Τις πιο όμορφες μέρες
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις ζήσαμε ακόμα
Κι αχ ό,τι πιο όμορφο θα ‘θελα να σου πω
Δε στo ‘πα ακόμα»
Ναζίμ Χικμέτ
Οταν έχουμε ανάγκη να κοιτάξουμε μέσα μας, συχνά αποζητούμε τη μοναξιά, για να διαπιστώσουμε, εάν η πορεία που έχουμε χαράξει έως τώρα είναι αποτέλεσμα δικών μας επιθυμιών, εάν, όσα έχουμε ονειρευτεί, βρήκαν το δρόμο τους ή τα αφήσαμε εκτεθειμένα και μόνα τους σε μια μάταιη αναζήτηση, χωρίς να τα συντροφέψουμε.
Κάνοντας αυτόν τον απολογισμό ζωής, ανακαλύπτουμε συχνά πως έχουμε δοθεί έως τώρα σε ασχολίες που μας πήραν περισσότερα από όσα μας άφησαν και οι συναισθηματικές απώλειες είναι τέτοιες, που, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, χρειαζόμαστε δάνεια ζωής με υψηλό επιτόκιο. Πόσες φορές δεν αναλωθήκαμε σε καταστάσεις, όπου οι πιθανότητες να βγούμε κερδισμένοι αποδείχτηκαν μάταιες; Στην προσπάθειά μας να μη χάσουμε στοιχήματα με τη ζωή δινόμαστε σε έναν σπάταλο αγώνα, για να μετρήσουμε αργότερα τα θύματα και ανάμεσά τους παρατηρούμε με θλίψη κομμάτια του εαυτού μας που τα αφήσαμε βαρύτατα τραυματισμένα στο πεδίο της μάχης. Ανήμπορα και μόνα, αδύναμα και πληγωμένα κομμάτια ζωής αποζητούν το ενδιαφέρον μας, αλλά εμείς αναλωνόμαστε, για τους δικούς του προσωπικούς λόγους ο καθένας, σε αναζητήσεις που μας αποσπούν από το βαθύτερό μας εαυτό.
Χρόνια ολόκληρα σε σχέσεις, συνεργασίες, καταστάσεις βουλιάζουμε σε μια δίνη θλιβερών συναισθημάτων, παλεύοντας να κερδίσουμε τη χαρά που κρύβεται στη γωνίτσα της φαντασίας μας και αρνείται πεισματικά να μας παραδοθεί. Η παραμονή μας σε αυτές τις παθογόνες καταστάσεις μας βυθίζει σε μια ατέρμονη μοναξιά, ενώ αδυνατούμε να βγούμε από εκεί. Βουλιάζουμε όλο και περισσότερο και κατά έναν παράδοξο τρόπο δίνουμε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια από τον εαυτό μας, σχεδόν από το υστέρημά μας, ώσπου αισθανόμαστε τόσο φτωχοί και τόσο στερημένοι, μολονότι παράλληλα αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε μια πραγματικότητα που μας πονά, αλλά δεν απομακρυνόμαστε από αυτήν. Εθιζόμαστε σε αυτήν και όσο λιγότερα μας δίνει, τόσο περισσότερο παραμένουμε πεισματικά σε αυτήν, χωρίς να πιστεύουμε ότι πραγματικά μπορούμε να αναμετρηθούμε με τους φόβους μας, να συμπορευτούμε με τις δυνατότητές μας και να γίνουμε νικητές.
Οι δυνατότητές μας, βαθιά θαμμένες, χρειάζονται αγώνα, για να μπορέσουν να αποκαλυφθούν και να αναδειχθούν. Κρύβονται σε ένα σεντούκι, για να προστατευθούν από εμάς που δεν μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε και να τις αναδείξουμε. Φοβούνται να παραδοθούν στα αδέξια χέρια μας, γιατί ίσως συντριβούν στην προσπάθειά τους να απελευθερωθούν, για να κερδίσουν τη θέση τους στην ζωή μας.
