Ο καθηγητής και μετέπειτα Γυμνασιάρχης Νίκος Δρανδάκης, ήταν ένας ακόμα από τους ήρωες του Αλβανικού Έπους. Πήγε στο μέτωπο έχοντας χαραγμένες στο νου τις παρακαταθήκες των αρχαίων προγόνων, που είχε τόσο πολύ μελετήσει και μετά το Πανεπιστήμιο. Από τις νουθεσίες των γονιών και παππούδων του αντλούσε το θάρρος, που τον έκανε να περιμένει την κάθε μάχη με πίστη για τη νίκη.
Είχε πολλά παραδείγματα να μιμηθεί από την ιστορία που δίδασκε αλλά και λάτρευε.
Καταγόταν από το Ζουρίδι που έβγαλε προσωπικότητες και των Γραμμάτων και των Αρμάτων.
Για τους Δρανδάκηδες μάλιστα πολλά έχουμε να διδαχθούμε μελετώντας το γενεαλογικό τους δέντρο.
Έχοντας ακούσει τόσα πολλά για το Νίκο Δρανδάκη έψαξα να βρω βιογραφικά του πριν από πολλά χρόνια. Αλλά δεν υπήρχε από τον ίδιο ούτε μισή γραμμή πουθενά. Ήταν τόσο σεμνός φαίνεται κοντά στις άλλες του αρετές.
Κάποια στιγμή ρώτησα σχετικά τον επιστήθιο φίλο του και εκδότη μας Γιάννη Χαλκιαδάκη που τον τιμούσε ιδιαίτερα. Εκείνος με συγκίνηση μου περιέγραψε έναν άνθρωπο από αυτούς που θαυμάζεις απεριόριστα και αισθάνεσαι τιμή με τη φιλία τους:
«Ήταν τόσο αγαπητός, τόσο κοινής αποδοχής, μου είπε, που δεν χρειαζόταν ο ίδιος ποτέ να αναφερθεί στον εαυτό του. Άνθρωπος σπάνιος, αξιαγάπητος, φίλος μπιστικός και νοικοκύρης από τους λίγους. Να ‘βλεπες την οδύνη του κόσμου την Πρωτομαγιά του 1981 που τον χάσαμε. Πέθανε στα 75 χρόνια του. Να ‘βλεπες αμέτρητα τα στεφάνια στην κηδεία του που είχε γίνει στο Ζουρίδι. Εγώ μάλιστα τον είχα νεκρολογήσει τότε».
Ένας ξεχωριστός άνθρωπος
Στον πόλεμο του 40 είχε και ο Νίκος Δρανδάκης κάνει το καθήκον του στο ακέραιο. Μια πράξη του όμως τον καταξίωσε και τον τοποθέτησε στο πάνθεον των ξεχωριστών ανθρώπων. Κι ο μόνος που την αναφέρει στη δική του νεκρολογία για το Νίκο Δρανδάκη είναι ο φίλος του Νίκος Περακάκης συγγραφέας και λογοτέχνης. Διαφορετικά κανένας δεν θα τη γνώριζε.
Έτυχε να συνυπηρετεί με τον Δρανδάκη και να μοιράζονται τις κακουχίες του πολέμου εκεί στο μέτωπο της Αλβανίας. Η εκτίμηση ήταν αμοιβαία γιατί και οι δυο άνδρες διακρίνονταν για το ήθος τους και την απαράμιλλη γενναιότητά τους. Κοντινές και οι επιστήμες τους Φιλόλογος ο Δρανδάκης, δάσκαλος ο Περακάκης.
Στην οπισθοχώρηση βρέθηκαν και οι δυο να υπηρετούν με το καθήκον των ταχυδρόμων του 44ου Σ.Π. Στο δοξασμένο σύνταγμα που υπηρετούσαν είχαν λοχαγό τον έφεδρο υπολοχαγό Μιχάλη Μανουρά και διοικητή τον αξέχαστο ηρωικό επίσης ταγματάρχη Αριστείδη Παναγιωτάκη.
