H συζήτηση για τον προϋπολογισμό είναι πάντοτε μια καλή ευκαιρία να συζητήσουμε για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και της κοινωνίας επί συγκεκριμένων δεδομένων. Ευτυχώς στις δημοκρατίες, τα δεδομένα αυτά δεν αλλάζουν ανάλογα με την κομματική ταυτότητα ή τους ευσεβείς πόθους του καθενός από εμάς. Όσες ανακρίβειες και αν λέγονται, όση παραπληροφόρηση και αν παράγεται, η σκληρή πραγματικότητα δεν καλλωπίζεται αριθμητικά. Η πραγματικότητα που αποτυπώνει ο προϋπολογισμός του 2019 είναι το πόσο ανέξοδη υπήρξε η αριστερή ρητορική και πόσο κενή περιεχομένου η δήθεν αριστερή κοινωνική ευαισθησία τα τέσσερα τελευταία χρόνια.
Η κυβέρνηση μας ενημέρωσε πρόσφατα πως η πολιτική της διακρίνεται από ταξικότητα. Άρα έχουμε να κάνουμε με ένα ταξικό προϋπολογισμό. Ας δούμε όμως ποια είναι η μεγάλη εικόνα αυτής της ταξικής κοινωνικής πολιτικής. Τις προηγούμενες ημέρες η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία δημοσίευσε τα στοιχεία για τις κοινωνικές παροχές στα κράτη μέλη της Ε.Ε. Σύμφωνα με αυτά, οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα αντιστοιχούν στο 26,6% του ΑΕΠ.
Σε ότι αφορά τους ανέργους, η Ελλάδα δίνει μόνο το 3,7% των κοινωνικών δαπανών για τη στήριξή τους, όταν η Ισπανία, η οποία βρέθηκε κι αυτή με εκρηκτικά ποσοστά ανεργίας, δίνει το 8,1%. Στην κατηγορία της υγείας και των αναπήρων, οι δαπάνες περιορίζονται στο 26,4% έναντι κοινοτικού μέσου όρου 36,9%. H Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση στη σχετική κατηγορία. Πραγματικά εξαιρετική επίδοση για μια αριστερή κυβέρνηση. Στις δαπάνες για τη στέγαση και τον κοινωνικό αποκλεισμό, η Ελλάδα αφιερώνει το 0,9% του συνόλου των κοινωνικών δαπανών. Δεν θα το συγκρίνω με το 4.9% του κοινοτικού μέσου όρου. Θα το συγκρίνω με το 1,6% που δαπανά η Βουλγαρία!
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς τι πραγματικό αντίκρισμα στην κοινωνία έχουν όλες αυτές οι κορώνες περί αναδιανεμητικών πολιτικών και περί ανάπτυξης με κοινωνική ευαισθησία. Κανένα. Ή μάλλον, πίσω όμως από αυτές τις εύηχες έννοιες, ακόμα και ο πλέον αδαής με τα οικονομικά πολίτης αναγνωρίζει διορισμούς και αντιμισθίες από τη μια και δυσβάσταχτες οφειλές από την άλλη. Ο πρώτος “μεταμνημονιακός” προϋπολογισμός για τον οποίον επαίρεται η κυβέρνηση προβλέπει δύο δισεκατομμύρια πρόσθετους φόρους για τους Έλληνες φορολογούμενος.
Είναι ο ώριμος καρπός της «συνειδητής επιλογής», όπως με κυνισμό μας εξηγούσε πέρυσι τέτοια εποχή ο κ Χουλιαράκης, να φορολογηθεί η μεσαία τάξη. Η επιλογή να αποστραγγιστεί η πραγματική εργασία για να ανθήσει η συμβασιούχος πελατεία. Η επιλογή να μείνει η χώρα απροστάτευτη εκτός αγορών προκειμένου να υπηρετηθεί το παραμύθι της καθαρής εξόδου. Αυτές τις συνειδητές πολιτικές επιλογές εξυπηρετούν τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα και το περίφημο μαξιλάρι ασφαλείας. Αυτό είναι το αριστερό success story του πρώτου μεταμνημονιακού προϋπολογισμού. Η κυβερνητική ρητορική αναφέρεται σε ένα φαντασιακό κόσμο που συγκρούεται με τη σκληρή πραγματικότητα την οποία βιώνουν κάθε μέρα οι Έλληνες πολίτες. Μιλούν για μια Ελλάδα που πολύ απλά δεν υπάρχει.
Υπάρχει όμως μια πραγματική Ελλάδα εκεί έξω. Μια πραγματική Ελλάδα που καλείται να συνειδητοποιήσει ότι όχι μόνο αξίζουμε καλύτερα, αλλά και ότι μπορούμε καλύτερα. Καλείται να αποφασίσει ποιο δρόμο θα ακολουθήσει την επόμενη δεκαετία. Ο ένας δρόμος είναι των εύκολων και ανέξοδων υποσχέσεων, του λαϊκισμού και του κρατισμού, της ανάπτυξης με δανεικά, που χρεοκόπησε και τελικά οδήγησε σε επώδυνα μέτρα για όλους. Είναι ο δρόμος που οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες νέους να φύγουν από την Ελλάδα και τους μεγαλύτερους να βλέπουν τους κόπους μιας ζωής να χάνονται. Είναι ο δρόμος που αντιμετωπίζει το διεθνές περιβάλλον λες και είναι συνεδρίαση 15μελούς μαθητικού συμβουλίου.
Ο άλλος δρόμος είναι αυτός της αλήθειας, της ευθύνης και του ρεαλισμού. Ο δρόμος που θα απελευθερώσει την Ελλάδα από τα δεσμά του κρατισμού και του λαϊκισμού. Που θα αντιστρέψει τις πολιτικές που την κατέστησαν ουραγό των αναπτυγμένων κρατών στην Ευρώπη και τον ΟΟΣΑ. Είναι ο δρόμος ο οποίος, απέναντι σε ιδεοληψίες που έχουν δοκιμαστεί και αποτύχει παντού, προτάσσει τις αρχές της Ανάπτυξης, της Αξιοκρατίας και της Αξιοπιστίας. Που δεν ικανοποιείται με μία Ελλάδα χαμηλών προσδοκιών και κλειστών οριζόντων. Που οδηγεί σε μια Ελλάδα ισχυρή στην Ευρώπη και στον κόσμο. Είναι ο δρόμος για να μπει η Πατρίδα μας στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, με την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής και ενός καλύτερου αύριο.