Κάποιες φορές, ενώ αισθανόμαστε ότι έχουμε αρκετές δυνατότητες, παίζουμε ένα παιδικό παιχνίδι μαζί τους, χωρίς να μπορούμε να διαχειριστούμε τη δύναμη που διαθέτουμε. Συντροφεύουμε με άλλους με τα ίδια παιδικά χαρακτηριστικά και κάθε φορά που αυτή η αδύναμη φωνούλα ξεπροβάλλει, για να ακουστεί και να πάρει τη θέση της στο χρόνο, για να ενηλικιωθεί, αυτοί οι άνθρωποι που τους έχουμε επιλέξει, παραδομένοι και εκείνοι στους δικούς τους φόβους ακούγοντας αυτήν την διψασμένη φωνή κάνουν ό,τι μπορούν, για να μην την αφήσουν να ακμάσει, να ωριμάσει, για να μπορέσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τα μηνύματά της. Εάν η δική μας φωνή μεστώσει και κυοφορήσει τους καρπούς της, τότε και εκείνοι θα αναγκαστούν να διαχειριστούν τη δική τους δύναμη, η οποία θα απαιτήσει από εκείνους να την βοηθήσουν να ακολουθήσει τον ίδιο ώριμο δρόμο. Κάποιοι λοιπόν που έχουν επιλέξει ένα δρόμο σπαρμένο με αγκάθια υπακούγοντας σε μια εντολή μοναξιάς τρομάζουν, όταν μια φωνή καρπισμένης αγάπης τους πλησιάζει. Δραπετεύουν από την ζωή τους, παραδίδονται στους φόβους τους και αιχμαλωτίζουν την επιθυμία μας. Κάποιες φορές εμείς κάνουμε το λάθος να επιμένουμε παραμένοντας σε σχέσεις στείρες, αιχμάλωτες προσδοκιών που δεν τολμούν να αποκαλυφθούν. Μοιάζει σαν να διψάμε και να αναζητάμε νερό από μια πηγή που έχει στερέψει. Και εμείς επιμένουμε με ένα παράπονο και σκεφτόμαστε τρόπους, ώστε να ξεδιψάσουμε από το χείμαρρο που φανταζόμαστε ότι θα αρχίζει να αναβλύζει από αυτήν τη στερεμένη πηγή. Περιμένουμε, ενώ κάποια στιγμή παρατηρούμε τις πρώτες ρυτίδες και συνειδητοποιούμε ότι η ξηρασία του εσωτερικού μας κόσμου, έχει χαράξει στο δέρμα μας το αποτύπωμα της ψυχής μας. Τότε, αρχίζουμε να χρεώνουμε στους άλλους αυτό που εμείς χάσαμε περιμένοντας. Είναι δύσκολο στην αρχή να δούμε το μέγεθος της ευθύνης μας, γιατί, όταν γυρίζουμε το βλέμμα μας πίσω, πρέπει να έχουμε τη δύναμη να αντιμετωπίσουμε όλα τα συναισθήματα που γεννά μια ζωή που πέρασε χωρίς να της ζητήσουμε αυτό που θέλαμε. Παραμείναμε παραδομένοι σε ένα λήθαργο, γιατί το ξύπνημα είχε φανταστικούς κινδύνους που δεν τολμούσαμε να τους αντιμετωπίσουμε.
Κι όταν ξυπνήσουμε από την χειμερία νάρκη και μπορέσουμε να αντέξουμε αυτό που χάσαμε, σιγά-σιγά ακολουθούμε αυτή τη λωρίδα φωτός που φαίνεται μπροστά μας. Αυτό το φως εμπεριέχει τους ανθρώπους που συναντάμε, τις οικείες φωνές τους που καθησυχάζουν τα ακούσματά μας και μας κάνουν να νιώθουμε μια ησυχία και μια γαλήνη στην ψυχή μας, που την έχουμε ανάγκη, όταν τα πράγματα αγριεύουν γύρω μας. Είναι οι άνθρωποι που δεν φοβούνται να μας πλησιάσουν, για να μοιραστούμε μαζί τους τη δική μας έξοδο. Κάποιοι από αυτούς είναι εκείνοι που είχαν μείνει λίγο πίσω από φόβο ή για να μπορέσουν να δαμάσουν τα αγρίμια μέσα τους, ώστε να μην πληγώσουν την σχέση ή εκείνοι που τους προσπεράσαμε βιαστικά, αλλά μυστικά ελπίζαμε να επιστρέψουμε στην Ιθάκη μας μετά που θα ολοκληρώναμε το ταξίδι μας. Και πλέον, διαμορφώνουμε έναν εσωτερικό κόσμο με πλαίσια, με χάρτες, με τρόπους προστασίας του εαυτού μας. Ένα κόσμο που εμπεριέχει το ‘μαζί’ σαν οδηγό καρδιάς!!
ειδικός Ψυχικής Υγείας – συγγραφέας