Μετά την αναλαμπή της δεκαετίας του ’90 η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά βρίσκεται σε υποχώρηση. Την περίοδο εκείνη μάλιστα ασκούσε κυβερνητική εξουσία στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Ήταν η πρώτη φορά που η σοσιαλδημοκρατία επιχειρούσε την προσαρμογή της στα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης. Η κρίση του κοινωνικού κράτους σε συνθήκες δημοσιονομικής δυσπραγίας καθιστούσε αναγκαία την αναθεώρηση του προγενέστερου υποδείγματός της. Έτσι εγκαταλείφθηκαν αποστεωμένα ιδεολογήματα και ξεπερασμένες προσεγγίσεις, όπως ο εθνοκεντρισμός, ο κρατισμός και οι αναδιανεμητικές πολιτικές. Οι κανόνες της ελεύθερης οικονομίας διαμόρφωσαν ένα νέο περιβάλλον, ανατρέποντας στερεότυπα και φορμαλισμούς.
Οι κοινωνικές μεταβολές τροφοδότησαν προβληματισμούς και αναζητήσεις στους κόλπους των σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων. Το Νέο Κέντρο του Σρέντερ, ο Τρίτος Δρόμος του Μπλερ, η Ελιά του Πρόντι, η εκσυγχρονιστική Κεντροαριστερά του Σημίτη στην ουσία αποτέλεσαν τομή στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία. Οι αλλαγές στη στρατηγική και στον χαρακτήρα συνέβαλαν στην κυριαρχία και ανθεκτικότητά της. Η στροφή στο Κέντρο εδραζόταν σε πολιτικές που βρίσκονταν σε αρμονία με τις απαιτήσεις της εποχής. Παράλληλα, η Ευρώπη των «15» -που αποδεδειγμένα είχε προωθητική δύναμη- στη συντριπτική της πλειονότητα στηριζόταν σε κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Εξ ου και διαχρονικά το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης αποκτούσε δυναμική όταν οι προοδευτικές δυνάμεις επικρατούσαν.
Τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια, όμως, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βιώνει κρίση ταυτότητας, προσανατολισμού και στρατηγικής. Η παλινδρόμησή της σε παρωχημένες πολιτικές και ιδέες, σε συνδυασμό με την έλλειψη στιβαρών ηγεσιών, περιορίζει την εμβέλεια και απήχησή της. Η δυστοκία της να θεμελιώσει σύγχρονες θέσεις και προτάσεις στενεύει τους εκλογικούς της ορίζοντες. Ο κίνδυνος να υποστεί ανεπανόρθωτα πλήγματα και να βρεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων είναι υπαρκτός. Επιβεβαιώνεται μάλιστα τόσο από την υποχώρηση του Ολάντ και του Ρέντζι όσο και από την κρίση των κεντροαριστερών κομμάτων Βρετανίας και Ισπανίας.
Οι Εργατικοί υπό την ηγεσία του Τζ. Κόρμπιν παλινδρομούν σε απόψεις των δεκαετιών του ’50-’60. Επίσης οι Ισπανοί σοσιαλιστές οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο μετά τις επιλογές του Π. Σάντσεθ και τις ερωτοτροπίες του με τους Podemos, με συνέπεια την καθαίρεσή του. Έτσι, η αποκαλούμενη «αριστερή στροφή» των δύο ηγετών αποδυναμώνει τα ιστορικά κόμματά τους. Αλλά και στην Ελλάδα την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί τη μετακίνησή του στην Κεντροαριστερά, το ΠΑΣΟΚ στρέφεται στα αριστερά. Ακολουθεί την ατελέσφορη και ανεδαφική στρατηγική των Κόρμπιν και Σάντσεθ. Στην πραγματικότητα περιχαρακώνεται στον παραδοσιακό του πυρήνα, αφήνοντας ακάλυπτο τον χώρο του Κέντρου.
Ως εκ τούτου, η αποδέσμευση της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς από τον αρχέγονο πολιτικό λόγο είναι προϋπόθεση για να θεμελιώσει μια νέα στρατηγική. Με την περιβόητη «αριστερή στροφή» το μόνο που επιτυγχάνει είναι να βυθίζεται περαιτέρω στην κρίση και να επιτρέπει στις συντηρητικές δυνάμεις να κυριαρχούν.