Συνεχίζεται το «σίριαλ» με την κρατική γραφειοκρατία, που λειτουργεί ανασταλτικά στην εύρυθμη λειτουργία των μονάδων «Βοήθεια Στο Σπίτι» στους κατά τόπου δήμους της χώρας, μεταξύ των οποίων και του Ρεθύμνου.
Παρά του ότι η τρέχουσα περίοδος αποτελεί τυπικά μια παράταση των προγραμμάτων από τον περασμένο Σεπτέμβριο με διάρκεια ενός έτους, έχουν περάσει ήδη οι πρώτοι έξι μήνες χωρίς να έχουν υπογραφεί η σχετική προγραμματική σύμβαση και η Κοινή Υπουργική Απόφαση.
Αποτέλεσμα είναι για άλλη μια φορά οι εργαζόμενοι στα διάφορα προγράμματα να παραμένουν απλήρωτοι τουλάχιστον τους τελευταίους έξι μήνες, γεγονός, που τους έχει φέρει σε απόγνωση, όπως δήλωσε χθες στα «Ρ.Ν.» η πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων Κοινωνικής Φροντίδας Ευπαθών Ομάδων κ. Αναστασία Πανούση.
Ειδικότερα η Κοινή Υπουργική Απόφαση παραμένει ανυπόγραφη στο υπουργείο Οικονομικών, ενώ η προγραμματική σύμβαση έχει την ίδια τύχη και βρίσκεται στα γραφεία των υπουργείων Εσωτερικών, Εργασίας, της ΕΤΑΑ, της ΚΕΔΕ και του ΙΚΑ!
Τα προγράμματα, ουσιαστικά βρίσκονται «στον αέρα» και οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν γνωρίζουν πότε θα ξεκινήσει η χρηματοδότησή τους, αλλά έχουν μπροστά τους και τις γραφειοκρατικές διαδικασίες των δήμων, οι οποίες θα ακολουθήσουν όταν φτάσουν τα σχετικά κονδύλια, για την κατανομή των οποίων ακολουθείται η διαδικασία της Ενιαίας Αρχής Πληρωμών, που προκαλεί περαιτέρω χρονικές καθυστερήσεις.
«Αυτό είναι ένα από τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε» είπε η κ. Πανούση, η οποία αναφέρθηκε εκτενώς και στο σύστημα που εφαρμόζεται όταν φτάσουν τα χρήματα για τα προγράμματα, δηλαδή την εξόφληση των εργαζομένων μέσω της Ενιαίας Αρχής Πληρωμών που αποτελεί διαδικασία πρόσθετης γραφειοκρατίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται μέχρι οι μισθοί να φτάσουν στους δικαιούχους.
«Εμείς ζητάμε να σταματήσει η διαδικασία αποστολής των κονδυλίων στους δήμους και να εφαρμοστεί άμεση εξόφλησή μας από το αρμόδιο Υπουργείο», είπε η πρόεδρος των εργαζομένων, η οποία συμπλήρωσε, ότι οι εργαζόμενοι δεν αντέχουν πλέον τις πολύμηνες καθυστερήσεις εξόφλησης των δεδουλευμένων τους και απαιτούν σταθερή πληρωμή κάθε μήνα, απευθείας από τα κρατικά ταμεία.
Εναντίον των κοινωνικών συνεταιρισμών
Οι εργαζόμενοι στις μονάδες κοινωνικής φροντίδας ευπαθών ομάδων τίθενται εναντίον της εφαρμογής του μέτρου των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων στη λειτουργία των προγραμμάτων Βοήθεια Στο Σπίτι και σε αντίστοιχες δομές όπως είναι οι Βρεφονηπιακοί Σταθμοί μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων και τα Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων.
Ενώ αρχικά ακόμα και η ΚΕΔΕ διαπίστωσε, ότι δεν θα ήταν εφικτό να ανατεθούν σε κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις τέτοιες μονάδες, υπάρχουν δήμοι, που ήδη προχώρησαν στην εφαρμογή της συγκεκριμένης δυνατότητας που δίνει η κείμενη νομοθεσία.
Το γεγονός έχει προκαλέσει αναστάτωση αλλά και αντιδράσεις στους υπαλλήλους με επί σειρά ετών θητεία στις δομές αυτές, με χαρακτηριστική την τοποθέτηση του συλλόγου τους, που αναφέρει ότι «Ο κάθε Δήμος έχει δικαίωμα και υποχρέωση να διεκδικεί προγράμματα σαν τα ΤοπΕκο και ΤοπΣΑ, κατάρτισης, εκπαίδευσης και προώθησης της απασχόλησης. Είναι όμως ανεπίτρεπτο, εκμεταλλευόμενοι τις δυσμενείς εργασιακές συγκυρίες, την βαθύτατη κρίση και την ανάγκη για εργασιακή κατοχύρωση των ανέργων να επικροτούμε προσπάθειες ιδιωτικοποίησης της πρόνοιας και κοινωνικής φροντίδας, αντί να ενδυναμώνουμε την δωρεάν και προς όλους παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.
Ξεχνάμε πιθανώς ότι η παροχή κοινωνικής φροντίδας και προστασίας, πρωτίστως, αποτελεί ευθύνη του κράτους και παρέχεται χωρίς διακρίσεις σε κάθε άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης (ΦΕΚ 236/98). Αυτή την φροντίδα παρέχει τόσα χρόνια και στον τελευταίο Δήμο της χώρας, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας ανελλιπώς το πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι, και στον τελευταίο ηλικιωμένο και ΑμεΑ».
Οι κατά τόπους σύλλογοι των εργαζομένων αλλά και το πανελλήνιο συντονιστικό τους όργανο προσανατολίζεται σε νέες κινητοποιήσεις, αρχής γενομένης από τον επόμενο μήνα, κατά τον οποίο προγραμματίζονται απεργίες και κλείσιμο δομών.
«Δεν μπορούμε να μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια», δήλωσε η κ. Πανούση, επισημαίνοντας ότι πρέπει να ανακοπεί η συνεχής αβεβαιότητα που βιώνουν όλοι οι εργαζόμενοι στις δομές κοινωνικής φροντίδας από την πρώτη ημέρα που δημιουργήθηκαν πριν περίπου 13 χρόνια.