Μέσα σε ένα θολό τοπίο σε ότι αφορά την ελαιοκομική περίοδο τα τελευταία χρόνια, όπου η ελαιοπαραγωγή στην Κρήτη συρρικνώνεται και η ποιότητα του ελαιολάδου δεν είναι αυτή που θα έπρεπε, ο Σύνδεσμος Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης συνεχίζει τις προσπάθειές του για την προώθηση και ανάδειξη του κρητικού ελαιόλαδου, του οποίου τη διατροφική αξία και όχι μόνο είναι αναγνωρισμένη.
Είναι γνωστό το ενδιαφέρον των ξένων επισκεπτών για να γνωρίσουν τον τοπικό πολιτισμό, την ιστορία και τη γαστρονομία ενώ, όπως έχει επανειλημμένως τονιστεί, η Κρήτη θα μπορούσε να επενδύσει στις εναλλακτικές μορφές τουρισμού, αφενός για να επιμηκύνει την τουριστική σεζόν και αφετέρου για να προσελκύσει πιο εύρωστους οικονομικά επισκέπτες. Μια τέτοια μορφή τουρισμού αποτελεί και ο ελαιοτουρισμός που έχει σοβαρές προοπτικές ανάπτυξης.
Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΕΔΗΚ στοχεύει στην ανάδειξη των μνημειακών ελαιόδεντρων του νησιού, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν πόλο έλξης για τους τουρίστες.
Ήδη, αρχιτεκτονικές μελέτες για την ανάπλαση των μνημειακών ελαιοδέντρων σε Βατολάκκο Καββουσίου, Πανασό, Αμάρι και Αγγελιανά εκπόνησε ο Σύνδεσμος Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης με χρηματοδότηση της περιφέρειας Κρήτης σε συνεργασία με τους οικείους δήμους, το 2018, ενώ ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανάπλασης της «υψωμένης» Ελιάς Βατολάκκου, η οποία έχει ήδη καταστεί επισκέψιμη.
Πρόκειται για μια πρωτοβουλία του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης που στόχο έχει τα ελαιόδεντρα αυτά να προστατευτούν και να αναδειχτούν συμβάλλοντας τόσο στην ανάπτυξη του τουρισμού στην ενδοχώρα, όσο και στην προβολή του ελαιολάδου.
Εκκρεμεί ωστόσο η ανάπλαση των άλλων μνημειακών, για τα οποία έχουν εκπονηθεί μελέτες και ο ΣΕΔΗΚ ζήτησε από την περιφέρεια συμπληρωματικές πιστώσεις συνολικά 34.500€, προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανάπλαση τους.
Όπως αναφέρει ο επιστημονικός συνεργάτης του ΣΕΔΗΚ Νίκος Μιχελάκης εκτός από τις παραπάνω μνημειακές ελιές, στην Κρήτη υπάρχουν και άλλες αξιόλογες μνημειακές, όπως της Καντάνου, Καμηλαρίου, Σαμωνά, Λάστρου και Γόρτυνας καθώς και οι ιστορικές ελιές της Παναγίας Θυμιανής στα Σφακιά, της «Σπουδαίας Ελιάς» στον Βουτά και της Φουρκολιάς στη Σητεία.
Ωστόσο, ο κ. Μιχελάκης τονίζει η ανάπλαση των δέντρων αυτών, απαιτεί διευθέτηση του ιδιοκτησιακού και συγκεκριμένα μεταβίβαση από τους ιδιοκτήτες στους δήμους της δικαιοδοσίας για εκτέλεση έργων ανάπλασης, η οποία μπορεί να γίνει με δωρεά, εξαγορά, ενοικίαση ή παραχώρηση της χρήσης του δέντρου και του εδάφους.
Και στο θέμα αυτό, εκτός από τον ΣΕΔΗΚ και τους δήμους απαιτείται η συνδρομή και άλλων τοπικών φορέων και παραγόντων.
Ο πρόεδρος του ΣΕΔΗΚ μάλιστα Γιώργος Μαρινάκης έχει επανειλημμένως αναφερθεί στην προσπάθεια που γίνεται από τον σύνδεσμο για να αναδειχθούν ζητήματα, που έχουν να κάνουν με την ιστορία, την παράδοση αλλά και τον τουρισμό σχετικά με την ελιά. Σε ότι αφορά τα μνημειακά δέντρα έχει απευθύνει έκκληση στους ιδιοκτήτες εκείνους, που φιλοξενούν μνημειακά ελαιόδεντρα να συνεργαστούν με τον ΣΕΔΗΚ και τους δήμους τους για να μπορέσουν αυτά τα δέντρα να πάρουν την αξία που έχουν, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη φιλοδοξία να δημιουργηθεί ένα δίκτυο ελαιοτουρισμού που να περιλαμβάνει τα μνημειακά δέντρα, το μουσείο της ελιάς και τα ελαιοτριβεία του νησιού, παλιά και νέα.
Οι βασικοί λόγοι οι οποίοι επιβάλλουν την ανάπλαση των μνημειακών ελαιοδέντρων της Κρήτης, σύμφωνα με τον ΣΕΔΗΚ είναι:
– Η αναγκαιότητα της προστασίας και συντήρησης τους σαν πολύτιμων στοιχείων της πατρογονικής μας κληρονομιάς
– Η σκοπιμότητα αξιοποίηση τους για τον εμπλουτισμό της ενδοχώρας του νησιού με αξιοθέατα
– Η δυνατότητα τους να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του τουρισμού στην ενδοχώρα
– Η χρησιμότητα τους στην ανάδειξη και προώθηση του κρητικού ελαιολάδου.