Το ίδιο προκλητικός, το ίδιο αμετανόητος, το ίδιο θρασύς, όπως και την πρώτη μέρα της ακροαματικής διαδικασίας, εμφανίστηκε και χθες ο παιδεραστής, προπονητής παιδικών τμημάτων του ΑΓΟΡ, Νίκος Σειραγάκης του οποίου η δίκη συνεχίστηκε στο ΜΟΔ Πειραιά.
Αρκετές φορές, με περίσσιο θράσος, αναλαμβάνοντας το ρόλο συνηγόρου του εαυτού του, με το πρόσχημα των ερωτήσεων προς τους μάρτυρες έκανε τοποθετήσεις επί των απόψεών του, γεγονός που εξόργισε τους συνηγόρους Πολιτικής Αγωγής και επανειλημμένα η πρόεδρος της Δικαστικής έδρας τον επανέφερε στην τάξη.
Για μια ακόμα φορά, ο δράστης που ανακριτικά είχε παραδεχθεί τις κακουργηματικές πράξεις του, αρνήθηκε επίμονα την ενοχή του.
Χαρακτηριστική της διαστροφικής του προσωπικότητας ήταν η απάντηση που έδωσε στην πρόεδρο του Δικαστηρίου όταν τον ρώτησε αν παραδέχεται τις πράξεις του. «Όχι, δεν τις παραδέχομαι. Κάποια παιχνίδια γινόταν με τα παιδιά που δεν περιελάμβαναν καμία κακοποίηση» είπε, αφήνοντας και πάλι να εννοηθεί πως εκείνος είναι το θύμα και οι ανήλικοι οι θύτες, προκαλώντας αποστροφή.
Αρκετές ήταν οι φορές στη διάρκεια της χθεσινής ακροαματικής διαδικασίας που η ατμόσφαιρα στην αίθουσα του ΜΟΔ ηλεκτρίστηκε.
Η πλέον χαρακτηριστική στιγμή της χθεσινής συνεδρίασης ήταν η εξέταση των μαρτύρων- γονέων που οπλισμένοι με ανθρωπισμό και γενναιότητα κατήγγειλαν πρώτοι στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρεθύμνου τον παιδεραστή, στα τέλη του 2010, κατόπιν διηγήσεων των παιδιών τους που είχαν ακούσει λεπτομέρειες για την δράση του. Έτσι σχεδιάστηκε η πολύμηνη παρακολούθησή του και άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι μιας ασύλληπτης, για ανθρώπινο νου, υπόθεσης κακοποίησης ανηλίκων. Οι παραπάνω μάρτυρες βέβαια, όταν έκαναν τις καταγγελίες τους δεν μπορούσαν να φανταστούν το εύρος και την δυσοσμία των πράξεων που αποκαλύφθηκαν.
Με συντριπτικό τρόπο όμως αφόπλισε τον παιδεραστή από τα επιχειρήματα που προσπαθεί να «πλασάρει» ότι τα παιδιά ήταν εκείνα που τον «παρέσυραν» και όχι εκείνος αυτά, η παιδοψυχολόγος, Στέλλα Αρναούτογλου, που εξέτασε τα θύματα του Σειραγάκη στο πλαίσιο της ανάκρισης και έχει συντάξει σχετική έκθεση.
Ένταση προκλήθηκε μεταξύ του συνηγόρου Πολιτικής Αγωγής Β. Μουνδριανάκη και του συνηγόρου υπεράσπισης του παιδεραστή, όταν ο δεύτερος έκανε αναφορά σε «συνέντευξη» που είχε δώσει προ μηνών ο εντολέας του σε εφημερίδα του Ηρακλείου και ο πρώτος του είπε πως ο κατηγορούμενος στην προσπάθειά του να κάνει δημόσιες σχέσεις με ΜΜΕ και δημοσιογράφους ώστε να περάσει προς τα έξω τις παραληρηματικές απόψεις του, έδωσε την συγκεκριμένη συνέντευξη.
Ιδιαίτερα θρασύς ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε και σε άλλο σημείο της ακροαματικής διαδικασίας, όταν ως τιμητής όλων σχολίασε την λακωνική δήλωση που είχε κάνει στα ΜΜΕ ο κ. Μουνδριανάκης την πρώτη μέρα της δίκης, εκπροσωπώντας σύσσωμη την Πολιτική Αγωγή, στην οποία χαρακτήριζε τον παιδεραστή «ψυχρό, αμετανόητο και προκλητικό».