Ένα εκατομμύριο στη φύλαξή τους
Όταν κρινόταν η τύχη του στρατού ο διοικητής του λόχου διοικήσεως Μιχάλης Μανουράς ανέθεσε στον Δρανδάκη και στον Περακάκη μια εξαιρετική επικίνδυνη αποστολή.
Να συνοδεύσουν, κρυμμένη μέσα σε κιβώτιο πυρομαχικών τη Σημαία του Συντάγματος και τα χρήματα από τις επιταγές του Συντάγματος. Κάπου ένα εκατομμύριο και πλέον δραχμές της εποχής. Σαν έφθασαν στις Μούλιος, όπου, σύμφωνα με την ανακωχή, έπρεπε να παραδώσουν κάθε στρατιωτικό είδος και φυσικά τον οπλισμό τους, έδωσαν τη σημαία στον διοικητή τους Αριστείδη Παναγιωτάκη που με χίλιους δυο κινδύνους και προφυλάξεις τη διέσωσε, τη διαφύλαξε όλη την Κατοχή και μετά την απελευθέρωση την έφερε στο Ρέθεμνος και σε μια σεμνή τελετή την παρέδωσε για να κυματίζει περήφανη και να διαλαλεί τις δόξες των Ρεθεμνιωτών και στο μέτωπο του 40.
Αμέσως μετά την παράδοση της σημαίας στο διοικητή τους οι δυο ταχυδρόμοι τραβήχτηκαν παράμερα και λέει ο Δρανδάκης στον Περακάκη:
– Βλέπεις Νίκο όπως ήρθαν τα πράγματα τα χρήματα θα μπορούσαμε να τα οικειοποιηθούμε. Ποιος θα μας τα ζητήσει τώρα που έχουν όλα διαλυθεί; Καταλαβαίνεις ότι με αυτά τα χρήματα κάποιος άλλος θα πήγαινε στην Αθήνα και θα μπορούσε να αγοράσει ολόκληρο τετράγωνο σπιθιών.
– Και τι λες δηλαδή Νίκο μου σαν πιο σοφός που είσαι του λόγου σου. Πώς λες να πράξομε;
– Δεν είναι θέμα σοφίας Νίκο μου. Είναι η ιστορία που μας δείχνει το χρέος μας.
Τα χρήματα αυτά είναι ιερά, σε καμιά περίπτωση, ούτε πεντάρα δεν ανήκει πια σε μας. Με την ευκαιρία αυτή να τα παραδώσουμε αμέσως.
– Ούτε λόγος σύντροφε. Αμέσως πάμε.
Παράδοση μέχρι λεπτού
Πήγαν οι δυο τους και παρέδωσαν μέχρι και το τελευταίο πενηνταράκι στον Αριστείδη Παναγιωτάκη, στον λοχαγό τους Μιχάλη Μανουρά και στον υπολοχαγό της ΙΙ πυροβολαρχίας Μιχάλη Κουκουράκη. Έντιμοι και ευσυνείδητοι αξιωματικοί και άνθρωποι και οι τρεις, την ίδια εκείνη ώρα, μοίρασαν τα χρήματα στους δικαιούχους αξιωματικούς και στρατιώτες. Η παράδοση έγινε στη θέση Κερασσούντα. Σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής δόθηκε αμέσως στους δυο ταχυδρόμους που φύλαξε ο Περακάκης. Δυστυχώς όμως με τις ανώμαλες καταστάσεις που έζησε ο κόσμος, κι ο ίδιος ο δάσκαλος λόγω πεποιθήσεων, τις έρευνες, τις κατασχέσεις εντύπων από τα σπίτια των αντιφρονούντων, το πρωτόκολλο χάθηκε.
«Έπρεπε το χαρτί να φυλαχτεί»
Άστραψε και βρόντησε ο Δρανδάκης όταν του το είπε ο Περακάκης δέκα χρόνια αργότερα. Τον επέπληξε με αυστηρότητα γιατί όπως του είπε αυτό το χαρτί έπρεπε να φυλαχθεί ως κόρην οφθαλμού.
