερνας, τόνισε ότι: «Εμείς χειρουργούμε τη γη στον χώρο και τον χρόνο» και χαρακτηριστικά επεσήμανε:
«Η αρχαιολογία ξεκίνησε ήδη αρκετούς αιώνες πριν ως χόμπι πλουσίων, ευγενών, των κρατών κ.τ.λ., οι οποίοι έρχονταν στις χώρες της Μεσογείου ή της Ανατολής, σκάβοντας οι ίδιοι και παίρνοντας κιόλας τα πράγματα στη χώρα τους. Αργότερα, όμως, στον 19ο αιώνα αυτό το πράγμα αλλάζει και μαζί με την προστασία των αρχαιοτήτων, θεσπίζοντας κανόνες γι’ αυτό που λέμε Δημόσια Αρχαιολογία, δηλαδή όχι μόνο αρχαιολογία του κράτους, αλλά και του δημόσιου χώρου. Δηλαδή, την επικοινωνία της με το κοινό, τη γνώση που προσφέρει στο κοινό. Η Ελεύθερνα αποτελεί ένα ολιστικό παράδειγμα Δημόσιας Αρχαιολογίας, όχι μόνο στην εκπαίδευση, την εκπαίδευση του Πανεπιστημίου Κρήτης και των Πανεπιστημίων όλης της χώρας, φοιτητών του εξωτερικού από διάφορες χώρες του κόσμου, που είναι ο προσανατολισμός των παιδιών αυτών, όπως είναι σε σχολές όπως η ιατρική, το μάθημα μέσα στο χειρουργείο. Εμείς όμως δε χειρουργούμε ένα σώμα ανθρώπινο, «χειρουργούμε το σώμα της γης στον χώρο και στον χρόνο». Αυτό είναι το σημαντικό. Αυτό είναι το ένα κομμάτι, που το κάνουν όλοι καλά, λιγότερο ή περισσότερο καλά κ.τ.λ. Αλλά φτάνουν μέχρις εκεί. Όταν όμως ικανοποιηθεί η ερευνητική περιέργεια και η ματαιοδοξία σε ένα βαθμό, οι περισσότεροι σταματάνε εκεί, στην ανασκαφή, τη διδασκαλία. Τι κάνεις μετά; το χρέος σου ποιό είναι; γιατί το έκανες αυτό το πράγμα; το έκανες, για να ‘ρθουν οι τσουκνίδες, τα κατσίκια να τα χαλάσουν; να ‘ρθει ο χρόνος, η φθορά κ.τ.λ; Όχι. Το κάνεις για έναν άλλο σκοπό, αυτός είναι ο κόσμος. Να το δώσεις στην κοινωνία και τους ανθρώπους όχι μόνο τους τώρα, αλλά τους έπειτα και τους μετέπειτα.
Επομένως, λοιπόν, αυτό το κομμάτι είναι το κομμάτι που ουσιαστικά εκτός από ως καθηγητής Πανεπιστημίου κ.τ.λ, αφιέρωσα τη ζωή μου. Γιατί όπως είπα και μπροστά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα εγκαίνια, τι να τα κάνεις και τα κτίρια και τις βιτρίνες και τα φώτα κ.τλ; Θα τολμούσα να πω, τι να κάνεις ακόμα και τις αρχαιότητες. Εμένα με ενδιαφέρει η αρχαιότητα με την έννοια πάλι τη δημόσια, δηλαδή οι άνθρωποι με ενδιαφέρουν, δηλαδή αυτοί που τα κατασκεύασαν, οι κοινωνίες τους και τι μπορεί η δική μας κοινωνία να κάνει γι’ αυτά στους σημερινούς ανθρώπους. Αυτή είναι η γοητεία του πράγματος».
Αναφερόμενος στην προσωπική του εμπειρία, στο «παιδί» του, όπως λέει κάθε φορά αναφερόμενος στο μουσείο της Αρχαίας Ελεύθερνας, ο Νίκος Σταμπολίδης, είπε: «Για μένα, η επικοινωνία υπήρχε από το 1985 με τους εργάτες μου. Όταν τους έλεγα τι βρήκα, και αυτοί προσπαθούσαν να καταλάβουν αυτό που είχα βρει και μου έλεγαν τις δικές τους ιστορίες. Για μένα, δημόσια αρχαιολογία δε σημαίνει μόνο εκπαιδευτικά προγράμματα. Η δουλειά μου είναι, και αυτό επίσης σημαίνει δημόσιος χώρος, να μπορώ να φέρω και τον οργανισμό και το ίδρυμα, και το φυσικό πρόσωπο ως χορηγό στην προσπάθειά μου γι’ αυτό που κάνω. Και αυτό είναι δημόσια αρχαιολογία. Και δημόσια αρχαιολογία δεν είναι μόνο η εκπαίδευση των εργατών, αλλά και η εκπαίδευση του κόσμου, μέσω των μέσων ενημέρωσης ή οτιδήποτε άλλο. Δεν είναι μία πομφόλυγα η Ελεύθερνα. Δεν είναι δηλαδή μία φούσκα, που θα τελειώσει. Και εγώ έχω πει και θα το ξαναπώ ότι όταν γεννάς ένα παιδί, πρέπει να σκέφτεσαι πώς θα το αναθρέψεις, όχι να το γεννήσεις και να το παρατήσεις».