Ο δράστης και μετέφερε στην αίθουσα του Δικαστηρίου διαστρεβλωμένη την δήλωση και προσπάθησε προκλητικότατα να επιπλήξει την Πολιτική Αγωγή, γεγονός φυσικά που «έβγαλε από τα ρούχα τους» τους Ρεθυμνιώτες δικηγόρους.
Χθες, εξετάστηκαν εννέα μάρτυρες του κατηγορητηρίου. Ως συνήγοροι Πολιτικής Αγωγής, παρίστανται οι δικηγόροι Ρεθύμνου Βαγγέλης Μουνδριανάκης, Γιώργος Δρυγιαννάκης, Αντώνης Βουλγαράκης, Μανώλης Πετρακάκης, Νίκος Κοτζαμπασάκης, και Παντελής Φουρφουλάκης καθώς και ο δικηγόρος Αθηνών Παντελής Γαγάνης. Συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου παιδεραστή είναι ο δικηγόρος Αθηνών Νίκος Τσώλης. Η δίκη διεκόπη στις 5:00 το απόγευμα και θα συνεχιστεί την Παρασκευή το πρωί.
Με έντονα συναισθήματα πόνου, θυμού, οργής, μίλησαν από το βήμα του μάρτυρα οι γονείς των 2 παιδιών οι οποίοι κατήγγειλαν τον παιδεραστή-προπονητή στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας όταν τα ανήλικα παιδιά τους τους αποκάλυψαν πως ο Σειραγάκης αποπειράθηκε να τα κακοποιήσει. Καταγγελτικοί και απόλυτοι για την αλήθεια όσων τους είπαν τα παιδιά τους, αναφέρθηκαν στο «κτήνος» όπως τον αποκάλεσε μια μητέρα, και στην προσέγγιση με την οποία παγίδευε ανήλικα, είτε με το πρόσχημα της τόνωσης της αυτοπεποίθησης και του ηθικού τους, είτε της ενίσχυσης της δυναμικής τους ως αθλητές και την υποσχόμενη μεγάλη καριέρα τους. «Φρίττω κάθε φορά που έρχεται στην σκέψη μου πως η μια από τις σημαντικότερες εμπειρίες ενός παιδιού μπορεί να είναι τόσο τραυματική όσο την ήθελε η διαστροφή αυτού του κτήνους», ανέφερε μια μητέρα-μάρτυρας.
Ερωτώμενοι οι γονείς από την Δικαστική έδρα αλλά και την Πολιτική Αγωγή, τι απαντούν στην άποψη που προβάλει ο παιδεραστής ότι δεν έχει διαπράξει τις κακουργηματικές πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και ότι κακώς τον κατήγγειλαν, είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε κάποιος εξ αυτών: «Έχω μεγαλώσει τα παιδιά μου με αρχές και με τέτοιο τρόπο που δεν θα μπορούσαν ποτέ να συκοφαντήσουν κάποιον επινοώντας ψέματα».
Η διορισμένη από την ανακρίτρια που χειρίστηκε την υπόθεση της παιδεραστίας, πραγματογνώμονας- παιδοψυχολόγος και ειδική παιδαγωγός Στέλλα Αρναούτογλου, στη διάρκεια της εξέτασής της συνέτριψε κάθε εμετικό μύθευμα του παιδεραστή για προϋπάρχουσα κατάσταση μεταξύ των παιδιών χωρίς καμία δική του εμπλοκή και την προσπάθειά του να θυματοποιήσει τον εαυτό του και να περάσει στο Δικαστήριο αλλά και στην κοινωνία ότι ούτε λίγο ούτε πολύ παρασύρθηκε εκείνος από τους ανήλικους. Η παιδοψυχολόγος, με κατηγορηματικό τρόπο και με επιχειρήματα, απευθυνόμενη στους παράγοντες της δίκης, υποστήριξε μέχρι κεραίας την έκθεση-πραγματογνωμοσύνη που συνέταξε και τους διαβεβαίωσε ότι ο παιδεραστής σχεδίασε και δημιούργησε δόλιες συμπεριφορές εξαπάτησης των ανηλίκων, με άμεσο σκοπό και στόχο να τους ελέγξει και να ικανοποιήσει τις διαστροφικές ορέξεις του και ότι το φαινόμενο το δημιούργησε εκείνος.
