Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΑΣΤΟΥ*
Το πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές είναι κάτι που απασχολεί όλο και περισσότερο μεγάλο κομμάτι της ειδησεογραφικής ατζέντας. Είναι γεγονός ότι τρία χρόνια μετά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, η παρούσα σύνθεση της βουλής δεν αποτελεί πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα του εκλογικού σώματος. Οι πολιτικές ισορροπίες μεταξύ των κυρίαρχων κομμάτων φαίνεται πως έχουν αλλάξει. Έχουμε ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών που σήμερα αριθμούν τους 10. Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων έχουν υποστεί απώλειες βουλευτών φτάνοντας σε οριακό σημείο κοινοβουλευτικής ύπαρξης, ενώ ο κυβερνητικός εταίρος οι ΑΝΕΛ έχουν απομείνει με 7 βουλευτές. Σύμφωνα δε με τις δημοσκοπήσεις, η είσοδος και των τριών στην επόμενη βουλή θεωρείται απίθανη. Πέρα όμως απ’ την πιθανή ημερομηνία των επόμενων εκλογών που λογικό είναι να ιντριγκάρει δημοσιογραφικά, υπάρχει κάτι πολύ πιο σημαντικό που χρήζει προσοχής και ανάλυσης. Η εκλογική συμμετοχή.
Η Ελλάδα πριν την κρίση χαρακτηρίζονταν από σχετικά υψηλά ποσοστά εκλογικής συμμετοχής που κυμαίνονταν γύρω στο 75%, ενώ στις εκλογές του 2009 το ποσοστό εκλογικής συμμετοχής ήταν 70,9%. Θα περίμενε κανείς σε μια συνειδητοποιημένη κοινωνία όπου οι πολίτες αγωνιούν για το μέλλον τους, αυτά τα ποσοστά εκλογικής συμμετοχής να διατηρούνταν ή και να ενισχύονταν ακόμα μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Δυστυχώς συνέβη ακριβώς το αντίστροφο. Το 2012 η συμμετοχή στις εκλογές έπεσε στο 62,5%, ενώ στις τελευταίες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015, η συμμετοχή έφτασε σε ιστορικά χαμηλά αγγίζοντας το 56,2%. Την ίδια περίοδο, στην επίσης δοκιμαζόμενη από την κρίση Ισπανία, τα ποσοστά εκλογικής συμμετοχής μετά από μια μικρή κάμψη το 2011 όπου έπεσαν στο 68,9%, επανήλθαν στις εκλογές του 2015 στο 73,2%. Αντίστοιχα, στην Ιταλία τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές ήταν 75,2% το 2013 και 72,9% στις φετινές εκλογές του 2018. Γιατί σε καθοριστικές στιγμές για την χώρα μας και την χάραξη του μέλλοντός μας ως κοινωνία, φτάνουμε σε ποσοστά αποχής της τάξεως του 44%;
Σίγουρα μια πλήρης ανάλυση εκλογικής συμπεριφοράς δεν μπορεί να αποτυπωθεί στο παρόν άρθρο. Όμως μπορούμε να αναφερθούμε σε ορισμένους παράγοντες ενδεικτικά. Ο πολιτικός κυνισμός απέναντι σχεδόν όλους τους θεσμούς που επέφερε η κρίση αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα. Η απαξίωση των κομμάτων, αντιλήψεις του τύπου «όλοι το ίδιο είναι» και η άνοδος μιας αντιπολιτικής στάσης απέναντι στο πολιτικό σύστημα, είναι φαινόμενα που φαίνεται να απομακρύνουν τους πολίτες από τις κάλπες. Αξίζει να σημειώσουμε τον φανατισμό και το «πολιτικό μπούλινγκ» που ασκούνταν ειδικά τα πρώτα χρόνια της κρίσης από αρκετές ομάδες και κόμματα, με μεγάλο μερίδιο ευθύνης να έχουν μεταξύ άλλων και οι σημερινοί κυβερνώντες. Διασυρμός, προπηλακισμοί και λαϊκιστικές κορώνες αποτελούσαν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο απομακρύνοντας όλο και περισσότερο τους πολίτες από κάθε είδους νηφάλια σκέψη και πολιτικό διάλογο.
Όμως πρέπει να κατανοήσουμε ότι η αποχή δεν είναι λύση. Η εκλογική αποχή, ειδικά σε περιόδους κρίσης, λειτουργεί ως όχημα για κάθε είδους άκρα, μειώνει το δημόσιο διάλογο και παρέχει χαμηλή νομιμοποίηση στο πολιτικό σύστημα. Αποχή δεν σημαίνει αποποίηση ευθυνών. Απέχοντας από τις εκλογές, φέρουμε ευθύνη για τις συνέπειες ενός εκλογικού αποτελέσματος όσο η οποιαδήποτε ψήφος. Αν θέλουμε να είμαστε πολίτες και όχι ένας καθοδηγούμενος λαός, πρέπει να συμμετέχουμε. Να είμαστε ενεργοί. Όχι μόνο ψηφίζοντας περιοδικά στις εκλογές αλλά συμμετέχοντας στις διάφορες πολιτικές διαδικασίες και ενδιάμεσα αυτών. Σε πολλούς έχει περάσει η αντίληψη ότι η συμμετοχή τους στη δημόσια σφαίρα δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. Ότι δεν μπορούν να ασκήσουν επιρροή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Η ιστορία αποδεικνύει το αντίθετο. Οι ενεργοί πολίτες σε μια δημοκρατία μπορούν να αλλάξουν τα πάντα.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος – Απόφοιτος του τμήματος πολιτικής επιστήμης του πανεπιστημίου Κρήτης