Περιττό να σημειώσουμε ότι την υπόλοιπη οπισθοχώρηση οι δυο ταχυδρόμοι την πέρασαν απένταροι αλλά ούτε και σε στιγμές μεγάλης ανέχειας δεν μετάνιωσαν που έκαναν το χρέος τους.
Ο Νίκος Δρανδάκης πρόσφερε στον καιρό της ειρήνης μεγάλες υπηρεσίες στην εκπαίδευση. Οργάνωσε το Γυμνάσιο Πανόρμου, και αφυπηρέτησε με το βαθμό Γυμνασιάρχου από Γυμνάσιο Θηλέων το σημερινό 3ο Γυμνάσιο.
Ήταν αυστηρός σαν καθηγητής αλλά πάντα δίκαιος και οι μαθητές του τον λάτρευαν.
Πολλές φορές τους διηγήθηκε, σε ώρες κενές μαθημάτων για δυο φαντάρους στο μέτωπο που είχαν την ευθύνη ενός τόσο μεγάλου ποσού κι όμως το παρέδωσαν χωρίς να διστάσουν και χωρίς να μετανιώσουν ποτέ. Το ανέφερε σαν παράδειγμα για να διδάξει τους μαθητές του την αξία της εντιμότητας αλλά ποτέ δεν τους είπε ποια ήταν τα πρόσωπα αυτά.
Κι αν δεν το ανέφερε ο Νίκος Περακάκης νεκρολογώντας το φίλο του κανένας δεν θα ήξερε ποτέ ότι ο Νίκος Δρανδάκης ήταν αυτός που πήρε τη γενναία απόφαση που δείχνει το ήθος και την αξιοπρέπεια του ανδρός αλλά και της μαρτυρικής γενιάς του.
Μια ακόμα συγκλονιστική μαρτυρία
Ο εκλεκτός συμπολίτης μας κ. Νίκος Σαμψών Αντιστράτηγος ε.α έχοντας γαλουχηθεί με τις ηρωικές καταθέσεις συγχωριανών του που διακρίθηκαν στο μέτωπο αποφάσισε -για χάρη της εθνικής μνήμης- να τις καταγράψει. Από το σημαντικό αρχείο του που μας εμπιστεύθηκε αποσπάσματα είναι και η παρακάτω συγκλονιστική μαρτυρία του Μανόλη Ιωάννου Μυστράκη που την παραθέτομε αυτολεξεί όπως τις κατέγραψε στο μαγνητόφωνο ο κ. Σαμψών:
Μυστράκης: Πριν κηρυχθεί ο πόλεμος της Αλβανίας, ο κακομοίρης ο αδελφός μου o Σπύρος ήτανε στρατιώτης κι ύστερα απολύθηκενε. Εμένα με πήρανε για εκπαίδευση τρεις μήνες. Κι όντε έκανα τσοι τρεις μήνες έφυγα κι είχα τον Γιάννη καμωμένο και τη γυναίκα μου βαρεμένη. Και με πήρανε στρατιώτη κι έκαμα στα Περβόλια και αλλού. Ετσά γυρίζαμε κι όντε θελ’ απολυθώ κηρύχθηκε ο πόλεμος και πήγα στην Αλβανία μαζί με τον κακομοίρη τον αδελφό μου το Σπύρο με το 44 Σύνταγμα.
Μας επήγανε 200 χιλιόμετρα στα βόρεια τση Αλβανίας, κι εκειά ήτανε ένας αρχίατρος από τ’ Αμάρι και σου λέει, οι Κρητικοί δεν αντέχουνε στο χιόνι και μας εγυρίσανε πάλι οπίσω και μας επήγανε στο Πουντανόρι. Το Πουντανόρι το βουνό και το Μετζικοράνι, έκαμε μάνες να πονούν, παιδιά ‘στειλε στον Άδη.