Η πραγματογνώμονας αναλύοντας την επιστημονική της έκθεση, ανέφερε ότι ο Σειραγάκης, από την θέση του στην ομάδα μπάσκετ, κατάφερε όχι μόνο να προσεγγίζει τα παιδιά αλλά και να εξασφαλίζει την σιωπή τους. Εκμεταλλευόμενος και της εμπιστοσύνης που του εξασφάλιζε η θέση του ως προπονητής τα προσέγγιζε, προσφέροντάς τους τον εαυτό του σε ρόλο προτύπου, υποστήριξε. Μέσα από αυτή του την ιδιότητα, όπως τόνισε, μπόρεσε πολύ εύκολα να τους περνάει μηνύματα που εξυπηρετούσαν κυρίως τις διαστροφικές διαθέσεις του, αφού έπειθε τα παιδιά πως με ένα μαγικό τρόπο, και χωρίς άλλη προσπάθεια, θα αποκτήσουν αυτοπεποίθηση, άνεση, θάρρος, δύναμη, δημοφιλία και καλές σχολικές και αθλητικές επιδόσεις.
«Όλη του η μέθοδος αποσκοπούσε αποκλειστικά στην προσωπική του ικανοποίηση», επεσήμανε η παιδοψυχολόγος, που φυσικά δεν παρέλειψε να αναφερθεί στα ψυχικά τραύματα που δημιούργησε στα παιδιά αλλά και στα ενοχικά σύνδρομα που τους καλλιέργησε.
«Επικοινωνία και συζήτηση με τα παιδιά. Να βάλουν στην προτεραιότητά τους τις σχέσεις τους μαζί τους. Αυτό πρέπει να φροντίσουν όλοι οι γονείς. Να μάθουν να μιλάνε με τα παιδιά τους. Κι επίσης θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η ανατροφή των παιδιών, η παρακολούθηση των δραστηριοτήτων τους, δεν είναι υποχρέωση μόνο της μητέρας ή μόνο του πατέρα. Είναι υποχρέωση και των δύο. Τα παιδιά χρειάζονται την δική τους καθοδήγηση», δήλωσε η παιδοψυχολόγος στα «Ρ.Ν.» ως μήνυμα προς όλες τις οικογένειες, άσχετα με την υπόθεση που δικάζεται στο ΜΟΔ Πειραιά, αλλά με αφορμή αυτήν την υπόθεση.
Ως μάρτυρες κατέθεσαν δυο αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας που συμμετείχαν στην υπόθεση παρακολούθησης του Σειραγάκη έως και την ημέρα της επ’ αυτοφώρω σύλληψής του, και απάντησαν σε ερωτήσεις της Δικαστικής έδρας και των συνηγόρων Πολιτικής Αγωγής σχετικά με τον τρόπο και τη μέθοδο παρακολούθησης του παιδεραστή. Όπως απάντησαν, με εντολή του Διοικητή τους αρχικά κατάφεραν να διαπιστώσουν το καθημερινό ωράριο εργασίας του, ώστε να επικεντρώσουν την έρευνα και παρακολούθηση του παιδεραστή στις υπόλοιπες ώρες.
Έτσι μετά τις 5:00 το απόγευμα τον ακολουθούσαν κατά πόδας. Διαπίστωσαν τις συχνές του επισκέψεις στο πατρικό του σπίτι, αλλά δεν μπορούσαν να είναι βέβαιοι για το τι κάνει στο εσωτερικό. Για κάποιο λόγο, όπως υποστήριξαν, από κάποια μέρα και ύστερα, δεν ξαναεμφανίστηκε εκεί. Άλλαξε καταφύγιο και από την παρακολούθηση διαπίστωσαν ότι κάτι ύποπτο γίνεται πλέον στο σπίτι που διέμενε με την οικογένειά του. «Δεν φανταζόμαστε όμως πως στο σπίτι που ζει με την σύζυγο και τα παιδιά του μπορεί να διαπράττει αυτές τις κακουργηματικές πράξεις. Μας ήταν ασύλληπτο, αδιανόητο… Κι όμως, στο τέλος, με ρίσκο, όταν συνάδελφοι έσπασαν την πόρτα του σπιτιού αιφνιδιαστικά και μπήκαν μέσα, διαπίστωσαν το ασύλληπτο για όλους», τόνισε ένας από τους αστυνομικούς.