Ζητούμενο η εξωστρέφεια των μουσείων
Από την πλευρά της η Ασπασία Λούβη, πρόεδρος του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων υπογράμμισε την ανάγκη να μετεξελιχτούν τα μουσεία σε πόλους έλξης των τοπικών κοινωνιών, τονίζοντας τον ρόλο των ίδιων των αρχαιολόγων, αλλά και την ανάγκη απεμπλοκής από τη γραφειοκρατία της Δημόσιας Διοίκησης. Μεταξύ άλλων ανέφερε: «Είναι μεγάλος στόχος του σύγχρονου πολιτισμού στην Ελλάδα. Τα μουσεία πρέπει να εξελιχθούν και να μετεξελιχθούν σε πόλους έλξης πριν από όλα της τοπικής κοινωνίας. Δηλαδή να είναι κάποια κύτταρα σύγχρονα, αντάξια και ανταγωνιστικά με τα παραδείγματα των μουσείων σε προηγμένα κράτη και συγχρόνως αυτά τα μουσεία να προάγουν το πολιτιστικό και πολλές φορές το μορφωτικό επίπεδο των τοπικών κοινωνιών. Αυτό έχει να κάνει πρωτίστως με το μεράκι και την ευρεία γνώση των αρχαιολόγων που τα διευθύνουν. Αυτό υπάρχει στο ΥΠΠΟ, είναι εξαιρετικά στελεχωμένη η αρχαιολογική υπηρεσία στο ΥΠΠΟ. Εκείνο που χωλαίνει όμως είναι η Δημόσια Διοίκηση. Για παράδειγμα, φέτος έχουν δοθεί από το ΤΑΠ 35 εκ. για τα λειτουργικά έξοδα όλων των μουσείων και των εφορειών της χώρας. Τα χρήματα αυτά, ακόμα και όταν φτάσουν, είναι τέτοιες οι αγκυλώσεις κάποιων νόμων που δεν μπορούν να τα εισπράξουν οι Εφορείες».
Στον χαιρετισμό του ο δήμαρχος Ρεθύμνου Γιώργος Μαρινάκης, μεταξύ άλλων, είπε: «Το Συνέδριο, αναμφίβολα θα καταδείξει την εξωστρέφεια και τον ουσιαστικό διάλογο της επιστήμης της Αρχαιολογίας αλλά και των θεσμών, των επιστημονικών φορέων και των υπηρεσιών που την υπηρετούν, με τις πραγματικές ανάγκες και τις αναπτυξιακές προοπτικές του τόπου μας.
Το Ρέθυμνο συμμετέχει σταθερά σε αυτή τη διαχρονική συνομιλία με το παρελθόν του, μέσω των εξαιρετικών αρχαιολογικών ευρημάτων που ανασύρονται από την κρητική γη, χάρη στην, υψηλής ποιότητας και εύρους, επιστημονική γνώση των καθηγητών αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου μας, της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της σύμπραξής της με κεντρικές υπηρεσίες και φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των ιστορικών και των φοιτητών που συμμετέχουν στις ανασκαφές.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως είναι ουσιαστική η παρέμβαση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η οποία, μέσα από τον δημόσιο διάλογό της με την τοπική κοινωνία και τη συνδρομή φωτισμένων ανθρώπων του Ρεθύμνου, κατάφερε, παρά τις αρχικές αντιδράσεις, να εμπνεύσει το σεβασμό των ανθρώπων απέναντι στα μνημεία και να διασώσει, αρχικά, το Ιστορικό μας Κέντρο. Και είμαστε πραγματικά υπερήφανοι για το αποτέλεσμα, παρότι έχουν ακόμη πολλά να γίνουν και θα τα επιδιώξουμε στο πλαίσιο των θεσμικών μας αρμοδιοτήτων αλλά και της προσωπικής μας ευθύνης ως πολίτες ενός ευλογημένου τόπου.
Αντίστοιχη, σωτήρια παρέμβαση έγινε και στην Ελεύθερνα με τον προσωπικό αγώνα των ανασκαφέων καθηγητών κων Θέμελη και Καλπαξή και ιδιαίτερα του κου Σταμπολίδη, οι οποίοι μεταξύ άλλων ενέπνευσαν την αγάπη για τον σεβασμό στους κατοίκους της περιοχής και όλοι μαζί εργάστηκαν στην ανάδειξη αυτού του αρχαιολογικού θησαυρού και τη δημιουργία του Μουσείου, που είναι καύχημα για το Ρέθυμνο.
Αναγνωρίζοντας λοιπόν τα οφέλη που κομίζει στη συνείδησή μας, στην καθημερινότητά μας, στις αντιλήψεις μας και τη συνολική θεώρησή μας για την ιστορία και τον πολιτισμό, η επικοινωνία του δημόσιου χώρου με την κοινωνία, επιζητούμε, υποστηρίζουμε και επαινούμε κάθε πρωτοβουλία που την προάγει».