Εκειά μας είχανε ζωσμένους άσπρα και το ‘βανες εκειά για να μη σε ξεχωρίζουνε πάνω στο χιόνι. Εγώ απής επήγα στην Αλβανία χώμα δεν εύρηκα. Εσκάφταμε το χιόνι και το κάναμε ετσέ και θέταμε. Από τη μια μπάντα θέταμε την κουβέρτα κι από κάτω τη βάναμε ετσά και το πρωί που σηκωνόμαστε είμαστε ολόγροι και δεν μπορούσαμε να σαλέψομε. Εκειά περνούσανε οι φάλαγγες και καθίζανε να ξεκουραστούνε κι αν απόμενε κιανείς και κοιμότανε τον βρίσκανε ξηλιασμένο οι άλλοι που ακλουθούσαν.
Σαμψών: Που σκοτώθηκε ο αδελφός σου ο Σπύρος;
Μυστράκης: Άαα! Εγώ κατέβαινα από ‘κεια πάνω και πήγαινα να βρω τον Παναγιωτάκη και βρήκα τον Πατεράκη και τον Γιώργη του Παπαλέξη κι ήτανε κι’ άλλοι δυο Αξιωματικοί και μου λένε ετσέ κι’ ετσέ. Εσκοτώθηκενε κακομοίρη ο αδελφός σου ο Σπύρος, μόνο θα γιαείρεις στη Διμοιρία σου και θα πας οπίσω, μόνο ν’ ακλουθάς και να μη πας για νερό. Κι επήγα οπίσω εκειά στ’ αντίσκηνα και δεν εγνώριζα κιανένα και με ρωτάγανε, μωρέ ποιος είσαι; Moνό ‘τανε ένας από τ’ Αμάρι και μου λέει: Έλα, έλα του Σπύρου του κακομοίρη ο αδελφός δεν είσαι; Kι έμεινα εκειδά και το πρωί κατέβηκα κι έκανα το μάγειρα. Μ’ έβαλαν κι έκανα το μάγειρα κι’ έβραζα ρύζι -και των το λέω εδά και με παίζουνε- κι έβραζα το ρύζι και το ‘βανα σε τσουβαλάκια και το ‘δινα και το τρώγανε.
Αλλά μια μέρα έλιαζε κι έκαμα δα εκειά και λέω ας πάω πάνω πάνω, κι ήντα να δω μέσα στον ποταμό -αν σας αρνούμαι λόγο να μην σηκωθώ- ήτανε μουλάρια πεταμένα μέσα και κάτω κάτω εμείς πίναμε νερό. Από ‘κεια έβαζα και νερό για να βράζω το ρύζι.
Σαμψών: Tους σκοτωμένους πως τους θάβατε;
Μυστράκης: Όντε θελα σκοτωθεί κιανείς από μας εκειά κάναμε ένα λάκκο, είχαμε τσαπάκια και τα κρεμούσαμε στη ζώνη μας και σκάφταμε το χιόνι κι απής εβάζαμε ένα σταυρό με δυο ξύλα κι από πάνω ύστερα έπεφτε το χιόνι και σκέπαζε τον σκοτωμένο. Που θα πας εδά να γυρεύεις εκειά κόκκαλα. Πάει τελείωσε. Εκειά έπρεπενε να δεις πως θα γλυτώσεις κι ήντα θα γενείς. Έπρεπενε να έχεις το διπλανό σου φίλο και να προσκυνά ο γεις τον άλλο. Κι εδά πας και των το λες κι είναι αδέλφια και δεν σου δίνουνε σημασία.
Είναι όμως πολλές οι μαρτυρίες που συγκεντρώσαμε για ένα επίκαιρο αφιέρωμα οπότε θα συνεχίσουμε.
ΠΗΓΕΣ:
Εύας Λαδιά: Νικόλαος Δρανδάκης
Πολιτιστικό Ρέθυμνο – 28 Οκτωβρίου
Συνέντευξη του Εμμ. Ι. Μυστράκη στον Αντιστράτηγο ε.α κ. Νικόλαο Σαμψών.