Κατά την εξέτασή του, ο μάρτυρας Β. Θεοδωρουλάκης, πρώην βοηθός προπονητή του ΑΓΟΡ, ερωτήθηκε αν και πόσο γνώριζε τον Σειραγάκη, από ποιον και πότε πληροφορήθηκε για την δράση του και ποιον ενημέρωσε γι΄ αυτό.
Απαντώντας ο μάρτυρας ανέφερε ότι γνωριζόταν πολλά χρόνια λόγω της σχέσης και των δυο με το μπάσκετ και επανέλαβε όσα είχε καταθέσει στην ανακρίτρια. Ότι δηλαδή, τον Φεβρουάριο περίπου του 2011 ένας απόστρατος αστυνομικός του είπε πως στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας έχουν καταθέσει κάποια παιδιά και οι γονείς τους πως ο Σειραγάκης κακοποιεί ανήλικους, δίδοντάς του μάλιστα λεπτομέρειες για το περιεχόμενο των καταγγελιών.
Συνεχίζοντας ο μάρτυρας είπε πως ελάχιστες μέρες μετά, ενώ βρισκόταν σε αποστολή με την ομάδα εκτός Κρήτης, ενημέρωσε μέλη της διοίκησης του ΑΓΟΡ, τα οποία κατονόμασε, για όσα είχαν περιέλθει εις γνώση του από τον απόστρατο αστυνομικό. Τα μέλη της διοίκησης, σύμφωνα με τον μάρτυρα, απευθύνθηκαν στην Αστυνομία και ρώτησαν εάν όντως υπάρχουν καταγγελίες για τον προπονητή τους. Προφανώς για να διαφυλαχθεί ή μυστικότητα της παρακολούθησης του καταγγελλομένου, η αστυνομία απάντησε αρνητικά στον ΑΓΟΡ. Κι εφ’ όσον η απάντηση ήταν αρνητική, η ομάδα δεν έπραξε τίποτε άλλο.
Σύμφωνα πάντα με τον μάρτυρα, κάποιο διάστημα αργότερα, επισκέφθηκε την διοίκηση της ομάδας ο ίδιος ο απόστρατος αστυνομικός και τους επανέλαβε όσα είχε πει και στον Β. Θεοδωρουλάκη. Ωστόσο, φέρεται να είπε ο μάρτυρας, πως ούτε τότε έγινε κάτι από πλευράς της ομάδας εις βάρος του Σειραγάκη. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που ο ίδιος, όπως υποστήριξε, παραιτήθηκε από την ομάδα.
Ερωτώμενος ο μάρτυρας αν στην αντίληψή του είχε υποπέσει στο παρελθόν ύποπτη συμπεριφορά του Ν. Σειραγάκη έναντι ανηλίκων, εκείνος απάντησε πως περίπου πριν 10 χρόνια είχε μάθει για καταγγελία παιδιού σε άλλο προπονητή της ομάδας για απόπειρα κακοποίησής του, που όμως ποτέ δεν δόθηκε συνέχεια.
Ο κατηγορούμενος παιδεραστής, επιτέθηκε στον μάρτυρα λέγοντάς του ότι όσα υποστηρίζει τα αναφέρει από εμπάθεια στο πρόσωπό του. «Όσα αναφέρει τα λέει από προσωπική εμπάθεια, γιατί του πήρα τη δουλειά στον ΑΓΟΡ», ήταν ο αντίλογος του παιδεραστή απευθυνόμενος στο Δικαστήριο.
Ο μάρτυρας ερωτήθηκε από τους συνηγόρους Πολιτικής Αγωγής εάν γενικότερα στον αθλητισμό ή ειδικότερα σε κάποιο άθλημα υπάρχει η «φιλοσοφία ρούκις» την οποία έχει επικαλεστεί ο παιδεραστής προβάλλοντάς την ως τρόπο ζωής αθλητών, απάντησε ότι οι ρούκις είναι μπασκετμπολίστες των ομάδων των Πανεπιστημίων των ΗΠΑ, που ωστόσο καμία σχέση δεν έχουν με αυτό που προσπαθούσε να περάσει ο Σειραγάκης σε ανήλικους. Διευκρίνισε ότι οι ρούκις των ΗΠΑ είναι άνω των 18 ετών και προπονούνται σκληρά, με καψόνια και δοκιμασίες αλλά σε καμία περίπτωση δεν υφίστανται οι αθλητές την κακοποίηση που εφηύρε ο παιδεραστής -προπονητής, επισημαίνοντας ότι ήταν αποκλειστικά δική του διαστροφική σκέψη που την υλοποίησε και σήμερα επικαλείται ως άλλοθι ότι αυτή η άθλια πρακτική του συνέβαινε ή συμβαίνει παντού. «Πρόκειται για μια δική του αποκλειστικά πατέντα για να παγιδεύσει ανήλικους και να τους κάνει υποχείριά του», φέρεται να είπε ο μάρτυρας.
«Είχε φτιάξει για τον εαυτό του την εικόνα του απόλυτου προτύπου κι έτσι εμφανιζόταν στα παιδιά. Τον εμπιστευόταν πολύ. Γνώριζε από ψυχολογία και φρόντιζε με την συμπεριφορά του να έρχεται πολύ κοντά τους, να τα ρωτάει για τα προσωπικά τους ζητήματα και να τους εκμαιεύει ό,τι ήθελε προκειμένου να τα καθοδηγεί όπως εκείνος επιθυμούσε», επεσήμανε ο μάρτυρας στο Δικαστήριο.
Σε ερώτηση συνηγόρων της Πολιτικής Αγωγής αν ο ίδιος ως προπονητής είχε τόσο φιλική σχέση με τους αθλητές του, απάντησε: «Ποτέ δεν συζήτησα προσωπικά προβλήματά τους. Είμαι της άλλης θεωρίας που λέει ότι δεν μπορεί ο δάσκαλος ή ο προπονητής να είναι «κολλητός» με τα παιδιά. Είναι άλλοι οι ρόλοι τους».
Για τον χαρακτήρα του παιδεραστή ερωτήθηκε ο μάρτυρας, πρώην Έφορος της ομάδας ΑΓΟΡ, όπως εκείνος τον γνώρισε ως προπονητή. Όπως απάντησε, ήταν πολύ έξυπνος είχε πειθώ, ήταν πανούργος και μπορούσε να παραπλανήσει πολύ εύκολα τον οποιονδήποτε, όπως φάνηκε εκ των υστέρων. Αναφέρθηκε και στην ιδιότητα του παιδεραστή ως φοιτητής του Διδασκαλείου του Πανεπιστημίου Κρήτης τον τελευταίο χρόνο πριν την σύλληψή του, λέγοντας όταν ρωτήθηκε σχετικά από τους συνηγόρους Πολιτικής Αγωγής, ότι μεταξύ των μαθημάτων που είχε επιλέξει ο παιδεραστής ήταν και το μάθημα Παιδικής Ψυχολογίας.
Ο μάρτυρας δήλωσε ότι έμεινε εμβρόντητος όταν αποκαλύφθηκε η υπόθεση, διότι ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί όλη αυτήν την κτηνώδη συμπεριφορά του προπονητή έναντι των παιδιών. Ερωτώμενος αν οποιαδήποτε στιγμή ο Σειραγάκης του είχε αναφέρει για παραβατική συμπεριφορά μικρών αθλητών, απάντησε αρνητικά.
Στην διάρκεια της εξέτασης του μάρτυρα, ο παιδεραστής και ο συνήγορός του αναφέρθηκαν σε μια επιστολή που του είχε στείλει από τις φυλακές της Τρίπολης ο δράστης. Μια επιστολή που, όπως είπε ο πρώην έφορος, άμεσα πήγε και την παρέδωσε στην ανακρίτρια Ρεθύμνου, στην οποία φέρεται ο παιδεραστής να το «έπαιζε» κλαμένος και αδικημένος που ωστόσο, δεν κατάλαβε ο μάρτυρας τον λόγο που του την έστειλε, όπως είπε. Σε ερώτηση συνηγόρων Πολιτικής Αγωγής προς τον μάρτυρα γιατί ο Σειραγάκης επέλεξε εκείνον να του στείλει την επιστολή, απάντησε πως δεν γνωρίζει και πως το Δικαστήριο μπορεί να ρωτήσει γι αυτό τον ίδιο τον Σειραγάκη.
Ολοκληρώνοντας την εξέταση του μάρτυρα το Δικαστήριο, απαντώντας σε ερώτηση συνηγόρων Πολιτικής Αγωγής εάν μπορούσε να επηρεάσει τους ανηλίκους, εκείνος φέρεται να απάντησε: «Σαν δάσκαλος και προπονητής είχε την δυνατότητα ελέγχου και καθοδήγησης των παιδιών».